Δύο μέρες μετά την εκτέλεση στις 29 Ιούνη του Γενικού Εισαγγελέα της Αιγύπτου Χισάμ Μπαρακάτ, ενός από τους πρωταγωνιστές στο όργιο καταστολής εναντίον των πολιτικών αντιπάλων της στρατιωτικής χούντας, το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε ένα νέο αντιτρομοκρατικό νόμο. Ο νόμος αυτός, που θα πάρει τη μορφή προεδρικού διατάγματος επειδή στη χώρα δεν λειτουργεί η βουλή εδώ και δύο χρόνια, μεταξύ άλλων προβλέπει τη σύσταση ειδικών δικαστηρίων για υποθέσεις «τρομοκρατίας», δίκες εξπρές για τις ίδιες υποθέσεις και ποινές φυλάκισης για τους δημοσιογράφους που δίνουν στη δημοσιότητα πληροφορίες, ρεπορτάζ ή δηλώσεις που διαφέρουν από τις επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις.
Είναι προφανές ότι η στρατιωτική χούντα εκμεταλλεύεται τη δολοφονία του Γενικού Εισαγγελέα και τις πολύνεκρες συγκρούσεις που ακολούθησαν στη Χερσόνησο του Σινά για να νεκραναστήσει τους διαβόητους νόμους έκτακτης ανάγκης που ίσχυαν επί δεκαετίες και μπήκαν στο συρτάρι μετά την ανατροπή του δικτάτορα Χόσνι Μουμπάρακ το 2011.
Πιο συγκεκριμένα, ο νέος αντιτρομοκρατικός νόμος, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη σύσταση ειδικών δικαστηρίων για εγκλήματα «τρομοκρατίας», σκληρότερων προφανώς από τα στρατιωτικά δικαστήρια, τα οποία μέχρι τώρα δικάζουν διαδηλωτές και πολιτικούς αντιπάλους της στρατιωτικής χούντας σε μαζικές δίκες, με συνοπτικές διαδικασίες και κατασκευασμένες κατηγορίες και επιβάλλουν πολύχρονες ποινές και εκατοντάδες θανατικές καταδίκες. Επιταχύνει τη διαδικασία διεξαγωγής των δικών για υποθέσεις «τρομοκρατίας» και περιορίζει από δύο -που ίσχυε μέχρι τώρα- σε μία τη δυνατότητα υποβολής έφεσης, μειώνοντας ταυτόχρονα την προθεσμία υποβολής σε 40 από 60 μέρες. Προβλέπει, ακόμη, ποινή φυλάκισης για όποιον ηχογραφεί ή αναμεταδίδει τη δικαστική διαδικασία σε υποθέσεις «τρομοκρατίας» χωρίς την άδεια του δικαστηρίου.
Δημιουργεί μια νέα κατηγορία κράτησης με στόχο την αποτροπή διάπραξης εγκληματικής πράξης, που σημαίνει ότι η αστυνομία μπορεί να συλλαμβάνει και να φυλακίζει για περίοδο εφτά ημερών όποιον θεωρεί ύποπτο διάπραξης εγκληματικής πράξης, χωρίς να υπάρχουν στοιχεία σε βάρος του, την οποία οι εισαγγελείς έχουν το δικαίωμα να ανανεώνουν απεριόριστα.
Ιδιαίτερα σκληρός είναι ο νόμος και στο ζήτημα της χρηματοδότησης της «τρομοκρατίας», καθώς προβλέπει την ποινή των ισοβίων για όποιον χρηματοδοτεί «τρομοκράτη» (προφανώς μεταξύ των ύποπτων μπορεί να είναι και η οικογένειά του) και τη θανατική ποινή για όποιον χρηματοδοτεί «τρομοκρατικές» ομάδες. Με τη θανατική ποινή τιμωρείται και όποιος ιδρύει, καθοδηγεί ή οργανώνει «τρομοκρατική» ομάδα. Με την ευρύτατη, φυσικά, ερμηνεία του όρου «τρομοκρατία» που δίνει η στρατιωτική χούντα, χαρακτηρίζοντας «τρομοκράτες» όλους σχεδόν τους πολιτικούς αντιπάλους της.
