Mετά το ΔΝΤ, που χαμήλωσε στο 2% την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού το 2018 (έναντι 2,5% που ήταν η προηγούμενη πρόβλεψή του), ήρθαν οι λεγόμενες εαρινές οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να χαμηλώσουν κι άλλο την πρόβλεψη: στο 1,9%. Για τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, όμως, δεν τρέχει τίποτα. Με ένα non paper μας παρέδωσε ένα μάθημα Οικονομικών, που αν το παρέδιδε στους φοιτητές του θα του πέταγαν σαΐτες. Αυτό το ξέρει και ο ίδιος, γι' αυτό επέλεξε τη διαδικασία του non paper που (υποτίθεται ότι) δεν τον χρεώνει προσωπικά.
Καταρχάς, μας είπε ότι ήταν «γεγονός αναμενόμενο λόγω της αναθεώρησης προς τα κάτω του ρυθμού μεγέθυνσης για το Δ' τρίμηνο του 2017 αλλά και του χαμηλότερου ρυθμού ιδιωτικής κατανάλωσης το 2017». Αφού ήταν αναμενόμενο, γιατί δεν αναφέρεται στον κρατικό προϋπολογισμό που -κατόπιν δικής του εισήγησης- ψήφισε η ελληνική Βουλή, ο οποίος «προβλέπει» ανάπτυξη 2,5%; Γιατί δεν βγήκε ο ίδιος να μας πει έγκαιρα ότι αναμένεται μικρότερη ανάπτυξη; Γιατί ο πρωθυπουργός του εξακολουθεί, σχεδόν σε καθημερινή βάση, να παραμυθιάζει τον ελληνικό λαό με τη σπουδαία αναπτυξιακή δυναμική την οποία πέτυχε ο ΣΥΡΙΖΑ (ενώ στην πραγματικότητα ούτε σπουδαία είναι ούτε στον ΣΥΡΙΖΑ οφείλεται, αλλά είναι η λογική συνέχεια του κύκλου της κρίσης, που κάποια στιγμή θα έκλεινε);
Προσέξτε και μια… λεπτομέρεια: «χαμηλότερος ρυθμός ιδιωτικής κατανάλωσης». Αυτοί δε μας λένε για τη «δίκαιη ανάπτυξη», τα οφέλη της οποίας θα τα καρπωθούν όλοι και όχι μόνο αυτοί που εξακολούθησαν να κερδίζουν και στην κρίση; Πώς γίνεται να πέφτει η ιδιωτική κατανάλωση κάτω από το προβλεπόμενο, ενώ υπάρχει μια -ασθενής έστω- καπιταλιστική ανάπτυξη;
Στη συνέχεια, ο… καθηγητής Τσακαλώτος μας παραδίδει το σημαντικό μάθημα των «δικών του» Οικονομικών. Μας λέει ότι «σημαντικά στοιχεία για την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας συνιστούν οι ακόλουθες προβλέψεις: Για το 2018 η Ελλάδα θα επιτύχει το στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ…».
Τι σχέση έχει ο ρυθμός ανάπτυξης με το «πρωτογενές πλεόνασμα», που είναι ένα καθαρά λογιστικό μέγεθος που αφορά τη δημοσιονομική πολιτική; Το «πρωτογενές πλεόνασμα» το καθορίζουν οι ιμπεριαλιστές δανειστές και το ελληνικό κράτος καλείται να το «πιάσει» με τη φορομπηξία και με το πετσόκομμα μισθών, συντάξεων, κοινωνικών δαπανών. Το 2017, με το ρυθμό ανάπτυξης να περιορίζεται στο 1,4% (έναντι αρχικής πρόβλεψης 2,7%!), το «πρωτογενές πλεόνασμα» εκτινάχτηκε στο 4% του ΑΕΠ. Τόσο άγρια έπεσαν πάνω στον ελληνικό λαό που υπερκάλυψαν τον στόχο του 2,45%.
Δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη για το ότι το «πρωτογενές πλεόνασμα» δε συνδέεται με το ρυθμό ανάπτυξης, αλλά είναι αποτέλεσμα της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής. Υπό «κανονικές» συνθήκες, το δημοσιονομικό αποτέλεσμα ενός καπιταλιστικού κράτους επηρεάζεται άμεσα από το ρυθμό ανάπτυξης. Οσο ψηλότερος είναι ο ρυμός ανάπτυξης, όσο δηλαδή αυξάνεται το ΑΕΠ, τόσο περισσότερα φορολογικά έσοδα μπορεί να συγκεντρώσει το κράτος. Αντίθετα, στην καπιταλιστική Ελλάδα των Μνημονίων, έχουμε το φαινόμενο να δημιουργείται «πρωτογενές πλεόνασμα» σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και σημαντικής πτώσης του ΑΕΠ. Ξέρουμε καλά πώς επιτεύχθηκε αυτό. Με εφιαλτικά φορολογικά χαράτσια και με ακόμα πιο εφιαλτικές μειώσεις μισθών, συντάξεων και εν γένει κοινωνικών δαπανών, καθώς και με μηδενισμό του Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων.
Οσο ήταν στην αντιπολίτευση, και οι συριζαίοι μιλούσαν για «ματωμένα πλεονάσματα» και υποστήριζαν (σωστά), ότι η δημοσιονομική λιτότητα ανατροφοδοτεί την καπιταλιστική ύφεση. Τώρα, ο Τσακαλώτος μας λέει ότι η δημοσιονομική λιτότητα, που μέχρι και το 2022 θα πρέπει να «παράγει» «πρωτογενή πλεονάσματα» ύψους 3,5 του ΑΕΠ, αποτελεί «στοιχείο για την πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας»!
Ολα αυτά τα χρόνια, μόνο ένα δημοσιονομικό μέγεθος έμεινε ανέγγιχτο: η εξυπηρέτηση του κρατικού χρέους. Για την ακρίβεια δεν έμεινε ανέγγιχτο, αλλά ρυθμίστηκε έτσι που να μπορεί το ελληνικό κράτος να αποπληρώνει τις καθορισμένες δόσεις, υπό την προϋπόθεση της σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας. Δεν είναι μόνο το χρέος προς τους σπεκουλάντες του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου, το οποίο ανανεώθηκε με νέο χρέος, προς τα κράτη της Ευρωζώνης, τους ευρωζωνικούς μηχανισμούς (EFSF/ESM) και το ΔΝΤ. Είναι και το λεγόμενο βραχυχρόνιο χρέος (έντοκα γραμμάτια ελληνικού δημοσίου), το οποίο ανανεώνεται κάθε χρόνο με τοκογλυφικούς όρους, προκειμένου να θησαυρίζουν οι λεγόμενες ελληνικές συστημικές τράπεζες που κατέχουν τη συντριπτική πλειοψηφία αυτού του χρέους.
Τα «πρωτογενή πλεονάσματα» έχουν καθοριστεί σε 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και σε «τουλάχιστον 2%» μέχρι το 2060. Ως μεγέθη είναι ανελαστικά. Δε συσχετίζονται με το ΑΕΠ. Αλλωστε, ποιος θα μπορούσε να προβλέψει την πορεία του ΑΕΠ μιας οποιασδήποτε καπιταλιστικής χώρας για έναν χρονικό ορίζοντα μισού αιώνα; Εδώ πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους για χρονικό ορίζοντα ενός-δύο ετών. Επομένως, το «πρωτογενές πλεόνασμα», αντίθετα απ' αυτό που -για λόγους γκεμπελίστικης προπαγάνδας- ισχυρίζεται ο ανεκδιήγητος Τσακαλώτος, είναι ανεξάρτητο από το ΑΕΠ. Είναι ένα λογιστικό μέγεθος που καθορίζεται για να διατηρηθεί αλώβητη για δεκαετίες η σκληρή δημοσιονομική πολιτική, ανεξάρτητα από την πορεία του ΑΕΠ. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι η υποχρέωση «παραγωγής» τόσο υψηλών «πρωτογενών πλεονασμάτων» είναι -εξ ορισμού- αντιαναπτυξιακή, γιατί στερεί πόρους από τις δημόσιες επενδύσεις που μπορούν να δώσουν ώθηση στη γενική καπιταλιστική ανάπτυξη.
