«Ο οργανωμένος αγώνας μας αφήνει παρακαταθήκη για τα αιτήματά μας αλλά και για το ίδιο το κίνημα γιατί δεν είναι αγώνας μια και έξω». Το ανέφερε η «Πανελλαδική Επιτροπή Μπλόκων» (το μπλόκο της Νίκαιας στην ουσία), αμέσως μετά τη συνάντηση αντιπροσωπείας της με τον Τσίπρα. Το επανέλαβε και όταν πήρε την απόφαση να λύσει το μπλόκο και οι αγρότες να γυρίσουν στα χωριά τους: «Δεν είναι αγώνας μια και έξω, ούτε συγκυριακός, αλλά μακρύς και δύσκολος». Το είχε πει και ο Βαγγέλης Μπούτας, στη συνέντευξη Τύπου που έδωσε στην ΕΣΗΕΑ, δυο μέρες πριν το αγροτικό συλλαλητήριο στην Αθήνα.
Οσο παραζαλισμένοι κι αν είναι οι Τσιπραίοι, που διαπιστώνουν ότι ο χρόνος μετράει πλέον αντίστροφα για την παραμονή τους στην εξουσία, έχουν την πολιτική πείρα να αντιληφθούν πως το σλόγκαν «ο αγώνας δεν είναι μια κι έξω», όταν εκφωνείται από αρμόδια χείλη την παραμονή μιας κινητοποίησης που αναγγέλθηκε ως κορυφαίος σταθμός του φετινού κινήματος των μπλόκων (εννοούμε τη διαδήλωση στην Αθήνα), προαναγγέλλει ουσιαστικά το τέλος του αγώνα. Πράγματι, είχε διαφανεί ότι η αποχώρηση ήταν ζήτημα χρόνου, αφού τα μπλόκα απλώς παρέμεναν, χωρίς να ανεβάζουν τον πήχη της πίεσης. Ετσι, πρώτα με τους «πρόθυμους» από τα Τέμπη και άλλα μπλόκα που ήλεγχαν οι γαλαζοπράσινοι αγροτοπατέρες, και στη συνέχεια με τον Μπούτα και τους υπόλοιπους της «Πανελλαδικής Επιτροπής των Μπλόκων», ο Τσίπρας είχε εύκολο έργο. Δεν παραχώρησε τίποτα, γιατί ήξερε ότι θα αποχωρήσουν και απλά αναζητούν ένα πρόσχημα. Τους προσέφερε, λοιπόν, αέρα κοπανιστό και αυτοί τον τύλιξαν σε συσκευασία «κατακτήσεων» και «δεσμεύσεων της κυβέρνησης» και έφτιαξαν το άλλοθι που γύρευαν (αναλυτικά γι' αυτό το θέμα μπορείτε να διαβάσετε στην επόμενη σελίδα).
Ηταν, μήπως, ο συγκεκριμένος αγώνας των αγροτών ενταγμένος σε μια επαναστατική διαδικασία ανατροπής του καπιταλισμού, ώστε να δικαιολογείται το επιχείρημα ότι «δεν είναι μια κι έξω», αλλά θα είναι «μακρύς και δύσκολος»; Ηταν ένας αγώνας με συγκεκριμένα αιτήματα, που δεν αμφισβητούσαν τον καπιταλισμό. Αν θέλετε, δεν αμφισβητούσαν την ίδια την ΚΑΠ, που μεθοδικά επιφέρει το ξεκλήρισμα της φτωχής αγροτιάς. Δε θα πέσει ο καπιταλισμός αν ο Κατρούγκαλος αναγκαστεί να αποσύρει το αντιασφαλιστικό του έκτρωμα (όπως δεν έπεσε το 2001, όταν ο Γιαννίτσης με τον Σημίτη αναγκάστηκαν να αποσύρουν το δικό τους αντιασφαλιστικό έκτρωμα). Ούτε θα καταργηθεί η ΚΑΠ αν οι αγρότες καταφέρουν ο ΦΠΑ στα αγροτικά εφόδια να επιστρέψει στο 13% που ήταν μέχρι τον περασμένο Ιούλη.
Θα δινόταν ένα ισχυρό πλήγμα στη μνημονιακή πολιτική, βέβαια. Και το ερώτημα είναι: μπορούν οι λαϊκοί αγώνες να επιφέρουν πλήγματα στη μνημονιακή πολιτική και να ακυρώσουν κάποια μέτρα της ή όχι;
♦ Αν όχι, τότε κακώς οργανώνονται αγώνες που διατυπώνουν επιμέρους αιτήματα. Θα έπρεπε να οργανώνονται αγώνες που διατυπώνουν το αίτημα της ανατροπής του καπιταλισμού, που θα οδηγήσει και σε αποδέσμευση από την ΕΕ και την ΚΑΠ.
