Εκθέσεις ιδεών και δηλώσεις προθέσεων, που, όμως προϋποθέτουν την έγκριση από τους ξένους δανειστές (αυτό, βεβαίως, δεν ομολογείται), διανθισμένες με ελάχιστες «δεσμεύσεις», ήταν οι ομιλίες στη Βουλή του υπουργού Παιδείας και του αναπληρωτή υπουργού Παιδείας στη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων της συγκυβέρνησης.
Οι αναφορές στο στόχο της παροχής «δημόσιας, δωρεάν, δημοκρατικής, υψηλού επιπέδου Παιδείας», στο στόχο της αρραγούς σύνδεσης της Παιδείας με τον πολιτισμό, στο στόχο της «άμβλυνσης των μορφωτικών ανισοτήτων, που έχουν την αιτία τους στις ταξικές διαφορές της κοινωνίας», τοποθετημένες μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού και μάλιστα στις χειρότερες περιόδους του, τις περιόδους μεγάλης οικονομικής κρίσης, την οποία το κεφάλαιο διαχειρίζεται σε βάρος των κοινωνικών αγαθών (π.χ. Παιδεία), χάνουν τη σημασία τους. Γίνονται απλά για να λειτουργήσουν ως άλλοθι για ό,τι δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί, γίνονται για να σκεπάσουν σαν ομίχλη τη διαχείριση ενός εκπαιδευτικού συστήματος, που είναι αποφασιστικός παράγοντας διαιώνισης του καπιταλισμού. Γιατί σχολείο έξω από την πολιτική δεν νοείται και κατά συνέπεια δεν νοείται σχολείο έξω από τους στόχους και τις προτεραιότητες του αστικού συστήματος, όσον αφορά στη διαμόρφωση της προσωπικότητας, στην ποιότητα και ποσότητα των γνώσεων και των δεξιοτήτων που παρέχονται, ώστε να υπηρετούνται στη συνέχεια το δίπολο εκμεταλλευτών-εκμεταλλευόμενων και οι ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής.
Παρεμβάσεις, βεβαίως, και μικροδιορθώσεις θα υπάρξουν, όπως άλλωστε υπήρξαν και στο παρελθόν, όμως, αυτές δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να επηρεάσουν την ουσία, την καρδιά της Παιδείας, που δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαμόρφωση ανθρώπων-μερικών εργαλείων. Πλην, όμως, ακόμα και αυτές θα είναι πολύ αναιμικές στην περίοδο της σκληρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Αμφιβάλλουμε δε, αν γίνουν πράξη ακόμη και αυτές. Εξ ου και οι Συριζαίοι, υπουργός Παιδείας και αναπληρωτής υπουργός, απέφυγαν να δεσμευτούν σε ημερομηνίες και συγκεκριμένους αριθμούς (π.χ. διορισμοί, επαναλειτουργία σχολείων, κ.λπ.), γνωρίζοντας καλά ότι όλα αυτά είναι κούφια λόγια από τη στιγμή που μπαίνουν κάτω από την Δαμόκλειο σπάθη της τρόικας ή του μνημόνιου, όπως κι αν αυτό ονομασθεί.