Από την άλλη, υπάρχει το περιβόητο «γαλλικό κλειδί» για το χρέος (γαλλικό όχι γιατί το έχει προτείνει η Γαλλία, αλλά γιατί είναι ένας μηχανισμός που ανοιγοκλείνει όπως το γαλλικό κλειδί). Αυτό θα προβλέπει ότι το ελληνικό κράτος θα πρέπει να αποπληρώνει κάθε χρόνο ένα ποσοστό ίσο με το 15% – 20% (το ποσοστό μένει να καθοριστεί, μαζί με όλα τα υπόλοιπα ζητήματα του χρέους) του ΑΕΠ του ελληνικού καπιταλισμού για τοκοχρεολύσια. Βλέπουμε και πάλι την απόλυτη ανελαστικότητα που επιβάλλουν οι ιμπεριαλιστές δανειστές. Θα παίρνουν ένα σταθερό ποσοστό του ΑΕΠ κάθε χρόνο, αδιαφορώντας για τις ανάγκες που θα έχει ο ελληνικός καπιταλισμός. Ετσι, έχουν μετατρέψει το χρέος σε ένα εργαλείο απομύζησης σημαντικού μέρους των αξιών που παράγονται κάθε χρόνο στην καπιταλιστική Ελλάδα.
Μ' αυτόν τον τρόπο, ο ελληνικός καπιταλισμός καταδικάζεται σε χρόνια παρακμή. Ακόμα κι αν για κάποια περίοδο αποκτήσει μια αναπτυξιακή δυναμική, αυτή δε θα μπορεί να ενισχυθεί ιδιαίτερα από το κράτος του. Την απάντηση στο ερώτημα «γιατί δεν αντιδρά η ελληνική αστική τάξη;» θα πρέπει να την αναζητήσουμε στις σχέσεις εξάρτησης που έχουν διαμορφωθεί από τις αρχές του 20ού αιώνα στο παγκόσμιο σύστημα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού. Η ελληνική αστική τάξη ξέρει τα «κιλά» της. Εχει αποδεχτεί (από τα γεννοφάσκια της) ένα ρόλο συμπληρωματικό, ένα ρόλο μεταπραττικό, στο πλαίσιο του διεθνούς καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, όπως τον έχουν καθορίσει τα μονοπώλια και τα ιμπεριαλιστικά κράτη. Εχοντας τοποθετηθεί μέσα σ' αυτό το σύστημα, η ελληνική αστική τάξη έχει κάθε συμφέρον από τη διατήρησή του. Δεν μπορεί να υπάρξει έξω απ' αυτό το σύστημα. Αλλωστε, αυτό το σύστημα, στο πλαίσιο του οποίου το χρηματιστικό κεφάλαιο παίρνει τη μερίδα του λέοντος, εξασφαλίζει τη μέγιστη κερδοφορία και για το ελληνικό κεφάλαιο.
Για να το πούμε με ένα παράδειγμα, όταν το ελληνικό κράτος δανείζεται, δε δανείζεται για να πληρώσει τους δήθεν υπέρογκους μισθούς, τις δήθεν υπέρογκες συντάξεις, τις δήθεν υπέρογκες κοινωνικές δαπάνες. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι μισθοί, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τις ευρωπαϊκές χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Δανείζεται για να αγοράσει όπλα (από τις πολεμικές βιομηχανίες των ιμπεριαλιστικών χωρών), για να πληρώνει την ασυδοσία και την αισχροκέρδεια των κάθε είδους προμηθευτών και εργολάβων του. Δε χρειάζεται να θυμηθούμε τα διάφορα σκάνδαλα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας (σταγόνα στον ωκεανό των πραγματικών σκανδάλων). Αρκεί να θυμηθούμε το μεγάλο σκάνδαλο της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, για την οποία κανείς δε μιλάει, ή το σκάνδαλο των αυτοκινητοδρόμων με τα συνεχή «πανωπροίκια» στους εργολάβους. Αυτό το όργιο της καπιταλιστικής κερδοσκοπίας, στο οποίο συμμετέχει η ελληνική αστική τάξη, γίνεται συνήθως με δανεικά. Το κράτος δανείζεται για να κερδοσκοπούν οι καπιταλιστές, το χρηματιστικό κεφάλαιο των ιμπεριαλιστικών χωρών θησαυρίζει με τα τοκογλυφικά επιτόκια και ο ελληνικός λαός πληρώνει για τα κέρδη και των δύο αυτών ομάδων του κεφαλαίου. Σχηματικά, έτσι δουλεύει το σύστημα. Το οποίο χρησιμοποιεί τους «οικονομολόγους» τύπου Τσακαλώτου για να παραμυθιάζουν τον «κοσμάκη».