Στη μάχη ενάντια στο αντιασφαλιστικό τερατούργημα του Κατρούγκαλου και της συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου πρωτοστατεί η αγροτιά, πλούσια και φτωχή, με παροπλισμένη την εργατική τάξη, χάρη στο ρόλο της αστικοποιημένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Μαζί με τους αγρότες αγωνίζονται οι δικηγόρο,ι με τις επαναλαμβανόμενες εβδομαδιαίες πανελλαδικές απεργίες τους και οι υπόλοιποι ελευθεροεπαγγελματίες. Το στίγμα όμως το δίνουν οι αγρότες, αφού με τα μπλόκα στο εθνικό και επαρχιακό δίκτυο και στα τελωνεία δημιουργούν τα μεγαλύτερα προβλήματα στην καπιταλιστική οικονομία.
Επόμενο ήταν να αναζωπυρωθούν οι απόψεις που κατά καιρούς κυκλοφορούσαν σε βάρος των αγροτών, όπως για παράδειγμα ότι εισέπρατταν και εισπράττουν ανέξοδα παχυλές κοινοτικές επιδοτήσεις που πολλοί απ’ αυτούς τις δαπανούν στα μπουζοκομάγαζα! Στα περίπου είκοσι χρόνια κυκλοφορίας της «Κόντρας», έχουμε πολλές φορές μιλήσει για τον πραγματικό ρόλο των κοινοτικών επιδοτήσεων στον αγροτικό τομέα και έχουμε αποκαλύψει ποιοι επωφελούνται κατά βάση απ’ αυτές. Το κάναμε και σε περιόδους που οι αγρότες, πλούσιοι και φτωχοί, έβγαιναν στους δρόμους, κλείνοντάς τους πολλές φορές, και διεκδικούσαν την ικανοποίηση αιτημάτων που ήταν πολύ σημαντικά, βάζοντας μάλιστα σε κίνδυνο την ύπαρξή τους.
Η Ελλάδα εντάχθηκε στην πρώην ΕΟΚ και νυν ΕΕ τον Ιούνη του 1981. Μέχρι τότε είχε θετικό εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο. Με την πάροδο του χρόνου, το εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο άρχισε να γίνεται αρνητικό και φτάσαμε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 που το εμπορικό έλλειμμα στον αγροτικό τομέα έφτασε στα 3 δισ. ευρώ το χρόνο. Την περίοδο της μνημονιακής κρίσης (2010-2015) το εμπορικό έλλειμμα μειώθηκε, γιατί έπεσε κατακόρυφα η καπιταλιστική παραγωγή στην Ελλάδα.
Από το 1981 που οι αγρότες έπαιρναν τις κοινοτικές επιδοτήσεις (αυτές που οι μη μυημένοι στο αγροτικό ζήτημα χαρακτήριζαν πλουσιοπάροχες), αυτές δεν απέτρεψαν το μόνιμο φαινόμενο της εγκατάλειψης της αγροτικής παραγωγής και του χωριού από δεκάδες χιλιάδες αγρότες, βασικά φτωχούς.
Οι κοινοτικές επιδοτήσεις αρχικά δίνονταν στην τιμή του αγροτικού προϊόντος και στη συνέχεια δίνονταν διαφορετικά (για παράδειγμα ανά καλλιεργούμενο στρέμμα, με το επιχείρημα ότι μ’ αυτόν τον τρόπο θα μειωθεί η παραγωγή αγροτικών προϊόντων).
Υπήρχαν και διάφορα άλλα προγράμματα, λεγόμενα «αναπτυξιακά», όπως π.χ. τα λεγόμενα σχέδια βελτίωσης που αποδέκτες τους ήταν μόνο οι πλούσιοι αγρότες και οι γόνοι τους, που δεν ξεπερνούσαν το 10% του συνόλου της αγροτιάς. Αυτές τις ενισχύσεις τις έπαιρναν μόνο οι πλούσιοι αγρότες, γιατί αυτοί μπορούσαν να εκπληρώσουν τις προϋποθέσεις που έμπαιναν ως προαπαιτούμενα.
