«Συγκυβέρνηση με τον κ. Σαμαρά και τον κ. Βενιζέλο εμείς δε θα κάνουμε, ούτε πρόκειται να μας τυλίξουν εμάς σε μια κόλλα χαρτί, να υπογράψουμε εμείς συμφωνητικά για να γευτούμε ορισμένες ώρες τη γλύκα της εξουσίας. Δεν είμαστε από αυτό, εμείς είμαστε από άλλο ανέκδοτο». Η φράση αυτή του Τσίπρα, από τη συνέντευξη Τύπου της Θεσσαλονίκης, προβλήθηκε κατά κόρον και από τον ΣΥΡΙΖΑ και από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η κάθε πλευρά είχε τους λόγους της. Ο μεν ΣΥΡΙΖΑ για να «πουλήσει μαγκιά» και να κρύψει τη μεγάλη κωλοτούμπα που πραγματοποίησε με το νέο πρόγραμμά του, οι δε κυβερνητικοί –αφοπλισμένοι επί της ουσίας– για να κινδυνολογήσουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απαιτεί να σύρει τη χώρα σε απανωτές εκλογικές περιπέτειες, μέχρι να μπορέσει να σχηματίσει κυβέρνηση.
Αμέσως πριν απ’ αυτή την ατάκα, όμως, ο Τσίπρας είχε πει μια άλλη, στην οποία συμπυκνώνεται η ουσία: «Εάν λοιπόν έχουμε ένα εκλογικό αποτέλεσμα που δε μας δίνει την αυτοδυναμία, αλλά μας δίνει τη δυνατότητα ή το περιθώριο στη βάση του προγράμματός μας να υπάρξουν συγκλίσεις με δυνάμεις, αν βρίσκονται στη Βουλή, που εν πάση περιπτώσει βρίσκονται στην άλλη πλευρά της όχθης, στην από δω πλευρά, σε αυτήν που λέει πάμε να διαπραγματευθούμε κι όχι πάμε να υλοποιήσουμε το μνημόνιο, θα τις επιδιώξουμε. Εάν δεν υπάρχει αυτό αναγκαστικά θα πάμε σε επόμενη εκλογική αναμέτρηση».
Ποιες είναι αυτές οι πολιτικές δυνάμεις; Ακρη δε βγάζεις, αφού πρώτα ορίζονται ως δυνάμεις «στην άλλη πλευρά της όχθης» και μετά «στην από δω πλευρά». Δεν πρόκειται για φραστικό λάθος, δικαιολογημένο στον προφορικό λόγο, γιατί αμέσως μετά υπάρχει το στίγμα: «πάμε να διαπραγματευθούμε κι όχι πάμε να υλοποιήσουμε το μνημόνιο». Οποιον και να ρωτήσεις στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ θα σου πει «πάμε να διαπραγματευθούμε». Αλλωστε, έτσι όπως ορίζει πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ τη «διαπραγμάτευση», δεν είναι παρά ένας φερετζές για τη διαχείριση της κινεζοποίησης. Αν γυρίσουμε στην αρχή, θα διαπιστώσουμε ότι δεν αναφέρονται τυχαία οι Σαμαράς και Βενιζέλος και όχι η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Ολη η λογική που περιέγραψε ο Τσίπρας είναι η λογική ενός «μεγάλου συνασπισμού». Σε μια τέτοια περίπτωση, θα χωρέσουν ακόμη και οι Σαμαράς-Βενιζέλος, αν ακόμη είναι επικεφαλής των κομμάτων τους. Θα ήταν απαράδεκτο να θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να υπαγορεύσει στους κυβερνητικούς του συμμάχους τη διαμόρφωση της ηγεσίας τους.
Κρατήστε, λοιπόν, τη μοναδική βάση κυβερνητικής συνεργασίας που θέτει ο ΣΥΡΙΖΑ: «πάμε να διαπραγματευθούμε». Είναι τόσο πλατιά και τόσο ασαφής που χωράει τα πάντα (και τους πάντες).