Μετράμε ήδη περίπου τρία χρόνια προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα. Ενα τεράστιο κύμα ξεριζωμένων ανθρώπων ήρθε και βρήκε αντί για στοιχειώδεις υποδομές και λειτουργικές διαδικασίες, ένα… μπάχαλο! Με όλη τη σημασία της λέξης. Το μπάχαλο αυτό μοιάζει να είναι σαν κακοφορμισμένη πληγή. Επηρεάζει ό,τι αφορά τη ζωή και την καθημερινότητα ενός πρόσφυγα: την πρόσβασή του στις υπηρεσίες, την ενημέρωσή για τα δικαιώματά του, την περίθαλψη και στέγασή του, την εξασφάλιση ενός πιάτου φαγητού, του ρουχισμού του, της προσωπικής του υγιεινής.
Απ’ αυτό το μπάχαλο γεννήθηκαν περισσότερα. Και όχι, δεν πέφτουμε απ’ τα σύννεφα. Κάπως έπρεπε να καλυφθούν, έστω όπως όπως, οι βασικές ανάγκες αυτών των ανθρώπων. Ξεκίνησε λοιπόν ο αναμενόμενος αγώνας… μάσας και ρεμούλας από τους παντός είδους «σωτήρες» και φιλάνθρωπους. Σα μανιτάρια ξεπηδούσαν τα διάφορα «προγράμματα», κατόπιν ευρωπαϊκής έγκρισης, τα οποία εφάρμοζαν οι αντίστοιχες διεθνείς και εγχώριες ΜΚΟ που λυμαίνονταν τα πολυπόθητα κονδύλια. Προγράμματα στέγασης, σίτισης, ιατρικών υπηρεσιών, νομικής αρωγής και ψυχοκοινωνικής υποστήριξης.
Και εξηγούμαστε. Ας πάρουμε μια τυπική περίπτωση πρόσφυγα (ή οικογένειας προσφύγων) που έφτασε μόλις στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα ισχύοντα δεδομένα, δικαιούται στέγαση, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, πρόσβαση στην παιδεία και -υπό αυστηρές προϋποθέσεις- ένα πενιχρό χρηματικό βοήθημα προκειμένου να καλύψει τις ανάγκες επιβίωσης. Ειδικά στο κομμάτι της στέγασης, βάσει των προγραμμάτων και των κονδυλίων που διετίθεντο κυρίως από την Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, μπορούσε να διαμείνει σ’ ένα σπίτι, μαζί με άλλα άτομα. Ολα αυτά, για όσο διάστημα εκκρεμεί το αίτημα διεθνούς προστασίας ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.
Με τα πολλά, φτάνει η μέρα της συνέντευξης. Ο πρόσφυγας περνάει τις πύλες της Υπηρεσίας Ασύλου και καλείται να πει ούτε λίγο ούτε πολύ την ιστορία της ζωής του και να πείσει τον χειριστή της Υπηρεσίας για το λόγο της φυγής από τη χώρα του. Στο πιο αισιόδοξο σενάριο, λαμβάνει θετική απόφαση και πια αναγνωρίζεται με το καθεστώς της διεθνούς προστασίας στην Ελλάδα.
Πρόβλημα πρώτο: ήδη, με την επίδοση της θετικής απόφασης θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι που διαμένει. Διότι, βασικότερη προϋπόθεση για να παραμείνει είναι να εκκρεμεί το αίτημά του. Ομως, τώρα που αναγνωρίστηκε, θεωρητικά… αναβαθμίστηκε. Εγινε σαν όλους τους έλληνες πολίτες. Μπορεί να βγει και να διαλέξει ένα σπίτι μόνος του, να το νοικιάσει και να μείνει. Εύκολα πράγματα για έναν πρόσφυγα που δε γνωρίζει τη γλώσσα, δεν έχει λάβει πιθανόν κάποια εκπαίδευση και δεν έχει στέγη! Πώς θα εργαστεί για να αποκτήσει ένα εισόδημα και να μπορεί να αυτοσυντηρείται, αφού όσο καιρό διέμενε στην Ελλάδα δεν είχε ουσιαστική πρόσβαση στην εκμάθηση της γλώσσας; Πώς θα εργαστεί χωρίς ΑΜΚΑ και ΑΦΜ νόμιμα, αφού δεν έχει ουσιαστική πρόσβαση στις αρμόδιες υπηρεσίες (όπως έχουμε γράψει και σε προηγούμενο άρθρο); Πολύ απλά, δε θα εργαστεί.