♦ Αν ναι, τότε αυτοί οι αγώνες είναι, κατά κάποιον τρόπο, «μια κι έξω». Εχουν συγκεκριμένα αιτήματα και διεκδικούν την ικανοποίηση -αν όχι όλων- τουλάχιστον κάποιων απ' αυτά.
Βέβαια, δεν είναι όλοι οι μερικοί αγώνες νικηφόροι. Για πολλούς και διάφορους λόγους μπορεί να μη νικήσουν. Μπορεί η στιγμή ανάπτυξης του αγώνα να μην είναι η ευνοϊκότερη για τους αγωνιζόμενους, μπορεί ο αντίπαλος να αποδειχτεί περισσότερο ισχυρός απ' όσο υπολόγιζαν οι αγωνιζόμενοι, μπορεί η ηγεσία του αγώνα να διέπραξε σοβαρά λάθη, μπορεί να υπήρξε προδοσία από φίλους και συμμάχους, μπορεί ο αντίπαλος να εφάρμοσε την πιο σκληρή καταστολή που οι αγωνιζόμενοι δεν μπόρεσαν να καταβάλουν, μπορεί…, μπορεί…
Οταν οι αγωνιζόμενοι δεν καταφέρνουν να νικήσουν, τότε η ηγεσία του αγώνα έχει χρέος να τους πει την πάσα αλήθεια, να κάνει έναν ουσιαστικό απολογισμό του αγώνα, να βρει τα αίτια της ήττας και να τα συζητήσει με τους αγωνιζόμενους, προσπαθώντας να περιορίσει τις τάσεις απογοήτευσης και αποστράτευσης, που αναπόφευκτα αναπτύσσονται μετά από μια ήττα, και να μετατρέψει την ήττα σε πηγή διδαγμάτων του κινήματος, που προετοιμάζουν τον επόμενο αγώνα, που θα μπορέσει να δοθεί με περισσότερη σοφία.
Αυτά για έναν μαρξιστή είναι κυριολεκτικά αλφαβήτα. Η ιστορία των ταξικών αγώνων έχει φέρει προς συζήτηση αυτά τα ζητήματα χιλιάδες φορές, σε όλο τον κόσμο. Ψεύτικες αποτιμήσεις οι επαναστάτες δεν κάνουν (περιττεύει να σημειώσουμε ότι είναι άλλο πράγμα τα λάθη σε μια αποτίμηση και εντελώς άλλο η συνειδητά ψεύτικη αποτίμηση).
Οταν, λοιπόν, κηρύσσεται η λήξη ενός αγώνα, που προέβαλε μερικές διεκδικήσεις και όχι διεκδικήσεις επαναστατικού χαρακτήρα, με κεντρικό επιχείρημα «ο αγώνας δεν είναι μια κι έξω», το μήνυμα που στέλνεται είναι ότι κανένας αγώνας για μερικές διεκδικήσεις δεν μπορεί να είναι νικηφόρος. Ετσι, ο αγώνας μετατρέπεται σε απλή διαμαρτυρία: βγαίνω στο δρόμο, παλεύω, απλά για να καταγράψω τη διαμαρτυρία μου και να καταγγείλω την κυβέρνηση.
Υπάρχει, βέβαια, μια αντίφαση. Το σάλπισμα της αποχώρησης, εκτός από το «ο αγώνας δεν είναι μια κι έξω», περιλάμβανε και κατακτήσεις και δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Πράγματα από εντελώς ασήμαντα έως μηδαμινά, όπως θα διαβάσετε στην επόμενη σελίδα. Γιατί έγινε αυτή η επένδυση στο τίποτα, το οποίο βαφτίστηκε «κάτι»; Γιατί υπάρχει και ο κόσμος που βγήκε στα μπλόκα οργισμένος και απελπισμένος, ελπίζοντας ότι θα κερδίσει τουλάχιστον κάτι. Ο κόσμος που δε δίνει και τόση σημασία στα ιδεολογήματα του τύπου «ο αγώνας θα είναι μακρύς και δύσκολος», αλλά πίστεψε (και καλά έκανε) ότι τώρα που δέχεται την επίθεση, τώρα μπορεί να ανασχέσει τουλάχιστον κάποιες πλευρές της. Γι' αυτόν τον κόσμο τύλιξαν το τίποτα στο χρυσόχαρτο των «κατακτήσεων» και των «δεσμεύσεων της κυβέρνησης». Τα ιδεολογήματα αφορούν περισσότερο τα κομματικά μέλη και το ακροατήριο άμεσης κομματικής επιρροής, που μπορεί κι αυτό να αντιδρά και να ζητά εξηγήσεις, περισσότερο ενδεχομένως από τον υπόλοιπο κόσμο, που μπορεί απλά ν' αρκεστεί να γυρίσει την πλάτη στην ηγεσία αυτού του αγώνα και να τη βρίζει στα καφενεία.
