Στις 24 του Μάρτη ολοκληρώνεται ο πρώτος γύρος των διαπραγματεύσεων για τον τερματισμό του πολέμου στη Συρία, που ξεκίνησε στις 14 Μάρτη, με το φλέγον ζήτημα της τύχης του Ασαντ να παραμένει ανοιχτό, γεγονός που εμποδίζει οποιαδήποτε ουσιαστική πρόοδο στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Το σχέδιο που προωθεί ο ειδικός μεσολαβητής του ΟΗΕ στις διαπραγματεύσεις είναι η συγκρότηση μέσα σε έξι μήνες ενός μεταβατικού κυβερνητικού σώματος με εκτελεστικές εξουσίες που θα καταρτίσει ένα νέο σύνταγμα και θα προχωρήσει σε προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές μέσα σε 18 μήνες. Στο σχέδιο αυτό κατέληξαν οι ΗΠΑ, η Ρωσία και οι λοιπές εμπλεκόμενες πλευρές σε προηγούμενο στάδιο των διαπραγματεύσεων, χωρίς να γίνεται καμιά αναφορά στο ρόλο του Ασαντ κατά τη μεταβατική περίοδο, με τη Ρωσία να επιμένει ότι το πολιτικό του μέλλον πρέπει να κριθεί από το λαό μέσω εκλογών. Αυτό το κρίσιμο ζήτημα τίθεται ξανά επί τάπητος στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης, για το οποίο το παζάρι θα είναι πολύ σκληρό, καθώς τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα διεκδικούν το μεγαλύτερο δυνατό μερίδιο στη νομή της εξουσίας, με βάση φυσικά το συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται σε κάθε φάση.
Η αντιπροσωπία της συριακής κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις της Γενεύης, έχοντας με το μέρος της το συσχετισμό δυνάμεων, μετά τη ρωσική αεροπορική επέμβαση, απέκλεισε, τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση, κάθε συζήτηση για το πολιτικό μέλλον του Ασαντ. Ο επικεφαλής της Μπασάρ Τζαφάρι δήλωσε σε συνέντευξή του ότι το μέλλον του Ασαντ δεν έχει καμιά σχέση με τις διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου, επιμένοντας ότι προτεραιότητα παραμένει ο πόλεμος κατά της «τρομοκρατίας», και κατηγόρησε την αντιπολίτευση ότι υποστηρίζει «τρομοκράτες», κωλυσιεργεί και αρνείται να πάρει μέρος σε ένα κοινό μέτωπο κατά της «τρομοκρατίας», την Τουρκία ότι βοηθά τους τζιχαντιστές, το Ισραήλ ότι περιθάλπει στα νοσοκομεία του «τρομοκράτες» και το Κατάρ ότι πληρώνει τους λογαριασμούς για τα νοσήλιά τους.
Η αντιπροσωπία της αντιπολίτευσης που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις κατηγορεί το καθεστώς Ασαντ ότι σπαταλά το χρόνο για να καθυστερήσει τις διαπραγματεύσεις και ότι έχει καταθέσει ένα πολύ γενικό κείμενο με οχτώ αρχές άσχετο με το σχηματισμό μεταβατικής κυβέρνησης. Ο επικεφαλής της αντιπροσωπίας Μοχάμεντ Αλούς, πολιτικός εκπρόσωπος των ανταρτών του «Στρατού του Ισλάμ», που υποστηρίζεται από τη Σαουδική Αραβία και ελέγχει περιοχές κυρίως κοντά και νότια της Δαμασκού, δήλωσε σε συνέντευξη Τύπου στις 21 Μάρτη ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να δεχτεί τον Μπασάρ Ασαντ ως μέλος του μεταβατικού σώματος, το οποίο πρέπει να έχει όλες τις εξουσίες στα χέρια του, του προέδρου, της κυβέρνησης, της Βουλής και της Δικαιοσύνης. Και πρόσθεσε ότι αν φύγει ο Ασαντ και 1.000 ακόμη εγκληματίες του καθεστώτος, οι πρόσφυγες μπορούν να γυρίσουν στη Συρία, ενώ κάλεσε το Λευκό Οίκο και τους Ευρωπαίους να πιέσουν τη Ρωσία να ασκήσει την επιρροή της στον Ασαντ προκειμένου να αντιμετωπίσει σοβαρά τις διαπραγματεύσεις. Επίσης, η αντιπολίτευση απορρίπτει κάθε προσπάθεια της συριακής κυβέρνησης να μεταθέσει τον επόμενο γύρο των διαπραγματεύσεων, ο οποίος έχει οριστεί να ξεκινήσει στις 4 Απρίλη, μετά τις βουλευτικές εκλογές τις οποίες προκήρυξε το καθεστώς Ασαντ, ως ένδειξη αυτοπεποίθησης και ισχύος, για τις 13 Απρίλη.
