Οι φανατικοί οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ, όταν δεν μπορούν να υπερασπιστούν τη μνημονιακή συμφωνία, είτε γιατί και οι ίδιοι αισθάνονται προδομένοι είτε γιατί έχουν αφοπλιστεί από επιχειρήματα, καταλήγουν στην έσχατη γραμμή άμυνας: Διαπραγματευτήκαμε πάντως. Διαπραγματευτήκαμε σκληρά, επί πέντε μήνες, τους αναγκάσαμε να κάνουν τόσα Eurogroup, τόσες συσκέψεις, τόσες διμερείς ή πολυμερείς συναντήσεις, ακόμη και σύνοδο κορυφής. Δεν μπορείς να πεις ότι παραδοθήκαμε αμαχητί σαν τους προηγούμενους, ότι συναινέσαμε στη μνημονιακή πολιτική, γιατί ήταν και δική μας πολιτική. Τελικά, ναι χάσαμε, αλλά με το κεφάλι ψηλά και με την ελπίδα ότι στο μέλλον θα διορθώσουμε τα πράγματα, αφού δεν κατάφεραν να υλοποιήσουν το σενάριο της αριστερής παρένθεσης.
Το τελευταίο, για την ελπίδα που παραμένει ακόμη ζωντανή, δεν αξίζει τον κόπο να το σχολιάσουμε. Αρκεί μια απλή σύγκριση με τη στρατηγική και την τακτική διαχείρισης που υποσχόταν προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη βεβαιότητα ότι δεν μπορεί να συμβεί οτιδήποτε διαφορετικό από την υλοποίηση αυτής της στρατηγικής και τακτικής, για να κατανοήσει ο καθένας αν δικαιούται να τρέφει οποιαδήποτε ελπίδα για ένα διαφορετικό μέλλον. Θα μείνουμε όμως στο επιχείρημα περί σκληρής διαπραγμάτευσης, η οποία δεν κατάφερε να πετύχει κάτι καλύτερο από την τελική συμφωνία.
Υποστηρίζουμε ότι το τελευταίο πεντάμηνο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαπραγματεύεται με τους ιμπεριαλιστές δανειστές, αλλά διαπραγματεύεται με τον ελληνικό λαό και το εσωτερικό του (σημαντική μερίδα μελών και στελεχών του, που άλλα περίμενε). Κάνει πολιτική διαπραγμάτευση, με την έννοια ότι προσπαθεί να πείσει τους δανειστές πως δεν έχουν άλλη εναλλακτική λύση εξουσίας στην Ελλάδα και γι’ αυτό πρέπει να τον στηρίξουν, επιτρέποντάς του μια σχετικά ήπια μνημονιακή συμφωνία, την οποία θα μπορεί να περάσει από τη Βουλή χωρίς κλυδωνισμούς και χωρίς να βγάλει τον ελληνικό λαό στους δρόμους, σε εκδηλώσεις σαν εκείνες που συνόδευαν την ψήφιση των Μνημονίων και των βασικών εφαρμοστικών τους νόμων. Οπως δείχνει το αποτέλεσμα, δεν τους έπεισε, αν και πρέπει να σημειώσει κανείς ότι η μεταχείριση που είχε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε σημαντικά διακριτικότερη σε σχέση με τη μεταχείριση που είχαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Οι ιμπεριαλιστές πήραν υπόψη τους την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και την απουσία ορατής εναλλακτικής λύσης εξουσίας και με βάση αυτή την παραδοχή εξάντλησαν τις πιέσεις τους πάνω στον Τσίπρα και τους υπουργούς του, χωρίς οποιαδήποτε στιγμή να διακινδυνεύσουν μια ρήξη. Κάθε φορά που τα πράγματα έφταναν σε αδιέξοδο, εμφανιζόταν σαν από μηχανής θεός κάποιο κέντρο και έδινε διέξοδο, οργανώνοντας ένα νέο γύρο διαπραγμάτευσης. Βεβαίως, στη διάρκεια αυτών των ομόκεντρων κύκλων διαπραγμάτευσης η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου όλο και κάτι εγκατέλειπε, όλο και έσβηνε κάποιες «κόκκινες γραμμές», όλο και διολίσθαινε προς τις απαιτήσεις των δανειστών. Ομως αυτή είναι η λογική κάθε διαπραγμάτευσης, στο πλαίσιο της οποίας τα μέρη δεν είναι ίσα από άποψη δύναμης, δεν είναι καν κοντά, αλλά τα χωρίζει μεγάλη διαφορά δύναμης. Δύναμης κεφαλαίου στην προκείμενη διαπραγμάτευση.
