Τον περασμένο Νοέμβρη, ο ΣΥΡΙΖΑ ξεσήκωσε φασαρία μεγάλη, ισχυριζόμενος ότι ο Βενιζέλος διαστρέβλωσε τα λεγόμενα της Γκάμπι Τσίμερ, ευρωβουλευτή της γερμανικής Linke και προέδρου της ευρωομάδας της Αριστεράς σχετικά με το ελληνικό χρέος. Ο Βενιζέλος, με τη βοήθεια του μνημονιακού Τύπου, είχε στήσει βέβαια μια μίνι-προβοκάτσια, όμως και η φράου Τσίμερ δεν ήταν και τόσο καθαρή. Τι είχε πει; «Είναι αναγκαίος ο λογιστικός έλεγχος του χρέους ώστε να αποσαφηνιστεί το ανήθικο και παράνομο σκέλος του, το οποίο δεν πρέπει να αποπληρωθεί. Είναι μία από τις οδούς για να προαχθεί η αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζόμενους στην Ελλάδα και στη Γερμανία».
Με απλά λόγια, η προεδρεύουσα της ευρω-αριστεράς συσχέτισε κάθε προοπτική διαγραφής του ελληνικού χρέους μόνο με την «ανηθικότητά» του, μ’ αυτό που στην Ελλάδα ονομάζουμε απεχθές χρέος (ο διεθνής όρος είναι odious debt). Οποιοδήποτε άλλο αίτημα διαγραφής «νόμιμου» χρέους κατά την Τσίμερ συνιστά απαίτηση να πληρώσουν οι φορολογούμενοι των άλλων χωρών, η οποία οδηγεί σε διάρρηξη της απαραίτητης αλληλεγγύης μεταξύ των λαών. Με τη γνωστή μάλιστα ιμπεριαλιστική λογική που διακρίνει όλα τα αστικά πολιτικά ρεύματα της Γερμανίας, η Τσίμερ κάλεσε την ελληνική κυβέρνηση «να κάνει τα μαθήματά της» και να βρει τι τμήμα του χρέους είναι παράνομο, αντί να ζητά νέα δάνεια.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, έχουν κάνει «άλματα» έκτοτε. Εχουν ανακοινώσει (διά στόματος Γ. Σταθάκη), ότι αποτελεί ματαιοπονία κάθε εμμονή στην παλιά τακτική της «Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου», διότι το έψαξαν και βρήκαν ότι το απεχθές χρέος δεν ξεπερνά το 5% του συνολικού χρέους. Μετά το αρχικό σοκ που προκάλεσε στις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ η δήλωση Σταθάκη (έγινε μάλιστα, για ευνόητους λόγους, στο κομματικό ραδιόφωνο), άλλα ηγετικά στελέχη της πλειοψηφίας (αλλά και της μειοψηφίας) ανέλαβαν να εξηγήσουν, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά διαγραφή του χρέους σε υψηλό ποσοστό του συνόλου, ανεξάρτητα από το αν αυτό είναι ή μπορεί να χαρακτηριστεί επαχθές, διευκρινίζοντας ότι το αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ έχει πολιτική και όχι νομική βάση.
Βεβαίως, ουδέποτε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε στον ελληνικό λαό εξηγήσεις για την κωλοτούμπα. Διότι μέχρι και την επαύριο των βουλευτικών εκλογών της 6ης Μάη του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ στήριζε την πολιτική του για το χρέος στο ότι το μεγαλύτερο τμήμα του ήταν επαχθές και αυτό θα μπορούσε να διεκδικηθεί με όπλο το διεθνές δίκαιο. Μάλιστα, ένας από τους «πέντε ελάχιστους άξονες» για το σχηματισμό κυβέρνησης, που παρουσίασε ο Τσίπρας στις 8 Μάη του 2012, βγαίνοντας από το προεδρικό μέγαρο με τη διερευνητική εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης στο χέρι, ήταν η «δημιουργία Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για να διερευνήσει το επαχθές του δημόσιου χρέους, μορατόριουμ στην αποπληρωμή του και διεκδίκηση δίκαιης και βιώσιμης λύσης». Επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει τον ελληνικό λαό σαν λαό λωτοφάγων, τα στελέχη του σήμερα λένε με θράσος: «εμείς ποτέ δεν εξαρτήσαμε την πολιτική μας πρόταση για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του από το εάν αυτό είναι επαχθές ή όχι» (Στρατούλης). Κι ακόμη: «Δεν το προσεγγίζουμε νομικά το θέμα. Δεν λέμε δηλαδή ότι θα βγει επαχθές ένα μεγάλο μέρος του χρέους και άρα θα ζητήσουμε τη διαγραφή του. Πολιτικά και με βάση οικονομικούς και πραγματικούς όρους διεκδικούμε τη διαγραφή του».