Οι κοινοτικές ενισχύσεις που έπαιρναν πλούσιοι και φτωχοί αγρότες, με μόνο προαπαιτούμενο ότι καλλιεργούσαν γενικά στον αγροτικό τομέα, ήταν απαραίτητες, γιατί χωρίς αυτές δε θα μπορούσαν να παραχθούν τα αγροτικά προϊόντα που ήταν απαραίτητα ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία (είτε πρόκειται για τη βιομηχανία τροφίμων είτε για τη βιομηχανία επεξεργασίας αγροτικών προϊόντων). Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πολλά παραδείγματα προϊόντων που μόνο με την εμπορική τιμή (που σκοπίμως οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών και η ΕΕ τις κρατούσαν πολύ χαμηλές) δε θα μπορούσαν να καλλιεργήσουν οι αγρότες και να δώσουν στη τις αναγκαίες ποσότητες αγροτικών πρώτων υλών και σε πολύ χαμηλές τιμές.
Στην ουσία, δηλαδή, οι κοινοτικές επιδοτήσεις είχαν εμμέσως ως αποδέκτες το βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο και όχι τον αγροτικό κόσμο. Οι κοινοτικές ενισχύσεις στον αγροτικό τομέα, μέσω της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) καθιερώθηκαν για να υπηρετήσουν την ανάγκη να ενισχυθεί ο ευρωπαϊκός διατροφικός τομέας.
Οσο πέρναγαν τα χρόνια, όμως, ο γαλλογερμανικός άξονας άρχισε να αναζητεί την κάλυψη των αναγκών της ευρωπαϊκής βιομηχανίας τροφίμων (και όχι μόνο) σε αγροτικές πρώτες ύλες στις εισαγωγές από χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου. Ετσι, βαθμιαία η ΕΕ άνοιγε την ευρωπαϊκή αγορά στις εισαγωγές αγροτικών προϊόντων απ’ αυτές τις χώρες και ταυτόχρονα μείωνε τις κοινοτικές ενισχύσεις και τον όγκο της παραγωγής στην ΕΕ. Η αύξηση των εισαγωγών από τις χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου υλοποιούνταν μέσω της κατάργησης των ποσοστώσεων και των δασμών και -εκτός των άλλων- εξυπηρετούσε και το στόχο του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου να ελέγξει πλήρως τις αγορές αυτών των χωρών. Για να εξυπηρετηθεί αυτός ο στόχος, έπρεπε να ανοίξει διάπλατα η ευρωπαϊκή αγορά, προκειμένου οι ευρωπαίοι καπιταλιστές να υπερνικήσουν τον ανταγωνισμό του αμερικάνικου κεφαλαίου.
Παραπέρα, πέρα από το στόχο της αυτάρκειας σε αγροτικά προϊόντα και σε τρόφιμα στην ΕΟΚ από την ίδρυσή της, έπρεπε να εξυπηρετηθεί και η εξεύρεση φτηνού εργατικού δυναμικού, που το προσέφεραν οι αγρότες δουλεύοντας στα εργοστάσια και συμπληρώνοντας το αγροτικό εισόδημα. Με την κατάρρευση των χωρών του παλινορθωμένου καπιταλισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, πλημμύρισαν οι χώρες της ΕΕ με φτηνό εργατικό δυναμικό και έτσι εξέλειπε η ανάγκη για φτηνό εργατικό δυναμικό και μαζί και για «παχυλές» κοινοτικές ενισχύσεις.
Παράλληλα με τη διαδικασία που περιγράψαμε, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 εξελισσόταν η διαδικασία των συνεχών αλλαγών της ΚΑΠ, που επιδείνωσαν δραματικά τη θέση της αγροτιάς σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Να θυμόμαστε, λοιπόν, ότι οι κοινοτικές ενισχύσεις που δίνονταν στον αγροτικό κόσμο εξυπηρέτησαν και εξυπηρετούν τις διαχρονικές ανάγκες του μεγάλου ευρωπαϊκού κεφαλαίου.