Τη Δευτέρα 12 του Οκτώβρη, η μεγάλη απεργία των διοικητικών υπαλλήλων των ΑΕΙ, που σφράγισε το 2013, με τη διάρκεια, την αποφασιστικότητα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, που άφησαν παρακαταθήκες για το εκπαιδευτικό και εργατικό κίνημα,, στήνεται στον τοίχο.
Δεκατέσσερις διοικητικοί υπάλληλοι, τρία μέλη του ΚΣ της Ομοσπονδίας, τρεις εργαζόμενοι του ΕΜΠ και οχτώ του ΕΚΠΑ κατηγορούνται «ως υπαίτιοι του ότι με πρόθεση δεν συμμορφώθηκαν» προς την απόφαση του δικαστηρίου που κήρυξε παράνομη μια 48ωρη απεργία για την 25η και την 26η Νοεμβρίου του 2013 και «απείχαν των υπηρεσιακών τους καθηκόντων συμπαρασύροντας στην αποχή τους αυτή και την πλειονότητα των διοικητικών υπαλλήλων, μελών των Συλλόγων τους», παρότι η απεργία συνεχίστηκε με απόφαση της ΑΔΕΔΥ.
Στη βιομηχανία των διώξεων, που έχει στηθεί ενάντια σε κάθε αγωνιστή, συλλογικότητα ή σωματείο που αντιστέκεται στη μνημονιακή βαρβαρότητα, η δίκη αυτή επέχει ιδιαίτερη θέση, λόγω των κινήτρων των μηχανισμών του κράτους. Για να γίνει κατανοητός αυτός ο ισχυρισμός αναφέρουμε τα εξής:
Η απεργία των διοικητικών υπαλλήλων ήταν μια μεγαλειώδης απεργία με ποιοτικά χαρακτηριστικά που την ξεχωρίζει απ’ όλα τα απεργιακά σκιρτήματα των εργαζομένων, τουλάχιστον από την εποχή που μας έσφιξε η τανάλια των Μνημονίων. Δεν χαρακτηρίστηκε μόνο από τη μεγάλη διάρκεια (τέσσερις μήνες περίπου). Προχώρησε δυναμικά, με μαζικότητα και καθολική σχεδόν συμμετοχή στα δυο μεγαλύτερα πανεπιστήμια της χώρας, το ΕΚΠΑ και το ΕΜΠ, που υπέστησαν και την πιο μεγάλη απώλεια διοικητικών υπαλλήλων, σε διαρκή σύγκρουση με τα εμπόδια που της έστηναν η αστική νομιμότητα και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
Θυμίζουμε δε, ότι ο τότε υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος προχώρησε στην πρωτοφανή για τα ακαδημαϊκά ήθη φασιστική ενέργεια (που ουσιαστικά έβαλλε ευθέως κατά της απεργίας), να παραπέμψει στο Πειθαρχικό τον τότε Πρύτανη του ΕΚΠΑ Πελεγρίνη, επειδή δεν μπόρεσε να σηκώσει το βάρος να γίνει ο ίδιος αρχιμπάτσος, καλώντας τις δυνάμεις καταστολής να μπουκάρουν στο Πανεπιστήμιο.
Και παρότι οι περισσότεροι διοικητικοί υπάλληλοι, μετά την επιβολή της ιδιότυπης επιστράτευσης, που είχε τη μορφή της ατομικής διαδικτυακής απογραφής, υπέκυψαν στον τρομοκρατικό εκβιασμό της αυτοδίκαιης αργίας, εν τούτοις το πνεύμα τους έμεινε αδούλωτο και συνέχισαν τον αγώνα, παραλύοντας κάθε δραστηριότητα στο Πανεπιστήμιο, ενώ σημαντική παρακαταθήκη για το κίνημα υπήρξε η άρνηση 268 διοικητικών υπαλλήλων να απογραφούν, δείγμα του ότι, παρά τις αντιξοότητες και την αδυναμία του κινήματος να δημιουργήσει τους όρους για τη μέχρι τέλους μαζική αψήφηση της αστικής νομιμότητας, μπορεί να γεννηθεί ο πυρήνας που θα σπάσει το σιδερένιο φράγμα της.