Θα μπορούσε να πει κάποιος πως τα πράγματα πλέον έχουν αλλάξει, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους βρίσκεται σήμερα στα χέρια του EFSF (δεύ-τερο μνημονιακό δάνειο) και των κυβερνήσεων των κρατών της Ευρωζώνης (πρώτο δάνειο), ενώ το χρέος που βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών έχει ήδη «κουρευτεί» με το PSI. Λογικά, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταλείπει την οδό της νομικής διεκδίκησης βάσει του επαχθούς χρέους και εστιάζει την πολιτική του σε μια πολιτική διαπραγμάτευση εντός της Ευρωζώνης. Μόνο που αυτή η πολιτική διαπραγμάτευση χρειάζεται και συμμάχους, όπως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ παραδέχεται.
Ολα τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ προεξοφλούν ότι μια εκλογική νίκη και ο σχηματισμός κυβέρνησης από το κόμμα τους θα πυροδοτήσει εξελίξεις στην ΕΕ, θα αλλάξει τους συσχετισμούς και θα οδηγήσει σε μια «αμοιβαία επωφελή συμφωνία» με τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας. Ο Τσίπρας, στη συνέντευξη που έδωσε στο «Βήμα» την προηγούμενη Κυριακή, προεξόφλησε πως μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα πετύχει μια συμφωνία για «κούρεμα» του σημερινού ελληνικού χρέους κατά 40-60%, στο πλαίσιο μιας «ευρωπαϊκής λύσης», η οποία θα προκύψει αφού προηγουμένως ο ΣΥΡΙΖΑ, με μαεστρικές πολιτικές κινήσεις, έχοντας «γνώση των αντικρουόμενων συμφερόντων σε όλο το φάσμα των εθνικών επιδιώξεων», «θα χτίσει διμερείς επαφές και θα εξελίξει συνομιλίες, οι οποίες «θα διαμορφώσουν συγκλίσεις που θα καταλήξουν σε συμμαχίες και θετικές αποφάσεις στις Συνόδους Κορυφής».
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλ’ αυτά δεν αποτελούν παρά ένα σχέδιο επί χάρτου, καλό ενδεχομένως για προεκλογική δημαγωγία (ιδιαίτερα όταν έχεις μια εργαζόμενη κοινωνία μπαϊλντισμένη και με το σύνδρομο της ήττας να την παραλύει), όμως δεν περιέχουν ίχνος ρεαλισμού. Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια ανάλυση για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της ΕΕ, για τη σχέση μιας χώρας μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως η Ελλάδα, σ’ αυτό τον διακρατικό ιμπεριαλιστικό σχηματισμό, που δεν μπορεί παρά να είναι σχέση εξάρτησης. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε και πάλι για την εργαλειοποίηση και τη διαχείριση του χρέους, που γίνεται ήδη από το 2010, με διαδοχικές αποφάσεις του γερμανογαλλικού άξονα, ερήμην των ελληνικών κυβερνήσεων, η οποία θα συνεχιστεί και στο μέλλον. Θα μπορού-σαμε να θυμίσουμε ότι από τις στήλες της ίδιας εφημερίδας, μια βδομάδα πριν, ο Σταθάκης μιλούσε για «αναδιάρθρωση» του χρέους, προσεγγίζοντας το «πακέτο Σόιμπλε», θυμίζοντας παράλληλα πως στο εσωτερικό της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ έχουν μοιράσει ρόλους. Θα επιστρέψουμε, όμως, στην Γκάμπι Τσίμερ, γιατί καθιστά περιττή μια θεωρητική ανάλυση για τις συμμαχίες που μπορούν να οικοδομηθούν στην ΕΕ.