Το καταρχήν περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης καθορίστηκε πριν ακόμη η νέα συγκυβέρνηση συμπληρώσει μήνα στην εξουσία. Δύο ήταν οι ενέργειες που καθόρισαν το πλαίσιο. Πρώτο, η εγκατάλειψη από πλευράς συγκυβέρνησης του προεκλογικού συνθήματος για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, η αναγνώριση του συνόλου του χρέους ως νόμιμου και η διατύπωση αιτήματος για αναδιάρθρωσή του, σύμφωνα με τη δέσμευση που είχε αναληφθεί από το Eurogroup το Νοέμβρη του 2012. Δεύτερο, η υπογραφή της συμφωνίας της 20ής Φλεβάρη, που προέβλεπε παράταση της δανειακής σύμβασης και του Μνημόνιου, ολοκλήρωση της αξιολόγησης και προετοιμασία για ένα νέο πρόγραμμα (νέα δανειακή σύμβαση και νέο Μνημόνιο, φυσικά, γιατί δάνειο χωρίς όρους δε δίνουν οι ιμπεριαλιστές).
Αν δεν υπήρχαν αντιδράσεις (όλοι θυμόμαστε εκείνη τη δοκιμαστική ψηφοφορία που προκάλεσε ο Τσίπρας στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, λίγες μέρες μετά τη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη, με περισσότερους από 30 βουλευτές να δηλώνουν ότι θα την καταψήφιζαν), ενδεχομένως η διαπραγμάτευση να είχε ολοκληρωθεί πρωτύτερα. Ομως, υπό τις δεδομένες περιστάσεις και με νωπή ακόμη τη «λαϊκή εντολή» και την προεκλογική δημαγωγία, ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ χρειαζόταν ένα διάστημα για να «ωριμάσει», αλλά και για να υπάρξει η σχετική δραματοποίηση που θα έφερνε τον ελληνικό λαό μπροστά στο καθιερωμένο ψευτοδίλημμα: μνημονιακή συμφωνία ή χρεοκοπία και καταστροφή;
Μα δε γινόταν διαπραγμάτευση όλο αυτό το διάστημα; Φυσικά και γινόταν, επί της ουσίας όμως δε διέφερε από τη διαπραγμάτευση που και οι προηγούμενες κυβερνήσεις έκαναν. Μόνον τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της διαπραγμάτευσης άλλαζαν, δεδομένου ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναγκασμένος να της δώσει πιο «φαντεζί» χαρακτήρα και οι ιμπεριαλιστές δανειστές να αποδεχτούν ότι πρέπει να κάνουν τη διαπραγμάτευση με νέο τρόπο, μιας και στην Ελλάδα υπήρχε ένα διαφορετικό πολιτικό περιβάλλον, το οποίο έπρεπε να πάρουν υπόψη, δεδομένου ότι δεν είχαν εναλλακτική λύση ώστε να αδιαφορήσουν για την επιβίωση της συγκυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου ή να επιδιώξουν την ανατροπή της.
Οι αναγνώστες της «Κ» γνωρίζουν καλά πως την κατάληξη στη μνημονιακή συμφωνία την έχουμε προεξοφλήσει πριν τις εκλογές. Η στήλη, σε μια σειρά άρθρων υπό το γενικό τίτλο «Το Μνημόνιο, το μετα-Μνημόνιο και ο ΣΥΡΙΖΑ», είχε περιγράψει αυτό που τώρα αποτυπώνεται στη νέα μνημονιακή συμφωνία. Και όλο το πεντάμηνο, ανεξάρτητα από το πώς πήγαινε η διαπραγμάτευση, επιμέναμε σταθερά ότι ο προσανατολισμός της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ είναι προς μια νέα μνημονιακή συμφωνία και κρατούσαμε μια επιφύλαξη για τυχόν «ατύχημα» που θα μπορούσε να τους προκύψει κατά τη διαδικασία της διαπραγμάτευσης. Δεν έχουμε κανένα κληρονομικό χάρισμα, ούτε μας αρέσει να τζογάρουμε με πολιτικές προβλέψεις. Η βεβαιότητά μας προέκυπτε από την ανάλυση των βασικών παραμέτρων του ελληνικού καπιταλισμού και από τη θεωρητική εκτίμηση για τον ταξικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, ως μιας καθαρόαιμης αστικής πολιτικής δύναμης, σοσιαλδημοκρατικού τύπου, που δεν προτίθεται να αμφισβητήσει στο ελάχιστο το εσωτερικό και το διεθνές στάτους του ελληνικού καπιταλισμού.
