Δύο χιλιάδες δεκαεπτά
ως πότε, σύντροφοι, με τα σκατά;
Πιστή (piss tea) στη γραμμή Αυλωνίτη (του Βασίλη) η βουλευτίνα του κυβερνητικού θιάσου Αυλωνίτου: πνεύμα και ηθική! Μπουζούκια, ώπα-ώπα και ευτυχισμένες στιγμές τύπου «είμαι άνετη, είμαι και η πρώτη», ευθυγραμμισμένα όλα στη γραμμή Γεροβασίλη, στα… πνευματικά κέντρα όπου τραγουδούν οι χρυσαυγίτες φίλοι του εξουσιαστικού σιναφιού τους. «Βίοι παράλληλοι» όπως έλεγε κι ένας άλλος Πλούταρχος.
«Ο εργάτης είναι πτωχός και ουδένα λόγον έχει να είναι ευχαριστημένος εκ της καταστάσεώς του. Συναισθάνεται ότι είναι αδικημένος από την κοινωνίαν και αν δεν το συναισθάνεται, η αναισθησία αύτη είναι κακόν έτι χειρότερον από την πτωχείαν. Ο εργάτης οφείλει να γνωρίζει ότι μόνη η εργασία του είναι οπού παράγει όλα τα αγαθά του βίου και οφείλει προσέτι να γνωρίζει ότι άλλος χαίρεται και απολαμβάνει τα αγαθά ταύτα. Ας το είπωμεν καθαρά: Η τάξις των κεφαλαιούχων εξουσιάζει τα μέσα της παραγωγής του πλούτου της χώρας -δηλαδή τα εργοστάσια, τα ατμόπλοια, τους σιδηροδρόμους, τας τραπέζας και το έδαφος. Δια να προμηθευθείς ενδύματα, τροφάς και στέγην πρέπει να γίνει χρήσις και του εδάφους και των μηχανών. Εάν λοιπόν μία τάξις εξουσιάζει αυτά τα απαραίτητα μέσα της παραγωγής, είναι προφανές ότι η τάξις αύτη ημπορεί ν’ απαιτήση παρά σού του εργάτου (παρά της τάξεως δηλαδή η οποία δεν τα εξουσιάζει) οσονδήποτε ενοίκιον ευαρεστείται δια την χρήσιν αυτών. Και τι ευαρεστείται να απαιτεί; Παν ό,τι παράγεις, εκτός μόνον του ολίγου εκείνου το οποίον καλείται “μισθός“ και το οποίον σου επιτρέπει να κρατείς, τόσον μόνον όσον αρκεί να συντηρείς την απλήν ύπαρξίν σου» (Πλάτων Δρακούλης).
Τα εκκολαπτήρια του φασισμού, του ναζισμού και του ρατσισμού δεν είναι τίποτε σκοτεινά γραφεία αρχιερέων και αρχιδιακόνων (αρχή δια κώνων) του καπιταλισμού που μετράνε πώς να τη βγάλουν λίγο ακόμα. Εδώ και καιρό είναι πια οι φτωχογειτονιές και οι εργατουπόλεις, που σαν… ψεκασμένες από υδροχλωρικό οξύ σιγοβράζουν και σιγολιώνουν κάτω του. Το δηλητήριο απλώνεται παντού σ' αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς. Και θα γίνεται όλο και χειρότερο ως την ύστατη στιγμή…
«Στην αργατιά, στη χωριατιά, το χιόνι, η γρίπη, η πείνα, οι λύκοι, ποτάμια, πέλαγα, στεριές, ξολοθρεμός και φρίκη. Χειμώνας άγριος κι η φωτιά καλοκαιριά στην κάμαρά μου. Ντρέπομαι για τη ζέστα μου και για την ανθρωπιά μου» (Κωστής Παλαμάς – «Ο δωδεκάλογος του γύφτου»).
«Στον “Δωδεκάλογο του γύφτου“ καθρεπτίζεται όλη η αγανάχτηση και το ξεσήκωμα του ποιητή ενάντια στην εθνικιστική αρχαιοκαπηλεία και τη βυζαντινή αποτελμάτωση, ενάντια στους πατριδέμπορους αφανιστές, που στο όνομα της “λατρείας“ και της συνέχισης των αρχαίων και βυζαντινών ξεπουλούσαν και κατάστρεφαν το έθνος. Μα ο ποιητής δεν σταματά εδώ. Γκρεμίζοντας τα είδωλα και μαστιγώνοντας αλύπητα τους τυμβωρύχους σαλπίζει ένα καινούργιο, όχι εθνικιστικό μα λαϊκό, ξεσήκωμα για κάτι το καινούργιο και το άφταστο, που ξεπερνά ακόμα και τα τοπικά σύνορα και ανυψώνεται σε κάτι το πιο γενικό, σε κάτι το καθολικό, το διεθνιστικό. Και δεν είναι μονάχα αυτό. Ο ποιητής, όσο φυσικά του το επέτρεπαν οι κοινωνικές συνθήκες και το νεοελληνικό ξετύλιγμα στα τέλη του περασμένου αιώνα, έψαξε να βρει τις καινούργιες κοινωνικές δυνάμεις, ένα άλλο πρωτοποριακό ανθρώπινο υλικό, για να χτίσει μ' αυτό το καινούριο οικοδόμημα που οραματίστηκε στο πονεμένο και ξυπνημένο απ' τον εξευτελισμό μυαλό του. Η λυρική σκέψη στον “Δωδεκάλογο του γύφτου“ δεν στέκεται ήσυχη. Περπατάει παραδέρνοντας και παίρνει τρόπους διαφορετικούς και πάει από της πικρής άρνησης τα πειράγματα και τα μοιρολόγια, στα θριαμβευτικά σαλπίσματα της πίστης κι από την αμφιβολία και τον μηδενισμό, στο διαλάλημα της ενέργειας, της προκοπής, της αντρίκιας αγάπης, της πεποίθησης προς το ωραίο, κάτι που μέλλεται. “Ο ήρωας μου χαλαστής και πλάστης, με την αράδα“… Ο Παλαμάς δεν λιβανίζει, μα χτυπά αμείλιχτα τους κάθε λογής εκμεταλλευτές πατριδέμπορους και όλο το οικοδόμημά τους και δείχνει στο έθνος έναν καινούργιο δρόμο» (Νίκος Ζαχαριάδης).
Κοκκινοσκουφίτσα