Από την πλευρά του, ο ειδικός μεσολαβητής του ΟΗΕ Στάφαν ντε Μοστούρα εξέφρασε την απογοήτευσή του για την τακτική της συριακής αντιπροσωπίας, λέγοντας ότι την έχει πιέσει για να δώσει συγκεκριμένες θέσεις για το ζήτημα της πολιτικής μετάβασης για να λάβει από το Μπασάρ Τζαφάρι την απάντηση ότι είναι πρόωρη η συζήτηση γι’ αυτό το θέμα.
Είναι δεδομένο ότι τη στιγμή που το καθεστώς Ασαντ κερδίζει στρατιωτικά δεν μπορεί να χάσει πολιτικά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Αυτό που, όπως φαίνεται, επιδιώκει σ’ αυτή τη φάση χρονοτριβώντας στις διαπραγματεύσεις είναι να κερδίσει χρόνο για να ανακτήσει περισσότερα εδάφη από τους αντάρτες και να ενισχύσει περισσότερο τη θέση του στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Σημειωτέον ότι τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές βρίσκεται σε εξέλιξη μεγάλη επιχείρηση του κυβερνητικού στρατού, με την υποστήριξη ρωσικών βομβαρδισμών, με στόχο την ανακατάληψη της Παλμύρα από το ISIS και στη συνέχεια της Ράκα, της πρωτεύουσας του Ισλαμικού κράτους.
Είναι επίσης βέβαιο ότι δεν μπορεί να υπάρξει σταθερή πολιτική λύση που να οδηγήσει στον τερματισμό του πολέμου με την παραμονή του Ασαντ στην εξουσία και χωρίς να παραχωρηθεί μέρος της εξουσίας στους αντιπάλους του καθεστώτος Ασαντ. Γι’ αυτό και το Κρεμλίνο, παρόλο που υποστηρίζει την παραμονή του Ασαντ με κάποιο τρόπο στην εξουσία στο διάστημα μιας μεταβατικής κυβερνητικής λύσης, γνωρίζει ότι πρέπει σε επόμενη φάση να παραμεριστεί, διαφορετικά το αδιέξοδο θα συνεχίζεται. Αυτό που έχει σημασία είναι να παραμείνει το Μπάαθ στο πολιτικό γίγνεσθαι και να διατηρηθούν οι δομές του κρατικού μηχανισμού για να εξασφαλιστεί η συνέχεια και να αποφευχθεί το προηγούμενο της Λιβύης ή του Ιράκ. Τα υπόλοιπα θα καθοριστούν από το συσχετισμό δυνάμεων που θα διαμορφωθεί στρατιωτικά και κατά συνέπεια πολιτικά.
Από την άλλη, η αντιπολίτευση, με την υποστήριξη κυρίως των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας, πατώντας στο ότι οι αντάρτες έχουν μεν αποδυναμωθεί αλλά δεν έχουν ηττηθεί, πιέζει για να αποσπάσει υποχωρήσεις από το καθεστώς Ασαντ, γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να πετύχει, με το σημερινό συσχετισμό δυνάμεων σε βάρος της, την άμεση αποπομπή του Ασαντ και της κλίκας του από την εξουσία. Πιέζει στρατιωτικά και πολιτικά, εκτός των άλλων, μέσω της Τουρκίας και της Σαουδικής Αραβίας. Η μεν Τουρκία εξακολουθεί να υποστηρίζει και να εξοπλίζει ένοπλες ομάδες που δρουν στο έδαφος της Συρίας, ενώ συνεχίζει να χτυπά θέσεις των Κούρδων της Συρίας. Η δε Σαουδική Αραβία, εκτός από τις ομάδες των ανταρτών που υποστηρίζει ανοιχτά και εξοπλίζει, επιχειρεί να απομονώσει και να αναγκάσει τη Χεσμπολά να αποσύρει τις δυνάμεις της από τη Συρία με οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς εναντίον του Λιβάνου.
