Τον περασμένο Δεκέμβρη, στο μηνιαίο Δελτίο Οικονομικής Δραστηριότητας, ο ΣΕΒ εξέφραζε την ανησυχία του για τη συνέχιση της μνημονιακής πολιτικής και μετά το 2018. Υπό το χαρακτηριστικό τίτλο «Το μετέωρο βήμα προς την ανάπτυξη», το συνδικάτο των καπιταλιστών προειδοποιούσε: «Πέρα από τις παραπάνω εξελίξεις, η χώρα εφαρμόζει ένα αυστηρό πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής, το οποίο, σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup της 5/12/2016, πρόκειται να συνεχιστεί και μετά το 2018, δημιουργώντας ανησυχίες στην αγορά για περαιτέρω αύξηση της υπερφορολόγησης και εξασθένιση της αναπτυξιακής δυναμικής που διαμορφώνεται».
Αυτό, όμως, ήταν περισσότερο ένας καπνός παραλλαγής, προκειμένου να περάσουν στην ουσία: «Σίγουρα, η επίτευξη των στόχων του προγράμματος προσαρμογής είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, η εξαγγελία του Πρωθυπουργού στις 8/12/16 για εφάπαξ παροχές, ύψους €617 εκατ., κυρίως προς χαμηλοσυνταξιούχους, συνιστά -εν μέσω της διαπραγμάτευσης- πράξη υψηλού πολιτικού ρίσκου και αμφίβολης οικονομικής αποτελεσματικότητας. Οι παροχές αυτές χρηματοδοτούνται από την προσωρινή υπεραπόδοση των εσόδων του προϋπολογισμού, λόγω της εφαρμογής διοικητικών μέτρων είσπραξης φόρων μέσω μαζικών κατασχέσεων και άλλων μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης, σε μία φορολογική βάση που στενάζει από την υπερφορολόγηση και που, ως εκ τούτου ωθείται στη φοροδιαφυγή και την αποδιαμεσολάβηση από το τραπεζικό σύστημα. Λαμβάνει, μάλιστα, χώρα σε μία συγκυρία όπου η μη ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης καθυστερεί την εκταμίευση €6,1 δισ., οι υποχρεώσεις του δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα διατηρούνται σε υψηλό επίπεδο (€6,3 δισ. στο τέλος Οκτωβρίου), και μόλις απωλέσθησαν €400 εκατ. από την ανεπιτυχή προσπάθεια ιδιωτικοποίησης της ΔΕΣΦΑ. Η κυβέρνηση θα είχε πολύ μεγαλύτερα περιθώρια άσκησης κοινωνικής πολιτικής αν δρομολογούσε μια πιο φιλοαναπτυξιακή πολιτική με στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις προς την πραγματική οικονομία».
Ενα μήνα μετά, στο επόμενο Μηνιαίο Δελτίο, οι καπιταλιστές εγκαταλείπουν την υποκριτική ανησυχία για τη συνέχιση του «αυστηρού πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής» και μετά το 2018 και επικεντρώνονται στο στόχο τους, απαιτώντας από τη συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση: «Ο ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται σε θετικό έδαφος το 2016, όπως δείχνουν τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία. Ωστόσο, αυτό από μόνο του δεν προεξοφλεί ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρηθεί σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, ιδίως αν σημειώνονται καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική προσαρμογή. (…) Στη βάση των παραπάνω εξελίξεων, η διακοπή της 2ης αξιολόγησης στις αρχές Δεκεμβρίου 2016 και η επιστροφή της αβεβαιότητας γύρω από την ολοκλήρωσή της, υπονομεύει τη δυναμική που δημιουργήθηκε στην οικονομία κατά το 2ο εξάμηνο, άρα και τις προβλέψεις για ανάπτυξη το 2017. Κάθε καθυστέρηση επιβαρύνει τα μακροοικονομικά σενάρια -και άρα τις διαπραγματεύσεις- και λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία για τον περαιτέρω εγκλωβισμό της οικονομίας στο αρνητικό σπιράλ της αβεβαιότητας και της αποεπένδυσης. Αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο δυσχεραίνει διαχρονικά την επιστροφή της οικονομίας σε σταθερή ανάπτυξη».
Οπως αντιλαμβάνεστε, οι καπιταλιστές δε διαφωνούν καθόλου με το μνημονιακό πλαίσιο. Απλά, εκδηλώνουν για μια φορά ακόμα το φαταουλισμό τους. Θα ήθελαν ακόμα και αυτή η οριακή φιλανθρωπική πολιτική της κυβέρνησης (όπως το βοήθημα που έδωσε το Δεκέμβρη στους χαμηλοσυνταξιούχους) να μην υπάρχει, αλλά τα λεφτά να πάνε -με διάφορους τρόπους- στα δικά τους ταμεία (αυτό σημαίνει η έκφραση «στοχευμένες φορολογικές ελαφρύνσεις προς την πραγματική οικονομία»).
Από την άλλη, δείχνουν πλήρη αδιαφορία για τις πολιτικές ανάγκες που έχει μια κυβέρνηση και ένα κυβερνών κόμμα που εδώ και καιρό δε βρίσκεται σε άνοδο αλλά σε πτώση. Απαιτούν από τον Τσίπρα να υπογράψει «εδώ και τώρα» ό,τι του ζητούν οι ιμπεριαλιστές δανειστές, χωρίς να παίξει το θέατρο της «σκληρής διαπραγμάτευσης» (που το έπαιζαν και οι προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις), χωρίς να προσπαθήσει να σπρώξει προς τα πίσω κάποιες ρυθμίσεις, χωρίς να επιδιώξει να σώσει κάποια προσχήματα.
Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ κάλπαζε προς την εξουσία, σημαντική μερίδα των διοικούντων το συνδικάτο των καπιταλιστών (μεταξύ των οποίων ο πρώην πρόεδρος Δασκαλόπουλος και ο νυν Φέσσας) στήριζε απροκάλυπτα τον Τσίπρα, σε βαθμό που άλλοι καπιταλιστές να δυσανασχετούν. Κάθε άλλο παρά χαμένοι βγήκαν απ' αυτή τη στήριξη. Ο Τσίπρας ολοκλήρωσε τη μνημονιακή προσαρμογή του πολιτικού συστήματος και καταδίκασε στην αφάνεια τη λεγόμενη αριστερή μερίδα του κόμματός του. Τώρα που ο Τσίπρας έχει πάρει την κατιούσα, οι καπιταλιστές ποντάρουν σε άλλο «άλογο» και γι' αυτό ανεβάζουν τους τόνους της κριτικής τους προς τη συγκυβέρνηση.