Μέτρα που ανακοινώθηκαν, όπως
– οι διορισμοί μόνιμων εκπαιδευτικών
– η επαναφορά της ενισχυτικής διδασκαλίας και της πρόσθετης διδακτικής στήριξης
– η ενίσχυση της εκπαίδευσης ευάλωτων και περιθωριοποιημένων ομάδων του πληθυσμού (δυσπρόσιτες περιοχές, Ρομά, μειονότητες, κ.λπ)
– η ενίσχυση της εκπαίδευσης των ελλήνων του εξωτερικού
– η δωρεάν δεκατετράχρονη εκπαίδευση (δίχρονο νηπιαγωγείο, δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο)
– η επαναλειτουργία σχολείων που καταργήθηκαν
– η καθιέρωση της διδασκαλίας περισσότερων ξένων γλωσσών και μάλιστα σε επίπεδο που να δίνει τη δυνατότητα παροχής πιστοποιητικού γλωσσομάθειας από το δημόσιο σχολείο
– η καθιέρωση της αισθητικής αγωγής, της φυσικής αγωγής, της καλλιέργειας των τεχνών, της περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, της αγωγής υγείας ως ισότιμων πτυχών των αναλυτικών προγραμμάτων με τις παραδοσιακές εγκύκλιες γνώσεις (και κατά συνέπεια ο διορισμός του αντίστοιχου εκπαιδευτικού προσωπικού)
– η επαναλειτουργία των τομέων που καταργήθηκαν στη λεγόμενη τεχνικοεπαγγελματική εκπαίδευση
– η επαναφορά στις θέσεις τους των εκπαιδευτικών των 50 ειδικοτήτων της ΤΕΕ που καταργήθηκαν και βρίσκονταν σε διαθεσιμότητα
– η απρόσκοπτη πρόσβαση όλων των νηπίων στη δίχρονη προσχολική αγωγή
– η ίδρυση και λειτουργία ειδικών σχολείων για τα παιδιά με αναπηρία και ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, που δεν μπορούν να ενταχθούν στο τυπικό σχολείο, κ.λπ.
είναι κυριολεκτικά «στον αέρα», έτσι και δε συναινέσουν οι δανειστές που κάνουν και το κουμάντο. Γιατί απαιτούν χρήμα. Και γιατί δημιουργούν την αίσθηση στο πόπολο ότι οι ανάγκες του μπαίνουν σε πρώτη μοίρα, πράγμα που δεν ταιριάζει καθόλου με την παγίωση της κινεζοποίησης που οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές θέλουν να επιβάλλουν στον ελληνικό λαό.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η επαναφορά των εκπαιδευτικών των καταργημένων ειδικοτήτων της ΤΕΕ στις θέσεις τους δεν αναφέρθηκε από τον πρωθυπουργό Τσίπρα στις προγραμματικές του δηλώσεις, ενώ αντίθετα αναφέρθηκε η επιστροφή των απολυμένων καθαριστριών, των σχολικών φυλάκων και των διοικητικών υπάλληλων των ΑΕΙ. Τυχαίο; Δεν νομίζουμε. Αλλωστε, η υπόθεση και αυτών των εργαζόμενων ήρθε στο φως και απασχόλησε για καιρό την επικαιρότητα επειδή και αυτοί έδωσαν αγώνες διεκδικώντας το δικαίωμα στη δουλειά τους, όπως και οι άλλες κατηγορίες απολυμένων και διαθέσιμων, ενώ και η προσφορά της «πίτας» των 20.000 και πάνω μαθητών αυτών των τομέων στα ιδιωτικά «μαγαζιά» της γνώσης αγανάκτησε τις εργαζόμενες οικογένειες. Κατά τη γνώμη μας, η συγκυβέρνηση δε θέλει να δεσμευτεί για την επαναφορά αυτών των εκπαιδευτικών, παρά τα μεγάλα λόγια των υπουργών Παιδείας, όταν μάλιστα οι δανειστές πιέζουν για την ολοκλήρωση των δεσμεύσεων για απολύσεις στο δημόσιο.
Το ίδιο ισχύει και με τους διορισμούς των μόνιμων εκπαιδευτικών. Γι’ αυτό και αποφεύγεται συστηματικά να γίνει έστω και απλή νύξη για κάλυψη όλων των κενών. Ο δε αναπληρωτής υπουργός Παιδείας Τάσος Κουράκης μιλά μόνο για «προσπάθεια» μείωσης του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα (που συνεπάγεται αυτόματα την πρόσληψη νέου εκπαιδευτικού προσωπικού).
Καμιά αναφορά δε γίνεται επίσης στον τρόπο διορισμού των μόνιμων εκπαιδευτικών. Θυμίζουμε ότι προεκλογικά έγινε πολύς ντόρος για την κατάργηση του «διαγωνισμού της ντροπής», του ΑΣΕΠ, για τους εκπαιδευτικούς και υπήρξαν σαφέστατες δηλώσεις όλων των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, των αρμόδιων για θέματα Παιδείας, ότι ο διαγωνισμός θα καταργηθεί και οι όποιες προσλήψεις (λέμε τώρα) θα γίνουν από τους επιτυχόντες και μη διορισθέντες προηγούμενων ετών και από τους εκπαιδευτικούς με προϋπηρεσία αναπληρωτή. Και αυτή η αποφυγή αναφοράς στο εν λόγω θέμα δεν είναι τυχαία. Ο «διαγωνισμός της ντροπής» κατήργησε ουσιαστικά τα πανεπιστημιακά πτυχία των εκπαιδευτικών, άνοιξε το δρόμο για την άρση της μονιμότητας και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων στη δημόσια εκπαίδευση και οι συριζαίοι που έχουν αναλάβει δεσμεύσεις έναντι του αστικού συστήματος δε θέλουν να διαταράξουν ισορροπίες.