Επίσης, δίνει το δικαίωμα στον πρόεδρο της χώρας να επιβάλλει απαγόρευση της κυκλοφορίας και την εκκένωση του πληθυσμού μιας περιοχής για περίοδο έξι μηνών, με την έγκριση, τύποις φυσικά, του υπουργικού συμβουλίου.
Ωστόσο, το σημείο του νέου αντιτρομοκρατικού νόμου που προκαλεί τις περισσότερες αντιδράσεις μέσα και έξω από τη χώρα είναι το άρθρο 33, το οποίο επιχειρεί να βάλει φίμωτρο στον Τύπο. Το άρθρο αυτό προβλέπει ότι «όσοι σκόπιμα γράφουν ή δημοσιεύουν αναληθείς ειδήσεις που αφορούν σε επιχειρήσεις σχετικές με την τρομοκρατία θα τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών». Ορίζει δε ως «αναληθείς ειδήσεις όσες έρχονται σε αντίθεση με τις επίσημες ανακοινώσεις από το ενδιαφερόμενο μέρος». Η ασάφεια του άρθρου καλύπτει κάθε υπηρεσία ή μηχανισμό που έχει σχέση με την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας». Η ίδια ποινή θα επιβάλλεται και σε όσους απλά αναμεταδίδουν ή αναδημοσιεύουν σχετικά ρεπορτάζ διεθνών ειδησεογραφικών πρακτορείων, γιατί, σύμφωνα με την κυβερνητική προπαγάνδα, υπονομεύουν το ηθικό του στρατού.
Το άρθρο 33 προέκυψε μετά τις συντονισμένες επιθέσεις από το ισλαμικό αντάρτικο την 1η Ιούλη σε τουλάχιστον 15 φυλάκια του στρατού και της αστυνομίας στο Σινά, κατά τις οποίες, σύμφωνα με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, έπεσαν νεκροί 21 στρατιώτες και αστυνομικοί, ενώ διεθνή πρακτορεία, όπως το Reuters, το Associated Press και το BBC ανέβαζαν τον αριθμό των απωλειών γύρω στους 70. Σημειωτέον ότι εδώ και μήνες απαγορεύεται η παρουσία αιγυπτίων και ξένων δημοσιογράφων στη Χερσόνησο του Σινά και όποιος κατάφερνε με πολλές δυσκολίες να συγκεντρώσει κάποιες ακριβείς πληροφορίες έπρεπε να το σκεφτεί καλά πριν τις δημοσιεύσει, γιατί ακόμη και πριν από το νέο αντιτρομοκρατικό νόμο κινδύνευε με σύλληψη και φυλάκιση με τις κατηγορίες της αποκάλυψης των θέσεων του στρατού και της υπονόμευσης της ασφάλειας της χώρας και του ηθικού του στρατού. Αυτό σημαίνει ότι ο στρατός μπορεί να βομβαρδίζει και να σκοτώνει αμάχους, γιατί και οι αντάρτες κυρίως ανάμεσα στον άμαχο πληθυσμό κινούνται, χωρίς να βγαίνει τίποτα στη δημοσιότητα.
Στο στόχαστρο της στρατιωτικής χούντας βρίσκονται και οι ξένοι δημοσιογράφοι. Με έναν οδηγό στην αγγλική γλώσσα, που εξέδωσε στο τέλος Ιούνη, για την ορολογία που πρέπει να χρησιμοποιούν οι ξένοι δημοσιογράφοι όταν αναφέρονται σε «τρομοκρατικές» οργανώσεις, τους συστήνει να μην χρησιμοποιούν όρους που παραπέμπουν στην ισλαμική τους ταυτότητα, όπως «ισλαμιστής», «τζιχαντιστής» και «φονταμενταλιστής», γιατί αμαυρώνουν την εικόνα του Ισλάμ, αλλά να χρησιμοποιούν όρους όπως «τρομοκράτες», «εξτρεμιστές», «εγκληματίες», «δολοφόνοι», «σφαγείς», «εκτελεστές», «καταστροφείς». Το επόμενο βήμα θα είναι πιθανότατα οι συλλήψεις, οι ποινικές διώξεις ή οι απελάσεις όσων αγνοούν ή παραβιάζουν τις συστάσεις αυτές. Να υπενθυμίσουμε την πολύμηνη προφυλάκιση των τριών δημοσιογράφων του Αλ Τζαζίρα, που κάλυπταν τη σφαγή από το στρατό των οπαδών του Μόρσι στην πλατεία Ραμπάα τον Ιούλη του 2013, αλλά και την πρόσφατη περίπτωση του ισπανού δημοσιογράφου Ρικάρδο Γκονθάλεθ, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αίγυπτο για να αποφύγει την επικείμενη σύλληψη.
