Τις τελευταίες ημέρες γίνεται πολύς λόγος για την αξιολόγηση των «στελεχών» της εκπαίδευσης, δηλαδή των Διευθυντών Εκπαίδευσης και των Σχολικών Συμβούλων που έγινε το καλοκαίρι. Γράφτηκε ότι έγιναν όργια κατά τη σχετική διαδικασία, κυρίως τη «συνέντευξη», ώστε να προωθηθούν οι ημέτεροι, οι οποίοι στη συνέχεια θα κλη- θούν να αξιολογήσουν τους εκπαιδευτικούς.
Την απορία για τα τεκταινόμενα έχουν μόνο όσοι πιστεύουν ή συνειδητά προπαγανδίζουν ώστε να εξαπατούν τους αφελείς και μη συνειδητοποιημένους ταξικά εκπαιδευτικούς, ότι στο δημόσιο σχολείο μπορεί να υπάρξει «αυτονομία» από τις κυρίαρχες επιλογές στην εκπαιδευτική πολιτική και τις ιδεολογικές παραδοχές του συστήματος.
Ανέκαθεν ο αστισμός διαμόρφωνε τη διοικητική πυραμίδα της εκπαίδευσης εις τρόπον ώστε να διασφαλίζει την αδιατάρακτη προώθηση των συμφερόντων του, επειδή το σχολείο είναι ισχυρός μηχανισμός ιδεολογικής χειραγώγησης και αναπαραγωγής των εκμεταλλευτικών σχέσεων στην παραγωγή. Βεβαίως, σε περιόδους κρίσης, όπου δεν κλυδωνίζεται ισχυρά μόνο η καπιταλιστική οικονομία, αλλά και το πολιτικό σύστημα και καταρρέουν οι κυρίαρχες αξίες και υποβόσκει μια μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια, το σύστημα λαμβάνει πρόσθετα και αυστηρότερα μέτρα, παραμερίζοντας την τήρηση κάθε προσχήματος. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι και η «πρώτη ύλη», οι άνθρωποι δηλαδή που ενδιαφέρονται να στελεχώσουν αυτή τη διοικητική πυραμίδα είναι εκ των προτέρων δεκτικοί σε τέτοιου είδους καταστάσεις, επειδή από επιλογή έχουν ταυτίσει τα προσωπικά τους συμφέροντα με τα συμφέροντα του συστήματος.
Την περασμένη χρονιά, το υπουργείο Παιδείας «επιμόρφωσε» στις διαδικασίες της αξιολόγησης τους Διευθυντές Εκπαίδευσης και τους Σχολικούς Συμβού-λους παρουσία των ορδών των ΜΑΤ, που ψέκαζαν και ξυλοκοπούσαν τους διαμαρτυρόμενους εκπαιδευτικούς και τώρα τους «αξιολόγησε» με διαδικασίες που αρμόζουν σε δικτατορίσκους και ανθρωπάρια.
Η κατάσταση ήταν τέτοια, που ανάγκασε ακόμη και υψηλόβαθμα στελέχη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, προσκείμενα αναντάμ παπαντάμ στη λεγόμενη δεξιά, να ασκήσουν κριτική και να υποδείξουν τρόπους (προσχηματικούς, δηλαδή, «διαλόγους» και κρίσεις «νέων στελεχών», λες και θα αλλάξει η κατάσταση), ώστε να αποφευχθούν τα χειρότερα. Γιατί, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, επειδή δεν έχει χάσει κάθε επαφή με τον κόσμο της εκπαίδευσης, διαβλέπει τους κινδύνους και θέλει να προφυλάξει την πολιτική εξουσία από απρόβλεπτες συνέπειες. Βλέπει ότι έτσι κηλιδώνεται η ουσία της αξιολόγησης, αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να τιναχτεί στον αέρα όλη η προσπάθεια, που καταβάλλει χρόνια τώρα να πείσει το εκπαιδευτικό «πόπολο» ότι μπορεί η αξιολόγηση να είναι και προς το συμφέρον του, όταν είναι «ανατροφοδοτική», έχει «παιδαγωγικό» χαρακτήρα και αποτελεί κίνητρο για «επιμόρφωση» και άλλες τέτοιες παπαριές.
Ιδού τι έγραψε για την Αξιολόγηση-επιλογή στελεχών εκπαίδευσης, ο Β. Παληγιάννης, αιρετός της ΔΑΚΕ στο ΚΥΣΠΕ και για χρόνια μέλος του ΔΣ της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας:
«Με αφορμή αρνητικά σχόλια για την αξιολόγηση Σχολικών Συμβούλων και Διευθυντών Εκπαίδευσης και με δεδομένη τη δυσπιστία και την αντίδραση των εκπαιδευτικών απέναντι στις προθέσεις, τη σκοπιμότητα και την εγκυρότητα του συστήματος αξιολόγησης που προωθείται, όφειλε η πολιτική ηγεσία να έχει επιδιώξει έναν γόνιμο και ουσιαστικό διάλογο με τις Ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών.