Μοναδική «δέσμευση» στον τομέα των πρακτικών μέτρων θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι μόνο ο τερματισμός της πολιτικής των συγχωνεύσεων-καταργήσεων σχολικών μονάδων. Αλλωστε το τσουνάμι που προηγήθηκε στο κλείσιμο των σχολείων τα προηγούμενα χρόνια ήταν σαρωτικό.
Τόσο ο υπουργός Παιδείας Αριστείδης Μπαλτάς όσο και ο αναπληρωτής υπουργός Τάσος Κουράκης αναφέρθηκαν στην κατάργηση της κακόφημης τράπεζας θεμάτων από το τρέχον σχολικό έτος (μόλις πριν από μια εβδομάδα διαφωνούσαν δημόσια επ’ αυτού), που έστειλε χιλιάδες μαθητές στη γκιλοτίνα, γιγάντωσε τα φροντιστήρια και ματαίωσε από πολύ νωρίς τα όνειρα για σπουδές. Η κατάργηση της τράπεζας θεμάτων ήταν και το μοναδικό μέτρο -μαζί με την κατάργηση των Συμβουλίων διοίκησης των πανεπιστημίων- που αναφέρθηκε και από τον ίδιο τον Τσίπρα. Ομως και αυτό το μέτρο έμεινε «κουτσό». Και εξηγούμαστε: Μπορεί να ανακοινώθηκε η κατάργηση των εξετάσεων πανελλαδικού τύπου της Α΄ και Β΄ λυκείου μέσω της υποχρεωτικής επιλογής κατά 50% των θεμάτων από την τράπεζα θεμάτων, η κατάργηση της προσμέτρησης των βαθμών προαγωγής της Α΄ και Β΄ λυκείου και του βαθμού απόλυσης της Γ΄ λυκείου στο βαθμό πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η επαναφορά του μέσου όρου 9,5 για την προαγωγή και απόλυση, όμως η τράπεζα θεμάτων παραμένει στο περιθώριο, έχοντας ρόλο «συμβουλευτικό»: «Καταργούμε την υποχρεωτική επιλογή του 50% των θεμάτων των εξετάσεων του λυκείου από την τράπεζα θεμάτων. Και όπως είπαμε η τράπεζα θα παραμείνει ως συμβουλευτικό, προαιρετικό εργαλείο για εκπαιδευτικούς και μαθητές». Ουσιαστικά, δηλαδή, εφόσον δεν εξαφανίζεται άπαξ διά παντός η τράπεζα θεμάτων, αφενός ασκεί πίεση στους μαθητές να παπαγαλίζουν από το πεδίο αυτό απόθεσης εκατοντάδων θεμάτων ανά γνωστικό αντικείμενο τις «λύσεις» για να αντεπεξέλθουν στις εξετάσεις, σπρώχνοντας εμμέσως στα φροντιστήρια και αφετέρου δίνει και τυπικά το δικαίωμα, ειδικά σε κάποιους μαθητο-κυνηγούς εκπαιδευτικούς, να επιλέγουν από αυτήν θέματα αυξημένης δυσκολίας. Την παραμονή της τράπεζας θεμάτων σε ρόλο «συμβουλευτικό» εμείς μπορούμε να την ερμηνεύσουμε ως μια άλλη προσπάθεια των συριζαίων να κρατήσουν τις ισορροπίες του συστήματος, ικανοποιώντας διάφορες πλευρές και ειδικά αυτές που επιμένουν με σφοδρότητα στο ανελέητο χτύπημα της τάσης της ελληνικής νεολαίας της εργαζόμενης κοινωνίας για πανεπιστημιακή μόρφωση. Εξ ου και η «ελεύθερη πρόσβαση» στο πανεπιστήμιο έγινε πολύ μακρινός και θολός στόχος (αν θεωρήσουμε ότι υπήρξε στα λόγια έστω), ενώ όλη η προσπάθεια θα επικεντρωθεί στη διαμόρφωση ενός συστήματος επιλογής για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, έστω και με διευρυμένες τις δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ των επιστημονικών πεδίων εξειδίκευσης, ώστε οι υποψήφιοι να μπορούν να επιλέγουν περισσότερα πεδία.
