Η αιφνιδιαστική επίσκεψη του Κούλη στις λάσπες της Ειδομένης την περασμένη Τρίτη δεν ήταν απλά μια τζάμπα επίδειξη ανθρωπιστικής ευαισθησίας, σαν αυτές που κάνουν πολλοί και διάφοροι τον τελευταίο καιρό. Είχε καθαρά πολιτικό περιεχόμενο και σήμανε μια αμυντικού χαρακτήρα αντεπίθεση της ΝΔ. Σκληρή επίθεση ενάντια στην κυβέρνηση, για να υλοποιήσει την άμυνα που θα μπορούσε να έχει την κωδική ονομασία «όχι οικουμενική κυβέρνηση».
Ο Κούλης πήγε στην Ειδομένη χωρίς να ειδοποιήσει την κυβέρνηση, ως είθισται στις επισκέψεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που συνήθως τον υποδέχεται ο αρμόδιος υπουργός. Πήγε απροειδοποίητα για να περιγράψει μετά μια εικόνα ρημαδιού και απόλυτης εγκατάλειψης. Και βέβαια, ήξερε τι θα βρει και είχε έτοιμη τη δήλωση. Ξεκίνησε μ' ένα κρεσέντο ανθρωπιστικής ευαισθησίας και πόνου: «Η κατάσταση που είδα στην Ειδομένη είναι μια γροθιά στο στομάχι για τη χώρα μας, για όλη την πολιτισμένη Ευρώπη και για τον πολιτισμό μας συνολικά. Οι συνθήκες εδώ πέρα είναι απολύτως απάνθρωπες». Αφού είπε πολλά και διάφορα, για τις ανύπαρκτες συνθήκες υγιεινής, για τα παιδιά που αρρωσταίνουν «με πολύ μεγάλη συχνότητα» και για την ανάγκη «να εκκενωθεί η Ειδομένη» και «αυτοί οι άνθρωποι να μεταφερθούν σε άλλες δομές ώστε να μην κινδυνεύει και η υγεία τους», κατέληξε σ' αυτό που αποτελούσε το στόχο της επίσκεψής του: «Αυτό το οποίο προέχει είναι να αντιμετωπίσει επιτέλους η κυβέρνηση αυτή τη μεγάλη ανθρωπιστική κρίση. Δυστυχώς η κυβέρνηση και το κράτος είναι απόντες από αυτή την κατάσταση. Αυτό υποστηρίζει η Περιφέρεια, υποστηρίζουν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, υποστηρίζουν οι εθελοντές, το κράτος όμως είναι απόν. Συνάντησα έναν μόνο κρατικό λειτουργό, έναν γιατρό του ΚΕΕΛΠΝΟ και τίποτα παραπάνω».
Αμέσως μετά την πρωινή επίσκεψη Κούλη, τα στελέχη της ΝΔ ξαμολύθηκαν σε ραδιόφωνα και κανάλια, διεκπεραιώνοντας μια επίθεση ενάντια στην κυβέρνηση σε εξαιρετικά υψηλούς τόνους. Κατηγορούσαν την κυβέρνηση όχι μόνο για ανικανότητα διαχείρισης του προσφυγικού, αλλά και για απανθρωπιά. Χτυπούσαν δηλαδή και σ' έναν τομέα που ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσε ότι έχει το μονοπώλιο στον αστικό κόσμο (λόγω καταβολών και προϊστορίας στα κινήματα αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες).
Η επίθεση αιφνιδίασε το Μαξίμου, που θεωρούσε ότι τουλάχιστον στο προσφυγικό η ΝΔ θα κρατούσε τους χαμηλούς τόνους του προηγούμενου χρονικού διαστήματος. Η απάντηση του Μαξίμου ήταν δηλωτική του αιφνιδιασμού. Κατηγόρησε τον Μητσοτάκη για «επίδειξη ευαισθησίας» και «απόπειρα καπηλείας του προσφυγικού». Πανέτοιμη η Συγγρού απάντησε με ακόμα πιο σκληρή ανακοίνωση: «Η εφιαλτική κατάσταση στην Ειδομένη είναι το όνειδος μιας παντελώς ακατάλληλης κυβέρνησης, ανίκανης να δώσει λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα. Αποδεικνύεται πως δεν προστατεύει ούτε τα σύνορα ούτε τους πρόσφυγες και μετανάστες ούτε και την ασφάλεια της χώρας και των ελλήνων πολιτών. Εχει μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα-καταυλισμό». Ολως συμπτωματικά, την ίδια μέρα έγινε και το «γλωσσικό ολίσθημα» του Μουζάλα με τη Μακεδονία, το οποίο επίσης η ΝΔ δεν άφησε αναπάντητο, ζητώντας από τον Τσίπρα να αποπέμψει έναν υπουργό που -ως υπερκομματικός- έχαιρε έως τότε ασυλίας και από τη ΝΔ, η οποία τον αντιπαρέβαλε συνεχώς με τη Χριστοδουλοπούλου.
