Κομμένο και ραμμένο στο περιεχόμενο του άρθρου 3 του ν. 4485/2017 («Οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις»), με το οποίο επιχειρείται η ψευδεπίγραφη επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου, εμπλουτισμένο με καρυκεύματα σύστασης μπόλικων επιτροπών, είναι το Πόρισμα της Επιτροπής Παρασκευόπουλου για «τη μελέτη ζητημάτων ακαδημαϊκής ειρήνης και ελευθερίας».
Συγκεκριμένα:
Το Πόρισμα προσεγγίζει το θέμα της «παραβατικότητας» στα ΑΕΙ και του πανεπιστημιακού ασύλου, όπως ακριβώς το επίμαχο άρθρο του νόμου Γαβρόγλου, με το οποίο το άσυλο ορίζεται μόνον ως «ακαδημαϊκό» και αναγνωρίζεται «για την κατοχύρωση… των ακαδημαϊκών ελευθεριών στην έρευνα και τη διδασκαλία… την προστασία του δικαιώματος στη γνώση και τη μάθηση, έναντι οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει».
Το Πόρισμα αναφέρει χαρακτηριστικά τα εξής: «Η ειρήνη και ο ελεύθερος διάλογος στους ακαδημαϊκούς χώρους αποτελούν τους αναγκαίους και ιστορικά συστατικούς όρους της παιδείας: της παραγωγής και της μετάδοσης των γνώσεων. Είναι γνωστό ότι η ευρυθμία αυτή σε αρκετές περιπτώσεις διαταράσσεται από τα φαινόμενα παραβατικότητας. Τα τελευταία άλλοτε έχουν χαρακτήρα ατομικών προσβολών και άλλοτε φθάνουν στην πρόκληση δυσλειτουργιών στις πανεπιστημιακές δραστηριότητες».
Το άσυλο λοιπόν, προσεγγίζεται με πνεύμα συντηρητικό και αντιδραστικό και όχι έτσι όπως ορίσθηκε μέσα από τους αγώνες του λαού και της νεολαίας και μορφοποιήθηκε στη συνείδηση των εργαζόμενων που μάχονται για μια δίκαιη υπόθεση. Η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών αφορά και ιδέες και διεκδικήσεις με πολιτικές προεκτάσεις, που αφορούν ολόκληρη την εργαζόμενη κοινωνία και μπορεί να εκφράζονται με όχημα το φοιτητικό κίνημα μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου το ‘73.
Η αναφορά που γίνεται στο Πόρισμα ότι το Πανεπιστήμιο «δεν είναι στεγανό απέναντι στο κοινωνικό περιβάλλον», είναι καθαρά υποκριτική, καθόσον το άσυλο ορίζεται μόνον ως ακαδημαϊκό, ενώ στη συνέχεια τσουβαλιάζονται τα πάντα, από τα φαινόμενα εγκληματικότητας στους πανεπιστημιακούς χώρους, τη διακίνηση ναρκωτικών, τις φοιτητικές καταλήψεις, τις μαχητικές διεκδικητικές ενέργειες φοιτητών, εργαζόμενων στο Πανεπιστήμιο, κ.λπ., κάτω από όρους όπως «παραβατικότητα», «πρόκληση δυσλειτουργιών στις πανεπιστημιακές δραστηριότητες», «επικίνδυνες δραστηριότητες».
Είναι φυσικό μια τέτοια προσέγγιση να καταλήγει στην ανάγκη για «μειωμένη παραβατικότητα», την οποία εγγυάται η εφαρμογή του σχετικού άρθρου του νόμου Γαβρόγλου. Οι συριζαίοι δεν τόλμησαν να αποδεχθούν -στα λόγια τουλάχιστον- αυτό που ζητά μετ’ επιτάσεως όλος ο εσμός του νεοφιλελευθερισμού, τη χωρίς όρους και όρια εισδοχή των δυνάμεων καταστολής στους πανεπιστημιακούς χώρους.