Ολα τα βρόμικα παιχνίδια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας απορρίφθηκαν από τους απεργούς του ΕΚΠΑ, που τελικά την έβαλαν στο περιθώριο, ψηφίζοντας πρόταση μομφής εναντίον της πλειοψηφίας του ΔΣ και προκηρύσσοντας εκλογές για νέο ΔΣ. Η ένταση της απεργίας οδήγησε σε απελπισία τον Αρβανιτόπουλο και το αστικό κράτος και τους ανάγκασε σε υποχώρηση, φυσικά με παλινωδίες.
Η απεργία -κυρίως των διοικητικών υπαλλήλων του ΕΚΠΑ που συνέχιζαν ως το τέλος- «κρεμάστηκε», μετά το πισώπλατο χτύπημα που δέχτηκε από τη λήξη της απεργίας στο ΕΜΠ και λόγω της εμφανούς αδυναμίας του φοιτητικού και γενικά του εργατικού κινήματος να αναπτύξει, στο βαθμό που απαιτούν οι ανάγκες των καιρών, την ταξική αλληλεγγύη και την ατσαλένια ενότητα όλων των κομματιών των εργαζομένων απέναντι στο κεφάλαιο και την πολιτική που εξαθλιώνει. Η ακτινοβολία της, όμως, και η πίεση που ασκούσε ακόμη και στον απόηχό της, ήταν τόσο μεγάλες, που ανάγκασε στη συνέχεια τη συγκυβέρνηση των Τσιπροκαμμένων να επαναπροσλάβει όλους τους «διαθέσιμους» διοικητικούς υπαλλήλους των ΑΕΙ.
Τα παραπάνω ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτής της απεργίας θορύβησαν σημαντικά τους διωκτικούς μηχανισμούς, που κινητοποιήθηκαν ενεργά όταν έγινε ορατή η αντίθεση ανάμεσα στην προηγούμενη διοίκηση του σωματείου και την απεργιακή επιτροπή και τους εργαζόμενους που τη στήριζαν. Οταν, δηλαδή έγινε φανερό ότι η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν μπορούσε να ελέγξει τα πράγματα και η απεργία προχωρούσε δυναμικά με διαδικασίες «από τα κάτω» σε ρήξη με τους πουλημένους εργατοπατέρες.
Η δίωξη, που στόχευε, σύμφωνα με καταγγελίες της νέας διοίκησης του ΔΣ των εργαζόμενων, στην ανεύρεση της απεργιακής επιτροπής του ΕΚΠΑ, «πάγωσε» για ένα διάστημα και ενεργοποιήθηκε τον Γενάρη του 2015.
Η γενική Συνέλευση του Συλλόγου Διοικητικού Προσωπικού του ΕΚΠΑ καταγγέλλει επίσης «όλους εκείνους τους “πρόθυμους”, εντός και εκτός ΕΚΠΑ, που συμμετείχαν στο στήσιμο των διώξεων με καταθέσεις και κινήσεις τους, σε όποιον κλάδο και Ιδρυμα κι αν ανήκουν». Και σημειώνει: «Είναι γνωστός άλλωστε ο ρόλος τους, οι απόψεις τους και οι πρακτικές τους το διάστημα της απεργίας αλλά και πριν από τον Σεπτέμβρη του 2013. Είναι επίσης γνωστό και το “στρατόπεδο” που έχουν διαλέξει τα τελευταία χρόνια. Ηταν πάντα οι “εντολοδόχοι” των εκάστοτε κυβερνήσεων, ανεξάρτητα από τη θέση από την οποία τις υπηρετούσαν. Αλλοι από πιο “χαμηλά” και άλλοι από πιο “ψηλά”, όλοι όμως ταγμένοι στην πραγμάτωση των σχεδίων των “αφεντικών” τους».
Ενόψει της δίκης, οι εργαζόμενοι πραγματοποίησαν στάσεις εργασίας καθ' όλη αυτή τη βδομάδα που μας πέρασε, παράσταση διαμαρτυρίας στο υπουργείο Δικαιοσύνης, με αίτημα την άμεση παύση της δίωξης, συνέντευξη τύπου, συλλογή υπογραφών για την υπεράσπιση των διωκόμενων και του δικαιώματος στην απεργία, και απεργία τη Δευτέρα, 12/10, και συγκέντρωση στα δικαστήρια στις 12.00.
Στο πλαίσιο δε, της οργάνωσης της αλληλεγγύης, οργανώθηκε και εκδήλωση-σύσκεψη σωματείων, συλλογικοτήτων, εργαζομένων, κ.ά. από το δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.