Οποιος δεν κάνει ειλικρινή απολογισμό ενός αγώνα, αλλά καταφεύγει στο ιδεολόγημα ότι «ο αγώνας δεν είναι μια κι έξω», ομολογεί -εμμέσως πλην σαφώς- πρώτον ότι έχει τη φωλιά του λερωμένη και δεύτερον ότι οι δικές του στοχεύσεις ήταν διαφορετικές από τις στοχεύσεις των απλών ανθρώπων που τον εμπιστεύτηκαν και βγήκαν στον αγώνα υπό την ηγεσία του. Καθαρές κουβέντες.
Τα αγροτικά μπλόκα του 2016 έβαλαν την ταφόπετρα στη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο με τον αγροτικό κόσμο, αλλά με ευρύτατα τμήματα του ελληνικού λαού. Τράβηξαν τις μάσκες από τα πρόσωπα των Τσιπραίων και αποκάλυψαν το αποκρουστικό πρόσωπο των διαχειριστών των καπιταλιστικών συμφερόντων. Ο,τι χάνει σε πολιτική επιρροή ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξαερώνεται, αλλά μετατρέπεται σε πολιτικό κέρδος για άλλους. Και το κόμμα του Περισσού φιλοδοξεί να μετατρέψει σε δικό του πολιτικό κέρδος την απώλεια πολιτικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ.
Τι χαρακτήρα έχει αυτό το πολιτικό κέρδος; Πρόκειται μήπως για πολιτικό κέρδος μιας επαναστατικής δύναμης που προστάτευσε το κίνημα από μια πρόωρη σύγκρουση που θα οδηγούσε στη συντριβή του από τον ταξικό αντίπαλο; Θα ήταν αστείο και να το συζητήσουμε. Ακόμα και ο πιο ανώριμος πολιτικά αντιλαμβάνεται πως το πολιτικό κέρδος είναι εκλογικίστικου χαρακτήρα. Δεν είναι βέβαιο ότι θα υπάρξει αυτό το πολιτικό κέρδος (όπως δεν υπήρξε για τον Περισσό και στις εκλογές του περασμένου Σεπτέμβρη, με τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει υπογράψει Μνημόνιο), όμως μια πολιτική δύναμη που κινείται αυστηρά στο πλαίσιο του κοινοβουλευτισμού και της αστικής νομιμότητας δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιδιώκει την αποκόμιση πολιτικού κέρδους μέσα από τις λαϊκές κινητοποιήσεις που φθείρουν την κυβέρνηση.
Πάντα με σεβασμό στην αστική νομιμότητα. Πάντα σε ρόλο πυρόσβεσης των «ανεξέλεγκτων». Η -κατόπιν κεντρικής συμφωνίας- παρέλαση των είκοσι τρακτέρ στο Σύνταγμα και η μπουκάλα με το τσίπουρο από τον Μπούτα στον Τσίπρα αποκάλυψαν σε συμβολικό επίπεδο την ουσία μιας πολιτικής που σέβεται την αστική νομιμότητα και τους κανόνες του κοινοβουλευτικού παιχνιδιού, στάση που εξαίρεται ακόμα και από τον συντηρητικό αστικό Τύπο.
Οταν μια πολιτική δύναμη συμπεριφέρεται κατ' αυτόν τον υπονομευτικό και διαλυτικό τρόπο στους αγώνες για τις μερικές διεκδικήσεις των εργαζόμενων, είναι δυνατόν ποτέ να οργανώσει ένα επαναστατικό κίνημα που θα βάλει ως στόχο του να ανατρέψει τον καπιταλισμό; Η διαφορά με τις ψεύτικες υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αυτές ήταν άμεσης κατανάλωσης, ενώ ο κομμουνιστικός βερμπαλισμός του Περισσού λειτουργεί ως δηλητήριο αργής αποδέσμευσης.
Πέτρος Γιώτης