Αλλωστε, το άρθρο 3 του ν. 4485/2017 παρέχει όλες τις σχετικές εγγυήσεις: 1) Ο «οποιοσδήποτε» «επιχειρεί να το καταλύσει», παραπέμπει ευθέως σε κάθε διαμαρτυρία και μαχητική εκδήλωση των φοιτητών, σε κάθε απεργία των εργαζόμενων του Πανεπιστήμιου, εφόσον με αυτές τις πράξεις παρεμποδίζονται η διεξαγωγή της έρευνας και της διδασκαλίας. 2) Η δεύτερη παράγραφος του άρθρου που αναφέρει: «Επέμβαση δημόσιας δύναμης σε χώρους των Α.Ε.Ι. επιτρέπεται αυτεπαγγέλτως σε περιπτώσεις κακουργημάτων και εγκλημάτων κατά της ζωής και ύστερα από απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση» (οι εμφάσεις δικές μας). καλύπτει όλες τις πράξεις διαμαρτυρίας και αντίστασης των φοιτητών και των εργαζόμενων των ΑΕΙ, αφού αυτές κάλλιστα μπορούν να θεωρηθούν «έκνομες», να θεωρηθούν πλημμελήματα. Σημειώνεται ότι η απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου, (αποτελείται από τον Πρύτανη, τους Αντιπρυτάνεις, έναν εκπρόσωπο των φοιτητών και τον εκπρόσωπο των διοικητικών υπαλλήλων) δεν απαιτεί ομοφωνία, αλλά λαμβάνεται κατά πλειοψηφία και «σε περίπτωση ισοψηφίας υπερισχύει η άποψη υπέρ της οποίας τάχθηκε ο Πρύτανης». Κοντολογίς, ο Πρύτανης στην ουσία είναι αυτός που αποφασίζει να επιτρέψει την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής στο Πανεπιστήμιο και άσυλο ουσιαστικά δεν υφίσταται.
Για να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του, το Πόρισμα, έναντι όλων αυτών που επενδύουν πολιτικά με τη «βία και ανομία» στα Πανεπιστήμια, εφηύρε τη σύσταση πολλών επιτροπών.
Αφού θεωρεί π.χ. ακόμη και «την βίαιη παρακώλυση της λειτουργίας οργάνων ΑΕΙ» (όλοι θυμόμαστε τα γεγονότα της περιόδου Φορτσάκη, όπου οι Σύγκλητοι πάσχιζαν να εφαρμόσουν με το αποφασίζομεν και διατάσσομεν το νόμο-έκτρωμα της Διαμαντοπούλου) «έγκλημα χαμηλής ποινικής απαξίας», το Πόρισμα της Επιτροπής, για την αντιμετώπιση των καταλήψεων, προτείνει:
♦ Οι διαρκείς καταλήψεις, από ομάδες φοιτητών ή και τρίτων, χώρων των ΑΕΙ, που χρησιμοποιούνται ως τόποι συνέρευσης («στέκια») θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν, με την παραχώρηση από την Κοσμητεία των οικείων Σχολών χώρου ή χώρων για τη συνεύρεση φοιτητών, οι οποίοι θα λειτουργούν υπό αυστηρούς όρους που θα θέτει η Κοσμητεία. Εφόσον δεν είναι δυνατή η ανεύρεση τέτοιων χώρων και οι διαρκείς καταλήψεις εμποδίζουν ακαδημαϊκές λειτουργίες, οι σχετικοί χώροι θα πρέπει να αποδίδονται στις Σχολές με εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας.
♦ Για την αντιμετώπιση των διεκδικητικού χαρακτήρα πρόσκαιρων καταλήψεων χώρων των ΑΕΙ, από φοιτητές ή άλλες ομάδες, με ή δίχως φθορές προτείνονται τα εξής: Συγκρότηση στα ΑΕΙ επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους καθηγητών, φοιτητών και λοιπού προσωπικού, αρμόδιας για τον εντοπισμό, τη συζήτηση και την επίλυση προβλημάτων που διαβλέπεται ότι θα προκαλέσουν αναταραχές στα Πανεπιστήμια. Σύσταση στις επιμέρους Σχολές των ΑΕΙ επιτροπής αρμόδιας για την αντιμετώπιση τυχόν καταλήψεων σε συνεργασία με τους φοιτητές. Κατάρτιση από τις Συγκλήτους των ΑΕΙ Κώδικα Δεοντολογίας για φοιτητές και καθηγητές (οι εμφάσεις δικές μας).
Εμείς σημειώνουμε ότι οι αντιδραστικοί νόμοι που θεσπίζουν οι κυβερνήσεις και επιχειρούν να ενταφιάσουν το δημόσιο Πανεπιστήμιο (π.χ. αναθεώρηση άρθρου 16 του Συντάγματος) ή τις δημοκρατικές ελευθερίες, ή τα εγκλήματα των δυνάμεων καταστολής έναντι του κινήματος, ήταν διαχρονικά η αφορμή για τις πολυήμερες καταλήψεις των πανεπιστημιακών χώρων. Η «συζήτηση» δε μπορεί να δώσει λύσεις σε τέτοιου είδους ζητήματα, όπως ισχυρίζονται οι οπορτουνιστές του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, οι αστικές κυβερνήσεις υποχωρούν κάτω από την ασφυκτική πίεση που τους επιβάλλει το μαζικό, διεκδικητικό, μαχητικό κίνημα. Ολα τα υπόλοιπα είναι ροζ όνειρα για τους αφελείς και τους απολογητές του συστήματος. Επιπλέον, το Πόρισμα επιδιώκει, διά των «εκπροσώπων» των φοιτητών (αλήθεια πώς θα ορίζονται αυτοί;) να εγκλωβίσει το φοιτητικό κίνημα στο στενό κορσέ του «Κώδικα Δεοντολογίας» που θα θεσπίσουν οι Σύγκλητοι των ΑΕΙ!
