«Είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια έχει υπάρξει μια ουσιαστική ενίσχυση των σχέσεων των δύο χωρών. Βρισκόμαστε σε μια ουσιαστική τροχιά στρατηγικής συνεργασίας». Δεν είναι ο Γιωργάκης Παπανδρέου, ο πατέρας του όρου «στρατηγική συνεργασία» για τις ελληνο-ισραηλινές σχέσεις, δεν είναι ο Αντώνης Σαμαράς, που συνέχισε στον ίδιο δρόμο, είναι ο Αλέξης Τσίπρας που ήρθε να επιβεβαιώσει τις επιλογές των προκατόχων του, γλείφοντας χυδαία τα ναζισιωνιστικά καθάρματα και τον ακροδεξιό σφαγέα Νετανιάχου.
Το καλοκαίρι του 2012, ο Τσίπρας διέκοψε τις διακοπές του για να συναντηθεί με τον Σίμον Πέρες. Μολονότι η Δούρου και το υπόλοιπο τοτινό επιτελείο παρουσίαζαν τον Πέρες σαν «περιστέρι της ειρήνης», ξεσηκώθηκε θύελλα αντιδράσεων από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. «Οχι, λοιπόν, δεν με αφορά αυτού του είδους η “υπεύθυνη'' διπλωματία που αύριο θα είναι η επίσημη εξωτερική μας πολιτική» έγραφε ο Τάσος Κουράκης. Και συνέχιζε: «Δεν με αφορά ένας τουρισμός δίπλα στο τείχος του αίσχους που κυκλώνει τους Παλαιστινίους… Δεν με αφορά η συνεργασία στη γεωργία, όταν οργώνονται τα χωράφια της Γάζας με τις μπουλντόζες των κατακτητών και στις ρόδες τους ξεψυχάει η (Αμερικανίδα ακτιβίστρια) Ρέιτσελ Κόρι».
Τρία χρόνια μετά από τότε, ο Τσίπρας επιλέγει να επισκεφτεί ως πρωθυπουργός το Ισραήλ και μάλιστα σε μια περίοδο που βρίσκεται σε εξέλιξη μια ακόμη εξέγερση στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη και το παλαιστινιακό αίμα ρέει ξανά. Σε μια περίοδο που οι σιωνιστές χρησιμοποιούν αντίποινα που μόνο οι ναζί είχαν χρησιμοποιήσει στις κατεχόμενες περιοχές κατά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο (μια ιδέα μπορείτε να πάρετε διαβάζοντας το σχετικό ρεπορτάζ στη σελίδα 5 αυτού του φύλλου). Και οι διαφωνούντες του 2012 μουγκαίνονται, επιδεικνύοντας μια εξαιρετική προσαρμοστικότητα σε όλες τις απαιτήσεις του εξουσιαστικού τους έργου.
Υπάρχει, βέβαια, εδώ ένα τεράστιο ζήτημα ηθικής. Η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού τρέφει αδερφικά αισθήματα για τον παλαιστινιακό λαό και στέκεται αλληλέγγυα στον αγώνα του. Τα μεταπολεμικά χρόνια, όσοι προσδιορίστηκαν ως κομμουνιστές ή αριστεροί «μεγάλωσαν» μαζί με το Παλαιστινιακό. Ακόμα και οι αστικές κυβερνήσεις επί δεκαετίες δίσταζαν να αποκαταστήσουν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με τη σιωνιστική οντότητα. Κι όταν το Ισραήλ άνοιξε πρεσβεία στην Ελλάδα (επί Μητσοτάκη) αυτό έγινε με παράλληλο άνοιγμα πρεσβείας από την Παλαιστινιακή Αρχή, στη βάση των συμφωνιών του Οσλο. Ο Τσίπρας και η κλίκα του έρχονται να φτύσουν όλη αυτή την αριστερή παράδοση.
Υπάρχει, όμως, και ένα πολιτικό ζήτημα. Η στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ ξεφεύγει από τις τυπικές διπλωματικές σχέσεις. Εκτείνεται ακόμα και στο στρατιωτικό επίπεδο (είναι γνωστό ότι η σιωνιστική αεροπορία εκπαιδεύεται στον ελληνικό εναέριο χώρο, χρησιμοποιώντας ελληνικά αεροδρόμια). Αποτελούσε διακαή πόθο των αμερικανών ιμπεριαλιστών, που εδώ και δεκαετίες χρησιμοποιούν το σιωνιστικό μόρφωμα ως μακρύ χέρι τους στη Μέση Ανατολή. Την εγκαινίασε ο Γιωργάκης, τη συνέχισε ο Σαμαράς, τη βαθαίνει ο Τσίπρας. Τη βαθαίνει σε τέτοιο βαθμό που -πέραν των άλλων- τολμά να βάζει στο ίδιο τσουβάλι το θύτη και το θύμα, τους αγωνιστές της λευτεριάς με τους βάρβαρους κατακτητές.
«Ακούσαμε με προσοχή τις απόψεις του πρωθυπουργού Νετανιάχου και θέλουμε να συνεχίσουν αυτόν τον διάλογο», είπε ο Τσίπρας! «Τονίσαμε την κάθετη αντίθεσή μας σε κάθε τρομοκρατική ενέργεια, από τη μια, αλλά και στη βία κατά αμάχων, από την άλλη», συνέχισε. Ούτε λέξη για τη συνεχή επέκταση των εποικισμών, για το ναζιστικής έμπνευσης τείχος, για την πολύχρονη πολιορκία της Γάζας και το μαρτύριο της σταγόνας στο οποίο υποβάλλονται οι κάτοικοί της, για τα ναζιστικής έμπνευσης αντίποινα. Η προσαρμογή στην αμερικανονατοϊκή στρατηγική είναι πλήρης και απόλυτη.
Π.Γ.