Με δυο συνεχόμενες συνεντεύξεις του στις εφημερίδες «Το Βήμα» (11/10) και «Real News» (12/10) ο υπουργός Παιδείας έδωσε το στίγμα της πολιτικής που θα εφαρμοστεί στην εκπαίδευση το επόμενο διάστημα: Πασαλείμματα σε ζητήματα αιχμής της εκπαίδευσης, αποφυγή επίλυσης ουσιαστικών προβλημάτων από τη μια και εφαρμογή αντιδραστικών μέτρων που διαλύουν ό,τι απέμεινε από τα εργασιακά δικαιώματα των εκπαιδευτικών από την άλλη, που άπτονται (και οι δύο κατηγορίες) δεσμεύσεων του Μνημονίου. Ολα τούτα πασπαλισμένα με μπόλικη χρυσόσκονη αριστερής και δημοκρατικής τάχαμου ευαισθησίας.
Ο Ν. Φίλης επέλεξε την πεπατημένη, δημαγωγώντας όπως και οι προκάτοχοί του στο υπουργείο Παιδείας, με την έναρξη του «εθνικού και κοινωνικού διαλόγου» για την Παιδεία, ο οποίος θα έχει ορίζοντα λήξης την άνοιξη, ώστε να διαμορφωθεί μια «συνολική πρόταση για αλλαγές σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης».
Ο περίφημος αυτός «διάλογος» έχει δημαγωγικό χαρακτήρα γιατί αφήνει απέξω μεγάλα ζητήματα, όπως π.χ. οι διορισμοί μόνιμων εκπαιδευτικών σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες, ή έχει ως προαπαιτούμενα ειλημμένες αποφάσεις, όπως π.χ. η αξιολόγηση, που είναι θέματα πολιτικής απόφασης και σύγκρουσης με τους δανειστές, για τις οποίες δεν είναι διατεθειμένοι οι συριζαίοι, που υπέγραψαν φαρδιά πλατιά το Μνημόνιο-3 και δεσμεύονται για την εφαρμογή του.
Θεωρώντας ότι το κράτος έχει συνέχεια -προφανώς στην άσκηση της αντιλαϊκής και αντιδραστικής πολιτικής- ο υπουργός Παιδείας είπε ότι «θα επιδιώξουμε η Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής να μετατραπεί σε θεσμικό χώρο αναζήτησης συναινέσεων για την εκπαίδευση». Και ακόμη: «Θα συναντηθώ με τους υπουργούς Παιδείας των προηγούμενων κυβερνήσεων για να αποκαταστήσουμε ένα κοινό κανάλι επικοινωνίας. Στην πρόθεσή μου δεν είναι να μηδενίσω ό,τι καλό έχει υπάρξει». Προφανώς, η Γιαννάκου, η Διαμαντοπούλου και ο Λοβέρδος κάτι καλό θα έχουν να τον συμβουλέψουν.
Απαντώντας στο ερώτημα αν υπάρχει η δυνατότητα πρόσληψης μόνιμων εκπαιδευτικών, ο Ν. Φίλης το ξέκοψε, «στρίβοντας διά του αρραβώνος». Δήλωσε χαρακτηριστικά: «Θα σχεδιάσουμε πρόγραμμα σταδιακών προσλήψεων σε συνάρτηση με την πορεία της οικονομίας και των δημοσιονομικών μεγεθών». Δηλαδή, μόνιμοι διορισμοί θα γίνουν μόνον και εάν το επιτρέψει η «αποτελεσματικότητα» (λέμε τώρα) της μνημονιακής πολιτικής.
Και την αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών εξήγγειλε στην πραγματικότητα ο υπουργός Παιδείας, καλύπτοντάς την με την ομπρέλα του δημοκρατικού διαλόγου: «Υπάρχουν πολλά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την αξιοποίηση του εκπαιδευτικού δυναμικού. Το θέμα της αύξησης των ωρών διδασκαλίας καθώς και της μείωσης των ειδικοτήτων των εκπαιδευτικών, που είναι περίπου 120, θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο, καθώς είναι θέμα διαλόγου και όχι επιβολής».
Υπέρμαχος της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών εμφανίστηκε ο Φίλης, την οποία περιέγραψε ως δήθεν «μη τιμωρητική», κάτι που είναι τελείως απίθανο να γίνει, αφού το σχολείο στον καπιταλισμό έχει συγκεκριμένο ρόλο να επιτελέσει, εμπεδώνοντας την κυρίαρχη ιδεολογία στα μυαλά της νεολαίας και αναπαράγοντας, με μια ολόκληρη σειρά ταξικών φραγμών, τις εκμεταλλευτικές σχέσεις που ισχύουν στην παραγωγή. «Η αξιολόγηση είναι ένα θέμα που χρήζει… αξιολόγησης. Δυστυχώς στο παρελθόν συνδυάστηκε με αντίληψη τιμωρητική για τους εκπαιδευτικούς και δημιούργησε προκαταλήψεις. Αντιθέτως, η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου είναι αναγκαία για να βοηθηθούν ο εκπαιδευτικός και η σχολική μονάδα. Δεν εξιδανικεύω. Οπως συμβαίνει και σε άλλους κοινωνικούς χώρους, μπορεί κανείς να διακρίνει συμπεριφορές ρουτίνας και μειωμένου ενδιαφέροντος. Η μεγάλη πλειονότητα όμως των εκπαιδευτικών στηρίζει το δημόσιο σχολείο μέσα σε συνθήκες κρίσης».
