ΓΙΑγορά. Κάποτε για τον ελληνικό πολιτισμό η λέξη αντιπροσώπευε το χώρο όπου συναντιούνταν οι πολίτες, συζητούσαν και έπαιρναν αποφάσεις. Σήμερα είναι η λέξη που σηματοδοτεί τρόμο. Κάπως έτσι έπιασε το νήμα ο Γιώργος Αυγερόπουλος και έκανε ένα ντοκιμαντέρ για την ελληνική πραγματικότητα τον καιρό της κρίσης.
Πρόκειται για ένα χρονικό των πιο σημαντικών (κατά την άποψη του σκηνοθέτη) πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συμβάντων τα τελευταία πέντε χρόνια. Συνεντεύξεις από διάφορους «παράγοντες» (πολιτικούς, επιχειρηματίες, ακαδημαϊκούς), έλληνες και ξένους, μπλέκονται με ιστορίες ανθρώπων που αυτά τα χρόνια είδαν κυριολεκτικά τη ζωή τους να πετιέται στο δρόμο, συνοδευόμενες από εικόνες από τις μεγαλύτερες κινητοποιήσεις αυτής της περιόδου.
Το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας είναι τα ερμηνευτικά «εργαλεία» που χρησιμοποιεί ο δημιουργός της, καθώς δεν περιορίζεται σε μια καταγραφή-σχολιασμό, αλλά προσπαθεί να ερμηνεύσει την κρίση και τη διαχείρισή της. Οι παπαρολογίες διάφορων «σταρ» της περιόδου (από Ναόμι Κλάιν μέχρι… Μπαρουφάκη), ο αβαθής, αντιεπιστημονικός, συχνά ηθικολογικός και, στην καλύτερη περίπτωση, «μερικός» λόγος των ακαδημαϊκών που δίνουν τον τόνο στην ταινία, δημιουργούν ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που δεν ξεφεύγει από τη mainstream αντίληψη για την κρίση και τη διαχείρισή της. Ο καπιταλισμός ως σύστημα με εγγενείς κρίσεις, οι οποίες –ειδικά στη φάση της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει- δεν μπορούν ν’ αντιμετωπιστούν παρά μόνο με τα εργαλεία της σκληρής δημοσιονομικής λιτότητας, δεν υπάρχει ούτε υπαινικτικά. Ενας πρωτόγονος κεϊνσιανισμός επικαλύπτει τα πάντα, οπότε εύλογα προκύπτει η αναζήτηση σωτηρίας μέσα από την αλλαγή των διαχειριστών. Οχι, δεν προμοτάρει τον ΣΥΡΙΖΑ ο Αυγερόπουλος, όμως όλη η λογική της ταινίας του την καθιστά απολύτως «αξιοποιήσιμη» από τους νέους «μεσσίες», που επελαύνουν προς την εξουσία πάνω στις πλάτες ενός λαού ηττημένου και –το κυριότερο- καταπλακωμένου από το σύνδρομο της ηττοπάθειας.
Η ταινία ακολουθεί τις νόρμες του τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ, με αποτέλεσμα η μεγάλη διάρκειά της (δύο ώρες) να την καθιστά κουραστική, ιδιαίτερα για το ελληνικό κοινό που γνωρίζει τα γεγονότα (είναι άλλωστε τόσο πρόσφατα). Η κούραση σπάει από μερικές επιτυχημένες σκηνές του μοντάζ, οι οποίες λειτουργούν ως «γκανγκ» και οδηγούν σε πολιτικούς συνειρμούς. Δυνατότερο σημείο της ταινίας η εισαγωγή της με την αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλια.
Ελένη Π.