Μεταξύ των «συνθετικών θέσεων» που διατύπωσε ο Πρόεδρος της Επιτροπής Ν. Παρασκευόπουλος είναι και οι εξής:
♦ Χρήσιμο είναι στο καθένα πανεπιστήμιο να συγκροτείται και να είναι διαθέσιμο ένα δίκτυο υπευθύνων (πρυτάνεων, καθηγητών, φοιτητών, Εισαγγελέα, Αστυνομίας, τοπικών αρχόντων, δημοσιογράφων κλπ), με απαραίτητη τη συμμετοχή και υποδεικνυόμενων από την ίδια τη φοιτητική κοινότητα, φοιτητών, οι οποίοι να επικοινωνούν προς επίλυση των θεμάτων. Το δίκτυο θα συντονίζεται από τον Πρύτανη, ενώ η ταυτότητα των μελών του θα είναι προκαθορισμένη, είτε ατομικά είτε με βάση την τυπική προσωπική ιδιότητα. Το δίκτυο μπορεί να μην έχει πάγια λειτουργία, αλλά να είναι διαθέσιμο μέσω ηλεκτρονικής λίστας επικοινωνίας των μελών.
Δηλαδή, θα υπάρχει μια επιτροπή, στην οποία την πλειοψηφία θα αποτελούν οι στυλοβάτες του συστήματος (πρυτάνεις, εισαγγελείς, τοπικοί άρχοντες, αστυνομία) (ακόμη και στην περίπτωση που υποθέσουμε ότι συμμετέχουν φοιτητές, που θα είναι ως γνωστόν, από τις παρατάξεις-παρακλάδια των αστικών κομμάτων), που θα διευκολύνει την απόφαση του Πρυτανικού Συμβουλίου για την επέμβαση των δυνάμεων καταστολής.
♦ Σε περίπτωση τέλεσης σοβαρών εγκλημάτων (κακουργημάτων, εγκλημάτων κατά της ζωής) η δημόσια δύναμη επεμβαίνει αυτεπάγγελτα και ζήτημα λειτουργίας επιτροπής ασύλου δεν τίθεται. Στην περίπτωση όμως των λοιπών εγκλημάτων (πλημμελημάτων), η λειτουργία του ειδικά προβλεπόμενου οργάνου για τη χορήγηση της άδειας επέμβασης θα διευκολυνόταν αν μπορούσαν να διατυπωθούν κριτήρια για τις σχετικές αποφάσεις.
Τα κριτήρια αυτά, εναπόκεινται φυσικά στα αυτοδιοικούμενα ΑΕΙ και ΤΕΙ, που εφαρμόζουν τη νομοθεσία. Ωστόσο είναι χρήσιμο εδώ να υπομνηστεί μια γενική αρχή του δημοσίου δικαίου που κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος και αφορά σταθμίσεις σε συγκεκριμένη περίπτωση, η αρχή της αναλογικότητας. Η Επιτροπή π.χ. θα πρέπει να σταθμίζει, αν το κόστος ασφάλειας που προκύπτει κάποτε εφόσον μια επιχείρηση δεν λάβει χώρα είναι αντίστοιχο ή μικρότερο της αναστάτωσης της εκπαιδευτικής λειτουργίας, που θα προκύψει – ίσως σε βάθος χρόνου – αν η επιχείρηση διεξαχθεί.
♦ Ο έλεγχος των ανοικτών πανεπιστημιακών χώρων θα διευκολυνθεί σοβαρά, αν αυτοί οριοθετηθούν με τρόπο συμβολικά σαφή ώστε να είναι σαφές σε όλους (φοιτητές, προσωπικό, πολίτες, Αστυνομία) πότε εισέρχονται σε χώρο με ειδικές ανάγκες ελευθερίας και με ιδιομορφίες φύλαξης. Τα ΑΕΙ μπορούν να αποφασίζουν κατά περίπτωση πρόσθετα μέτρα ελέγχου, με σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων… (οι εμφάσεις δικές μας)
Γιούλα Γκεσούλη