Αν πραγματοποιείτο αυτός ο διάλογος θα κατανοούσε ο Υπουργός Παιδείας πως η προωθούμενη αξιολόγηση δεν έχει παιδαγωγικό προσανατολισμό, δεν αποβλέπει στην ανατροφοδότηση και στη βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, αλλά στοχεύει να μετατραπεί σ’ ένα εργαλείο ελέγχου και επιβολής κυρώσεων.
Θα κατανοούσε πως οι αξιολογητές είναι στελέχη που στην πλειονότητά τους επελέγησαν με κομματικό και αναξιοκρατικά κριτήρια.
Ιδιαίτερα στις επιλογές των Διευθυντών Εκπαίδευσης τον Αύγουστο του 2010, είχε θριαμβεύσει η ημετεροκρατία, η φαυλότητα και η αναξιοκρατία, σε βάρος της αξιοκρατίας και της αξιοπιστίας.
Η σκληρή παραταξιακή λογική και η κομματική σκοπιμότητα είχαν τεθεί πάνω από το συμφέρον της δημόσιας εκπαίδευσης. Ολα ήταν μεθοδευμένα στα πλαίσια της ευνοιοκρατίας και της ολοκληρωτικής αντίληψης και νοοτροπίας συγκεκριμένων κέντρων.
Με την αναξιοκρατική επιλογή των Διευθυντών Εκπαίδευσης πραγματοποιήθηκε και ο πλήρης έλεγχος των ΠΥΣΠΕ με αποτέλεσμα να είναι ελεγχόμενη και η επιλογή Διευθυντών Σχολείων. Με αυτό τον τρόπο ολοκληρώθηκε ο πλήρης έλεγχος της διοικητικής πυραμίδας της εκπαίδευσης….
Με τις συγκεκριμένες επιλογές χάθηκε μία ευκαιρία για την αναβάθμιση του κύρους και της αξιοπιστίας των στελεχών εκπαίδευσης.
Με βάση και τα παραπάνω ενισχύεται η εύλογη και κατανοητή δυσπιστία των εκπαιδευτικών στη διαδικασία αξιολόγησης. Είναι δυνατόν τα παραπάνω στελέχη εκπαίδευσης να αξιολογήσουν αντικειμενικά τους εκπαιδευτικούς; Είναι δυνατόν σ’ αυτά τα στελέχη να στηριχθεί η διαδικασία της αξιολόγησης; Είναι δυνατόν ο εκπαιδευτικός να αποδεχθεί ως αντικειμενικό το προϊόν αυτής της αξιολόγησης; Πόσο δύσκολο είναι να κατανοήσει η πολιτική ηγεσία πως η αξιολόγηση συνδέεται άμεσα με τη διαδικασία επιλογής των στελεχών εκπαίδευσης;»…
Παρά τον κώδωνα το κινδύνου, όμως, που κρούουν οι συνδικαλιστές-Ηρακλείς του συστήματος, το υπουργείο Παιδείας αδιαφορεί και ενδιαφέρεται μόνο για την τήρηση των προθεσμιών και των καταληκτικών ημερομηνιών που έχει θέσει στο σχεδιασμό του για την προώθηση της αξιολόγησης, ώστε να αποδείξει ότι τάχα όλα βαίνουν κατ’ ευχήν.
Υπάρχουν δε και εκείνοι οι Σχολικοί Σύμβουλοι και οι Διευθυντές Εκπαίδευσης, που αδημονούν να επιδείξουν έργο, ώστε να κρατήσουν τις θεσούλες τους και ορμούν ως ταύροι σε υαλοπωλείο, πιέζοντας τους εκπαιδευτικούς και ξεσηκώνοντας αντιδράσεις. Τελευταίο επεισόδιο είναι η πίεση που ασκούν κάποιοι Σύμβουλοι Προσχολικής Αγωγής στους νηπιαγωγούς να «κρεμάσουν» στο Παρατηρητήριο της ΑΕΕ (Αυτοαξιολόγηση Εκπαιδευτικού Εργου) τον ετήσιο προγραμματισμό της σχολικής μονάδας, καθιστώντας έτσι αυτή την πράξη, που προϋπήρχε της αξιολόγησης (προβλέπεται από το ΠΔ 200/1998 για την Οργάνωση και Λειτουργία Νηπιαγωγείων), στοιχείο της αυτοαξιολόγησης-αξιολόγησης.