Ο νέος αντιτρομοκρατικός νόμος δεν είναι παρά μια ακόμη απόδειξη της αποτυχίας του στρατηγού Σίσι να αποκαταστήσει στη χώρα τη σταθερότητα και την ασφάλεια που είχε υποσχεθεί προεκλογικά. Παρά το όργιο της κρατικής καταστολής, το ισλαμικό αντάρτικο στη Χερσόνησο του Σινά, αυτοαποκαλούμενο «Κράτος του Σινά», όχι μόνο δεν έχει αποδυναμωθεί αλλά έχει ενισχύσει τις γραμμές του και έχει αναβαθμίσει τον εξοπλισμό και τις επιχειρησιακές του ικανότητες. Απόδειξη η συντονισμένη επίθεση σε φυλάκια του στρατού και της αστυνομίας στο Σινά την ίδια μέρα (1η Ιούλη) που το υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε το νέο αντιτρομοκρατικό νόμο, η οποία έληξε με 205 νεκρούς (στρατιώτες, αστυνομικούς, πολίτες και αντάρτες), σύμφωνα με την κυβερνητική ανακοίνωση. Την ίδια μέρα, σε μια επιχείρηση αντιποίνων για το θάνατο του Γενικού Εισαγγελέα, η αστυνομία συνέλαβε και εκτέλεσε εν ψυχρώ εννιά στελέχη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε διαμέρισμα του δυτικού Καΐρου, μεταξύ των οποίων ήταν ένας γνωστός δικηγόρος και πρώην βουλευτής της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ένας γιατρός, ένας παιδίατρος και ο πρώτος πρόεδρος της Φοιτητικής Ενωσης του πανεπιστημίου της Μανσούρα μετά τη λαϊκή εξέγερση το Γενάρη του 2011. Οι νεκροί, σύμφωνα με την κυβερνητική ανακοίνωση, ήταν «τρομοκράτες» που έκαναν κατά τη συνάντησή τους σχέδια «τρομοκρατικών» επιθέσεων και σκοτώθηκαν κατά την ανταλλαγή πυρών με την αστυνομία, ενώ, σύμφωνα με την ανακοίνωση της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ήταν άοπλοι και συζητούσαν για το πρόγραμμα βοήθειας των οικογενειών κρατουμένων.
Είναι βέβαιο ότι ούτε ο νέος αντιτρομοκρατικός νόμος, ούτε τα ισόβια και οι θανατικές ποινές, ούτε οι επιχειρήσεις αντιποίνων και οι εν ψυχρώ δολοφονίες πολιτικών αντιπάλων μπορούν να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε ανθρώπους που είναι προγραμμένοι από τη στρατιωτική χούντα και πολύ περισσότερο σε ανθρώπους που έχουν πάρει τα όπλα και ρισκάρουν καθημερινά τη ζωή τους. Αντίθετα, είναι βέβαιο ότι, στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην Αίγυπτο αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, όσο κλιμακώνεται η κρατική καταστολή τόσο θα ενισχύονται οι γραμμές του ισλαμικού αντάρτικου ή άλλων ριζοσπαστικών μαχητικών ομάδων που υπάρχουν ή θα εμφανιστούν στο μέλλον ή ακόμη και ένοπλων ομάδων που θα προέλθουν από τις γραμμές της Μουσουλμανικής Αδελφότητας.
Να σημειωθεί ότι τα τεκταινόμενα στην Αίγυπτο, τη μεγαλύτερη και πολυπληθέστερη αραβική χώρα, έχουν σοβαρές επιπτώσεις σε ολόκληρη τη Μέση Ανατολή.