Τον περασμένο μήνα, η σαουδαραβική μοναρχία ανακοίνωσε τη διακοπή οικονομικής βοήθειας 4 δισ. δολαρίων για το Λίβανο, από την οποία τα 3 δισ. προορίζονταν για τον εξοπλισμό του λιβανέζικου στρατού, ενώ στα τέλη του Φλεβάρη, η Σαουδική Αραβία, τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Κουβέιτ και το Μπαχρέιν με ταξιδιωτική οδηγία κάλεσαν τους πολίτες τους να εγκαταλείψουν το Λίβανο και να αποφεύγουν να ταξιδεύουν εκεί.
Στις 2 του Μάρτη, το αποκαλούμενο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Σαουδική Αραβία, Εμιράτα, Κατάρ, Κουβέιτ, Μπαχρέιν και Ομάν) χαρακτήρισαν τη Χεσμπολά «τρομοκρατική οργάνωση» και ακολούθησε στις 11 του Μάρτη ο Αραβικός Σύνδεσμος, με εξαίρεση το Ιράκ και το Λίβανο, που διατύπωσαν «επιφυλάξεις». Σημαντικό όπλο στη φαρέτρα τους αποτελεί επίσης το μισό εκατομμύριο Λιβανέζοι που εργάζονται στις χώρες του Κόλπου, σοβαρή οικονομική γραμμή ζωής για τη χώρα. Ηδη, το Μπαχρέιν έχει προχωρήσει σε απελάσεις Λιβανέζων κατηγορώντας τους για σχέσεις με τη Χεσμπολά, ενώ το σαουδαραβικό υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε ότι όποιος πολίτης ή κάτοικος υποστηρίζει, φέρεται ως μέλος της Χεσμπολά, τη συμπαθεί ή προωθεί τις ιδέες της, κάνει δωρεές ή επικοινωνεί μαζί της ή περιθάλπει κάποιον που ανήκει σ’ αυτήν θα τιμωρείται αυστηρά με βάση την αντιτρομοκρατική νομοθεσία, ενώ οι ξένοι που εργάζονται ή κατοικούν στη χώρα θα απελαύνονται.
Αν λάβουμε υπόψη ότι η Χεσμπολά είναι πολιτικά, κοινωνικά και στρατιωτικά η ισχυρότερη δύναμη στο Λίβανο και ότι η στρατιωτική της πτέρυγα είναι ισχυρότερη από το λιβανέζικο στρατό και λειτουργεί αυτόνομα, είναι φανερό ότι τα μέτρα αυτά υπονομεύουν την ειρήνη, τη σταθερότητα και την ενότητα του Λιβάνου.
Τέλος, εκτός των διαπραγματεύσεων της Γενεύης έμειναν και σ’ αυτό το γύρο οι Κούρδοι της Συρίας, που εκπροσωπούνται κυρίως από το «Κόμμα Δημοκρατικής Ενωσης» (ΡΥD) και την ένοπλη πολιτοφυλακή των «Δυνάμεων Λαϊκής Προστασίας» (YPG). Στις 16 του Μάρτη, 200 περίπου εκπρόσωποί τους συνήλθαν και ανακήρυξαν τις τρεις επαρχίες που βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους κατά μήκος των συνόρων της Συρίας με την Τουρκία, από τον Ευφράτη ποταμό μέχρι τα σύνορα του Ιράκ, ως αυτοδιοικούμενη ομοσπονδιακή περιοχή της Συρίας, με στόχο κυρίως να ασκήσουν πίεση για να εξασφαλίσουν τη συμμετοχή τους στις διαπραγματεύσεις, στην οποία αντιτίθεται κυρίως η Τουρκία. Αυτό που αξίζει να σημειωθεί δεν είναι η αναμενόμενη αντίδραση της Τουρκίας, της Ουάσιγκτον (προσεγμένη λόγω στρατιωτικής συνεργασίας με τoυς Κούρδους της Συρίας ) και της Δαμασκού, αλλά της αντιπολίτευσης που συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις και ομάδων ανταρτών, κάποιες από τις οποίες εκπροσωπούνται στις διαπραγματεύσεις, οι οποίες ταυτίζονται με τη θέση της Τουρκίας. Σε ανακοίνωσή τους, μεταξύ άλλων, αρνούνται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των Κούρδων, χαρακτηρίζουν την απόφασή τους «σχέδιο διαμελισμού» της Συρίας και προσπάθεια «εγκαθίδρυσης των ρατσιστικών, εθνικιστικών και σεχταριστικών οντοτήτων», παραλληλίζουν τις οργανώσεις των Κούρδων με το ISIS και χαρακτηρίζουν το PYD και την πολιτοφυλακή YPG «τρομοκράτες».