Στις ραδιοτηλεοπτικές συζητήσεις της Τρίτης και της Τετάρτης εγειρόταν αναγκαστικά και γενικότερο πολιτικό ζήτημα: ζητά η ΝΔ παραίτηση της κυβέρνησης και εκλογές; Τα στελέχη της ΝΔ ήταν έτοιμα ν' απαντήσουν και σ' αυτό το ερώτημα: θέλουμε να φύγει αυτή η ανίκανη κυβέρνηση, δεν έχει όμως νόημα να ζητήσουμε εκλογές, γιατί δεν μπορούμε να τις προκαλέσουμε.
Το επιχείρημα «μπάζει» εμφανώς. Καμιά αντιπολίτευση δεν μπορεί να επιβάλει εκλογές, όταν απέναντί της έχει σαφή κυβερνητική πλειοψηφία. Από ένα σημείο και μετά, όμως, όλες οι αντιπολιτεύσεις καλούν τις κυβερνήσεις να παραιτηθούν και να πάνε σε εκλογές. Κι αυτό είναι που δεν κάνει η ΝΔ. Καταγγέλλει την κυβέρνηση για ανικανότητα σε όλα τα μέτωπα, αλλά δεν ζητά εκλογές. Εχει ξαναϋπάρξει, βέβαια, τέτοια τακτική, σε περιόδους που η αντιπολίτευση ξέρει ότι η κυβερνητική πλειοψηφία είναι ισχυρή και η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα στο λαό. Αυτή η τακτική είναι εξ ορισμού αμυντική, έστω κι αν συνοδεύεται από επιθετική καταγγελιολογία κατά της κυβέρνησης.
Ο Μητσοτάκης, όμως, έχει ειδικό λόγο να επιλέγει σήμερα αυτή την τακτική και να την εφαρμόζει ακόμα και με αφορμή το προσφυγικό, στην αντιμετώπιση του οποίου υποτίθεται ότι διαμορφώθηκε ένα μίνιμουμ πολιτικής συναίνεσης ανάμεσα στα αστικά κόμματα. Ξέρει ότι η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ βαδίζει πλέον επί ξυρού ακμής. Εχει ακούσει τις προτροπές για σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης, από ισχυρούς παράγοντες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, που θέλουν να αναβιώσει η ευρεία μνημονιακή πλειοψηφία του περασμένου καλοκαιριού, όχι μόνο στο επίπεδο της Βουλής, αλλά και στο επίπεδο της κυβέρνησης. Και ξέρει ότι μια συγκυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ θα φθείρει ανεπανόρθωτα και τον ίδιο και τη ΝΔ, φρενάροντας την επιχείρηση αναβάπτισής της. Γι' αυτό και επιχειρεί να δημιουργήσει σκηνικό πλήρους ρήξης με την κυβέρνηση και προσωπικά με τον Τσίπρα, υπολογίζοντας ότι μπορεί να προκύψει κυβέρνηση ευρύτερης στήριξης με το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, που θα επέτρεπε στη ΝΔ να δρέπει άνετα και ξεκούραστα το πολιτικό κέρδος από τη θέση της αντιπολίτευσης.
Οπως έχουμε γράψει και άλλη φορά, μπορεί αυτός να είναι ο σχεδιασμός του Κούλη, μπορεί να τον στηρίζει με διάφορες πρωτοβουλίες (όπως ήταν και ο αιφνιδιασμός της Ειδομένης), αν όμως τα πράγματα για τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ φτάσουν στο «μη παραπέρα», η ΝΔ θα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα να στηρίξει μια κυβέρνηση από την παρούσα Βουλή ή να προκαλέσει εκλογές. Και τότε τα πράγματα θα είναι στριμόκωλα για τον Κούλη και τους επιτελείς του, καθώς δε θα έχουν να κάνουν με σενάρια και φιλολογία, αλλά με ένα πρακτικό δίλημμα, το οποίο θα συνοδεύεται από μεγάλες πιέσεις ελληνικής και αλλοδαπής προέλευσης.