Αν θέλαμε να το καλαμπουρίσουμε, θα λέγαμε ότι στην τέταρτη (και τελευταία) ψηφοφορία για την προεδρία του Ευρωκοινοβούλιου βρέθηκαν αντιμέτωπα στελέχη της ιταλικής κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ο εκλεγείς Αντόνιο Ταγιάνι ανήκει στο κόμμα του Μπερλουσκόνι και ο ηττηθείς Τζιάνι Πιτέλα στο κόμμα του Ρέντσι, που και τα δύο στηρίζουν την κυβέρνηση Τζεντιλόνι (όπως και τις κυβερνήσεις Ρέντσι και Λέτα, που προηγήθηκαν). Καμία σχέση, όμως.
Αυτό που συνέβη στο Ευρωκοινοβούλιο σηματοδότησε τη ρήξη του «μεγάλου συνασπισμού» Λαϊκών-Σοσιαλδημοκρατών-Φιλελεύθερων, που διοικούσε το Ευρωκοινοβούλιο τα τελευταία χρόνια, ακολουθώντας έναν κανόνα μοιρασιάς των θεσμικών πόστων της ΕΕ ανάμεσα στα δύο μεγάλα ρεύματα (χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες): όταν πρόεδρος της Κομισιόν ήταν σοσιαλδημοκράτης, συμφωνούσαν και εξέλεγαν στο Ευρωκοινοβούλιο χριστιανοδημοκράτη (και αντιστρόφως). Αυτή τη φορά, μολονότι ο πρόεδρος της Κομισιόν είναι χριστιανοδημοκράτης (Γιούνκερ), όπως και ο πρόεδρος του Συμβουλίου (Τουσκ), οι χριστιανοδημοκράτες απαίτησαν και την προεδρία του Ευρωκοινοβούλιου, μετά την παραίτηση του σοσιαλδημοκράτη Σουλτς, επικαλούμενοι τον κανόνα της εναλλαγής. Οι σοσιαλδημοκράτες έσπασαν το «μεγάλο συνασπισμό» και έστησαν συμμαχία με τους Πράσινους και την Ενωτική Αριστερά, μπας και καταφέρουν να εκλέξουν τον Πιτέλα. Ομως, το Λαϊκό Κόμμα κατάφερε να «αγοράσει» τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες του Φέρχοφσταντ και να εκλέξει άνετα τον Ταγιάνι.
Ολ' αυτά δεν είναι άσχετα από την εκλογική περίοδο που έχει ανοίξει σε βασικά ιμπεριαλιστικά κέντρα της ΕΕ (Ολλανδία, Γαλλία, Γερμανία). Η ευρωπαϊκή Δεξιά θέλει να κρατήσει τη δύναμή της, καθώς απειλείται από την Ακροδεξιά, ενώ η Σοσιαλδημοκρατία είναι γενικώς σε πτώση.