Γι’ αυτό και υποστηρίζουμε πως η διαπραγμάτευση που γινόταν όλο αυτό το διάστημα είχε στη βάση της πολιτικές επιδιώξεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθούσε να σώσει κάτι από την πολιτική του «αξιοπρέπεια» (δηλαδή, τη δυνατότητά του να εξαπατά το λαό και άρα να διατηρηθεί ως ηγεμονική δύναμη του αστικού συστήματος εξουσίας) και οι ιμπεριαλιστές δανειστές τον έσπρωχναν προς το ακρότατο όριο των αντοχών του, το οποίο εγκαίρως διαπίστωσαν ότι είναι πολύ ελαστικό και εύκολα μετατοπίσιμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δε διαπραγματευόταν τη μνημονιακή συμφωνία (αυτή ήταν δεδομένη από τις 20 Φλεβάρη), αλλά την έκταση του πρώτου μνημονιακού «πακέτου» που οι δανειστές θα τον υποχρέωναν να εφαρμόσει. Αυτές οι αντιτιθέμενες επιδιώξεις ανάμεσα στα δύο μέρη της διαπραγμάτευσης έφεραν την επιμήκυνση της διάρκειάς της μέχρι το ακρότατο σημείο της και απαίτησαν την ενεργοποίηση του πολιτικού προσωπικού της Ευρωζώνης και όχι των τεχνοκρατών της τρόικας.
Ο Μαρξ και ο Ενγκελς μας δίδαξαν πως σε μικροπεριόδους οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε φατρίες με διαφορετικές επιδιώξεις μπορεί να φέρουν κρίση στο σύστημα, όμως σε τελική ανάλυση θα επιβληθεί η κατεύθυνση που είναι σύμφωνη με τα δεδομένα της καπιταλιστικής οικονομίας. Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση της διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και τους ιμπεριαλιστές δανειστές. Η διαπραγμάτευση τράβηξε σε μάκρος, ήταν πιο περίπλοκη από τις αντίστοιχες διαπραγματεύσεις της τελευταίας πενταετίας, μπορεί κάποιες στιγμές να εγκυμονούσε ακόμη και το «ατύχημα», όμως το αποτέλεσμά της ήταν απόλυτα συμβατό με τα οικονομικά δεδομένα επί των οποίων αναπτύχθηκε. Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ εκπροσώπησε τον ελληνικό καπιταλισμό έναντι μιας ομάδας ιμπεριαλιστικών κρατών και διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών, οι οποίοι συντονισμένα επέβαλαν τη θέλησή τους, όπως υπαγορεύει ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στα δύο μέρη.
Δεν μπορούσε να γίνει τίποτα διαφορετικό; Οχι, στη συγκεκριμένη διαπραγμάτευση το διαφορετικό ως ζητούμενο ήταν ένα ακόμη προεκλογικό ψεύδος, που εγκλώβισε τον ελληνικό λαό στη λογική της διαχείρισης του συστήματος. Διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν απέναντι στους ιμπεριαλιστές στεκόταν μια επαναστατική δύναμη. Αυτή η δύναμη, όμως, δε θα εκπροσωπούσε την αστική αλλά μια προλεταριακή Ελλάδα και δε θα είχε ανάγκη να κάνει τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις, γιατί θα είχε πάρει μονομερώς αποφάσεις που θα συνέτειναν στην οικοδόμηση του κομμουνισμού.
Πέτρος Γιώτης