Πρέπει να τονίσουμε ότι έτσι κι αλλιώς οι εξετάσεις για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο είναι κυριολεκτικά μια καρμανιόλα, καθώς διεξάγονται πάνω σε πολύ μεγάλη ύλη (η προηγούμενη πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αύξησε την ύλη σχεδόν στο διπλάσιο). Ο Τάσος Κουράκης μίλησε, βέβαια, για επανασχεδιασμό των αναλυτικών προγραμμάτων και των εγχειριδίων και μείωση του όγκου της ύλης, όμως όλα τούτα, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα γίνουν, απαιτούν χρόνο. Οι ίδιοι μάλιστα μίλησαν για αλλαγές σε ορίζοντα τετραετίας. Σύγχυση επίσης υπάρχει και ως προς τον αριθμό των εξεταζόμενων μαθημάτων για την εισαγωγή στα ΑΕΙ-ΤΕΙ αν θα είναι έξι ή τέσσερα (φέτος, που δεν αλλάζουν τα δεδομένα για τις εισαγωγικές στη Γ΄ λυκείου οι μαθητές εξετάζονται σε έξι μαθήματα, ενώ ο νόμος Αρβανιτόπουλου θέσπισε τα τέσσερα μαθήματα).
Στις ελληνικές καλένδες, όπως καταλαβαίνουμε από τις προγραμματικές δηλώσεις, παραπέμπεται και η προεκλογική εξαγγελία για «ενιαίο λύκειο θεωρίας και πράξης», καθώς στόχος είναι «ο σχεδιασμός της αναβάθμισης της τεχνικής εκπαίδευσης» και των προγραμμάτων των ΕΠΑΛ.
Οι προγραμματικές δηλώσεις απεκάλυψαν και την εμμονή της συγκυβέρνησης να φέρει «άμεσα» στο δημόσιο και ειδικά στην εκπαίδευση ένα νέο σύστημα αξιολόγησης (αντικαθίσταται το σημερινό νομοθετικό πλαίσιο), που, όμως, κατά τους υπουργούς δεν θα είναι «τιμωρητικό». Πολλές φορές έχουμε επισημάνει ότι εφόσον το σχολείο στον καπιταλισμό έχει να επιτελέσει συγκεκριμένο ρόλο, αποτελώντας ουσιαστικό και σπουδαίο γρανάζι του, είναι αναπόφευκτο και οι εργαζόμενοι σ’ αυτό, οι εκπαιδευτικοί του, να αξιολογούνται με βάση το κατά πόσο υπηρετούν και προάγουν με το έργο τους αυτό το ρόλο. Οσα, λοιπόν, φτιασιδώματα κι αν βάλει η συγκυβέρνηση σε αυτή τη διαδικασία, η ουσία δεν αλλάζει. Η διαπίστωση των ελλείψεων, ο σχεδιασμός και τα προγράμματα για να ξεπεραστούν, η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών που έχουν «ελλείψεις» η «ανατροφοδότηση», όλα, μα όλα, σ’ αυτή την κατεύθυνση θα κινούνται, αυτού του ρόλου τα «κενά» θα προσπαθούν να «γεμίσουν».