Θυμίζουμε ότι όσο διαρκούσε ο αγώνας των εκπαιδευτικών ενάντια στην επιβολή με το κνούτο της αξιολόγησης από τον Αρβανιτόπουλο και τον Λοβέρδο, οι συριζαίοι εμφανίζονταν ως υπέρμαχοι της κατάργησής της, κρύβοντας ωστόσο τις προθέσεις τους όσον αφορά την «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου», που υποκρύπτει την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού. Στη συνέχεια και ενώ βρίσκονταν στα πρόθυρα της εξουσίας έταζαν τη συνολική κατάργηση του νομοθετικού πλαισίου της αξιολόγησης. Από τη στιγμή που έγιναν κυβέρνηση αναφέρονταν μόνο στην κατάργηση της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού σε ατομικό επίπεδο, ενώ σήμερα εισάγουν και αυτή την αξιολόγηση, «ντυμένη» με τον μανδύα της δήθεν ατιμωρησίας. Παρόλ' αυτά και μόνον οι εξαγγελίες ότι η αξιολόγηση στην εκπαίδευση θα εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο της αξιολόγησης στο Δημόσιο (παλιότερες δηλώσεις Κατρούγκαλου για σύνδεση παραγωγικότητας-αξιολόγησης με το μισθό-βαθμό) αρκούν για να διαλύσουν τυχόν αυταπάτες.
Αλλά και η δήλωση Φίλη ότι η προσφορά «εθελοντικής εργασίας» στην ενισχυτική διδασκαλία θα αποτελεί κριτήριο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών «βγάζει μάτι». Ο Φίλης εζήλωσε τη δόξα, φαίνεται, του Λοβέρδου, ο οποίος είχε κάνει μια ανάλογη πρόταση για προσμέτρηση της εθελοντικής εργασίας των εκπαιδευτικών στον υπολογισμό των μορίων τους για τον διορισμό τους. «Το πρώτο νομοσχέδιο που θα καταθέσει το υπουργείο Παιδείας όμως -είπε ο Ν. Φίλης- είναι ένα νομοσχέδιο για την ενισχυτική διδασκαλία που επανέρχεται από εφέτος στα σχολεία. Εχουμε εξασφαλίσει πιστώσεις. Θα λειτουργήσει δε αυτό και ως στοιχείο αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, καθώς προσβλέπουμε στην εθελοντική βοήθειά τους. Γιατί λοιπόν όταν ένας εκπαιδευτικός προσφέρει δύο ώρες εθελοντικής εργασίας για τη διδακτική στήριξη των μαθητών να μην προσμετρείται αυτό ως κριτήριο στην αξιολόγησή του;».
Για την επιβολή ΦΠΑ 23% στην ιδιωτική εκπαίδευση ο υπουργός Παιδείας έσπευσε να δώσει μια ιδέα των προθέσεων της συγκυβέρνησης, διαχωρίζοντας τα φροντιστήρια από τα ιδιωτικά σχολεία. «Κυβερνητική πρόθεση είναι να καταργηθεί το 23% ΦΠΑ στην εκπαίδευση. Κατά τη γνώμη μου όμως είναι άλλο ο ΦΠΑ στα ιδιωτικά σχολεία και άλλο στα φροντιστήρια. Τα φροντιστήρια καλύπτουν ανεπάρκειες της δημόσιας εκπαίδευσης».
Ο υπουργός Παιδείας έβαλε «στο ψυγείο» και το πολυνομοσχέδιο Μπαλτά, δηλώνοντας ότι «θα εμπλουτιστεί με βάση τον διάλογο που θα προηγηθεί». Ομως, η συζήτηση «πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις νέες πραγματικότητες που αφορούν την παραγωγή της γνώσης, καθώς και τις διεθνείς εμπειρίες». Κοντολογίς, οι αλλαγές στα ΑΕΙ θα ευθυγραμμίζονται με τις αλλαγές στα διεθνή δεδομένα (δηλαδή στα αγγλοσαξονικά και ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, όπου έχει επικρατήσει η φιλοσοφία της αγοράς).
Η πλήρης κατάργηση των κακόφημων Συμβουλίων Διοίκησης των πανεπιστημίων (θυμίζουμε ότι ήταν εξαγγελία της προηγούμενης συγκυβέρνησης των Τσιπροκαμμένων, ενταγμένη στις προγραμματικές δηλώσεις Τσίπρα), που αποτελούν και τη νομική μορφή ευθυγράμμισης της διοίκησης των ΑΕΙ με την αγορά και την επιχειρηματική λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, έχει πεταχτεί πλέον στον κάλαθο των αχρήστων. Τώρα με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου το υπουργείο Παιδείας προχωρεί μόνο στην αφαίρεση της αρμοδιότητας από τα Συμβούλια Διοίκησης της προεπιλογής του πρύτανη, ενώ ο Φίλης έκανε ακόμη μια υποχώρηση στον εσμό του νεοφιλελευθερισμού αρνούμενος να παύσει τους πρυτάνεις που είχαν εκλεγεί με αυτό το σύστημα, όπως προέβλεπε το πολυνομοσχέδιο Μπαλτά. «Πιστεύω ότι η λειτουργία των πανεπιστημίων δεν διευκολύνεται από την κατάργηση εκλεγμένων οργάνων. Και δεν είναι θέμα ωριμότητας να παρακάμπτει κανείς τις διαδικασίες της σωστής νομοθέτησης. Οπως βλέπετε, δεν σπεύδουμε να πάρουμε αποφάσεις, δεν προτρέχουμε», δήλωσε ο Φίλης.