Πρόβλημα δεύτερο: Ως αιτούντες και εφόσον στεγάζονται είτε σε διαμέρισμα είτε σε camp μπορούν επίσης να ζητήσουν και να λάβουν ένα οικονομικό βοήθημα, είτε υπό μορφή cash card (κάρτας μετρητών), στην οποία πιστώνεται ένα ποσό το μήνα για την κάλυψη, χοντρικά, των βασικών ειδών από το σουπερμάρκετ, είτε υπό τη μορφή κουπονιών που αφορούν πάλι συγκεκριμένα προϊόντα. Τουλάχιστον, θα πει κάποιος, θα λαμβάνει αυτό το βοήθημα. Αμ δε! Το οικονομικό βοήθημα διακόπτεται για τους αναγνωρισμένους πρόσφυγες, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, μόλις ένα εξάμηνο μετά την επίδοση σ’ αυτούς της θετικής απόφασης. Με ποια λογική; Με τη λογική του παραλόγου! Διότι, ως αναγνωρισμένοι, μπορούν πλέον να εργαστούν και να βιοποριστούν μόνοι τους. Και όχι απλώς να εργαστούν αλλά να εργαστούν και άμεσα. Δηλαδή, μέσα σ’ ένα εξάμηνο.
Απ’ όλα τα παραπάνω ένα είναι το συμπέρασμα που προκύπτει αβίαστα: καλύτερα να παραμείνεις αιτών άσυλο και να είσαι μια ζωή στην αναμονή και την ανασφάλεια παρά να αναγνωριστείς δικαιούχος διεθνούς προστασίας και να πρέπει να διασφαλίσεις τα πάντα μόνος σου σ’ ένα περιβάλλον εντελώς ξένο και άγνωστο. Γιατί ξαφνικά πρέπει να σταθείς στα πόδια σου χωρίς τα κατάλληλα εφόδια, χωρίς στέγη και χρηματική βοήθεια.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που πλέον έχει διαπιστωθεί έντονα το φαινόμενο αιτούντες άσυλο να «τρενάρουν» οι ίδιοι, μόνοι τους, τις διαδικασίες του ασύλου τους. Φανταστείτε πόση απελπισία έχουν που αποφασίζουν, ενώ έχουν περάσει πλείστα όσα βάσανα, ν’ αναβάλλουν στο διηνεκές την εξέταση της υπόθεσής τους προκειμένου να επωφεληθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από τα όποια ωφελήματα υπάρχουν μέχρι να δουν πώς θα τα βολέψουν στη ζωή τους. Κι αυτή είναι η καλή βερσιόν. Γιατί υπάρχει και η άλλη. Η σκοτεινότερη. Υπάρχουν κι αυτοί οι πρόσφυγες που βρίσκονται σε τέτοιο στάδιο που το μόνο που περιμένουν είναι να κοπάσει ο πόλεμος στις χώρες τους και να επιστρέψουν εκεί να συνεχίσουν όπως όπως τις ζωές τους.
Και κάπως έτσι όλα χάνουν το νόημά τους. Ο δικαιούχος διεθνούς προστασίας, που στο διεθνές δίκαιο θεωρείται ο άνθρωπος που αναγνωρίζεται από ένα κράτος ότι διώκεται στη χώρα του κατά τέτοιο τρόπο που μια πιθανή επιστροφή του θα σήμαινε το θάνατο ή τη σοβαρή βλάβη του, καταντά να είναι στη σημερινή Ελλάδα ένας άνθρωπος δίχως μέλλον. Ενας άνθρωπος που πάνω του ασκούνται με βία όλες οι απάνθρωπες πρακτικές των ιμπεριαλιστικών κρατών και των υποτελών τους κυβερνήσεων.