Για να δούμε δε, πίσω από τις ωραιοποιημένες φράσεις, ας θυμηθούμε τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης Κατρούγκαλου, που αποκαλύπτουν τη σύνδεση της αξιολόγησης με τη βαθμολογική, άρα και μισθολογική εξέλιξη του υπάλληλου, που χρόνια πολεμούσαν να μην εφαρμοστεί οι εργαζόμενοι: «…Να οργανώσουμε τη διοίκηση ώστε κανείς να μην αισθάνεται ότι απειλείται, κανείς να μην έχει την αίσθηση ότι η αξιολόγηση που θα κάνουμε θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά πράγματι απ’ την αξιολόγηση αυτοί που δίνουν παραπάνω από τον εαυτό τους στη δουλειά τους να μπορούν να έχουν μια πιο γρήγορη εξέλιξη, να μπορούν να επιλέγονται πιο δικαιοκρατικά στις θέσεις των προϊσταμένων».
Οσον αφορά στο Πειθαρχικό Δίκαιο, δέσμευση υπάρχει για την κατάργηση της διάταξης που θέτει τον υπάλληλο σε αργία με την απλή παραπομπή του στο πειθαρχικό και για την κατάργηση της διάταξης για την ανάρμοστη συμπεριφορά του υπάλληλου εντός και εκτός υπηρεσίας.
Τέλος, σημειώνουμε την αντικατάσταση της προεκλογικής δέσμευσης για άμεση κατάργηση του νόμου Διαμαντοπούλου για τα πανεπιστήμια, ο οποίος σύμφωνα ακόμα και με τον υπουργό Παιδείας Μπαλτά «υπήρξε η απόλυτη καταστροφή για την Ανώτατη εκπαίδευση», με τη δέσμευση μόνο για άμεση κατάργηση των Συμβουλίων διοίκησης, που «κατεδάφισαν ό,τι έμεινε όρθιο». Προεκλογικά, υπήρξαν δηλώσεις για την ανάγκη του διαλόγου για την κατάρτιση νέου νόμου, δηλώσεις που αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να κρατηθούν κάποιες ρυθμίσεις του. Προς το παρόν μένουμε στο σκοτάδι για το ποιες ακριβώς θα είναι αυτές. Πλην, όμως, σημειώνουμε ότι από τις προγραμματικές δηλώσεις απουσίασε παντελώς η αναφορά στην επαναφορά του πανεπιστημιακού ασύλου, κάτι που συμπλέει και με την παρουσία Πανούση στο υπουργείο Μπάτσων και Καταστολής και τις απόψεις που αυτός έχει εκφράσει για το ρόλο της αστυνομίας.
Λειψή και ασαφής ήταν επίσης η αναφορά του υπουργού Μπαλτά στο ζήτημα των «αιώνιων φοιτητών». Ο υπουργός χαρακτήρισε μεν το ζήτημα «ψευδοπρόβλημα», αφού κάποιοι από αυτούς μπορεί να έχουν πεθάνει, να έχουν μεταναστεύσει ή να κάνουν τελείως διαφορετικές δουλειές και ζήτησε τη συνεισφορά των διοικητικών υπάλληλων, που θα επανέλθουν στα ΑΕΙ, να αναζητήσουν σε «προσωποποιημένη βάση» αυτούς που θα «θελήσουν να επιστρέψουν», όμως δεν είπε το παραμικρό για το τι θα γίνει με τη διάρκεια των σπουδών που θα τους δοθεί ως δικαίωμα ή τι θα ισχύσει σχετικά με τη γενική διάρκεια σπουδών που θα ισχύει για όλους τους φοιτητές από δω και μπρος (ν+2).
Σημειώνουμε επίσης ότι προεκλογικά, ο υπουργός Μπαλτάς δήλωνε ότι δεν θα καταργηθούν οι πρυτανικές αρχές που εκλέχτηκαν πρόσφατα με το νόμο Διαμαντοπούλου, παρότι είναι γνωστό ότι αυτές εκλέχτηκαν με προεπιλογή από τα κακόφημα Συμβούλια διοίκησης, ώστε να είναι αρεστές στο σύστημα και να μην έχουν πάει κόντρα στο νόμο Διαμαντοπούλου και τις αντιδραστικές διατάξεις του.
Σημείο και αυτό της παλάντζας των συριζαίων, της προσπάθειας λειτουργίας τους εντός των τειχών του αστικού συστήματος, της προσπάθειας να στείλουν πολλαπλά μηνύματα υποταγής στο κεφάλαιο και τους υπηρέτες του (ντόπιους και ξένους).