Το ερώτημα είναι απλό. Οταν η Lïnke, ο πιο στενός σύμμαχος του ΣΥΡΙΖΑ, απορρίπτει κάθε ιδέα «κουρέματος» του ελληνικού χρέους, θεωρώντας ότι αυτό θα επιβάρυνε τους φορολογούμενους των δανειστριών χωρών, πώς μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να φιλοδοξεί ότι θα επιβάλει μια τέτοια λύση στο ιμπεριαλιστικό διαβούλιο, στο οποίο κυριαρχούν χριστιανοδημοκρατικές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις;
Αυτή τη φορά δεν υπάρχει περίπτωση προβοκάτσιας καθώς η Τσίμερ μίλησε στο ημιεπίσημο όργανο του ΣΥΡΙΖΑ (ΕφΣυν, 21.2.14) και σε συντάκτη-Ταλιμπάν του συριζισμού. Χαρακτηριστικός ήταν ο τίτλος με τον οποίο η εφημερίδα παρουσίασε τη συνέντευξη: «Γκάμπι Τσίμερ, Γερμανίδα πρόεδρος της Ευρωομάδας της Αριστεράς: “Η κυβέρνησή σας να προχωρήσει σε λογιστικό έλεγχο του χρέους, αντί να ζητά νέα δάνεια”». Η Τσίμερ θεωρεί ότι «το κούρεμα του χρέους της Ελλάδας είναι απαραίτητο, γιατί μόνο έτσι η Ελλάδα θα μπορέσει να βγει πολύ πιο εύκολα από την κρίση», ταυτόχρονα όμως τονίζει ότι «είναι αναγκαίο να δούμε το πώς οι φορολογούμενοι δεν θα επωμιστούν το βάρος ενός κουρέματος». Και εξηγεί: «Ακούμε διαρκώς ότι “οι Γερμανοί και άλλοι φορολογούμενοι θα πληρώσουν το κούρεμα”. Είναι μια συζήτηση σε εντελώς εσφαλμένη βάση. Δεν ευθύνονται οι απλοί φορολογούμενοι για την κρίση και δεν κερδίζουν από αυτήν. Γιατί λοιπόν να πληρώσουν; Στην Ελλάδα και αλλού πρέπει να αναλάβουν την ευθύνη οι τράπεζες, όσοι κερδοσκοπούν από αυτήν».
Η Τσίμερ γνωρίζει πολύ καλά ότι οι τράπεζες δεν έχουν καμιά δουλειά με το χρέος που ανήκει στα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης και στον EFSF. Τα δικά τους ομόλογα «κουρεύτηκαν» ήδη. Αρα η συζήτηση για νέο «κούρεμα» αφορά αποκλειστικά τα κράτη της Ευρωζώνης και τον EFSF. Σύμφωνα με τη λογική της, αν «κουρευτεί» αυτό το χρέος, «θα πληρώσουν οι γερμανοί και άλλοι φορολογούμενοι»! Ταυτίζει τους εργαζόμενους με τα ιμπεριαλιστικά κράτη και παράλληλα κρύβει το γεγονός ότι τα ιμπεριαλιστικά κράτη όχι μόνο θησαυρίζουν με το χρέος, αλλά παράλληλα το χρησιμοποιούν ως εργαλείο γενικότερης οικονομικής απομύζησης μιας εξαρτημένης χώρας, όπως η Ελλάδα.
Αμέσως μετά, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, η Τσίμερ επανέρχεται σ’ αυτά που είχε δηλώσει τον περασμένο Νοέμβρη: «Πολλοί οικονομολόγοι, όχι μόνο αριστεροί, υποστηρίζουν την ύπαρξη επαχθούς χρέους. Εχουμε ζητήσει εδώ και ενάμιση χρόνο να υπάρξει λογιστικός έλεγχος στο χρέος, ώστε να διαπιστωθεί αν είναι –και σε τι ποσοστό– νόμιμο, παράνομο ή ανήθικο. Ξέρετε, είναι κι αυτό μια μορφή κουρέματος. Αν λες ότι ένα μέρος του χρέους είναι παράνομο και επαχθές, μπορείς να πεις ότι δεν ευθύνεσαι, γι΄ αυτό και δεν το πληρώνεις. Αυτή η διαδικασία είναι και μια βάση για τη νέα ανάπτυξη, για μια διαφορετική λογική επενδύσεων στην πραγματική οικονομία, όχι στις τράπεζες. Αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνει και όταν βρέθηκα στην Ελλάδα πριν από λίγους μήνες ζήτησα από την ελληνική κυβέρνηση να προχωρήσει σε αυτό το πεδίο και να μη ζητά μόνο νέα χρηματοδότηση κι άλλα δάνεια πάνω στα παλιά».
Για τους συμμάχους του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, δεν μπορεί να γίνει καμιά συζήτηση για «κούρεμα» ομολόγων παρά μόνο αν πρόκειται για χρέος που έχει ερευνηθεί και έχει βρεθεί επαχθές. Και βέβαια, καμιά σοβαρή νομική συζήτηση (από τη σκοπιά του αστικού διεθνούς δικαίου) δεν μπορεί να γίνει για χαρακτηρισμό ως επαχθούς του χρέους που βρίσκεται στα χέρια των κρατών της Ευρωζώνης και του EFSF. Συνήφθη από νόμιμη κυβέρνηση, οι δε δανειακές συμβάσεις εγκρίθηκαν από την πλειοψηφία της Βουλής. Το λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ: μόλις 5% είναι το επαχθές χρέος. Το υπόλοιπο 95% πρέπει να το διαπραγματευθούμε με την Ευρωζώνη, στο πλαίσιο μιας «ευρωπαϊκής λύσης για το χρέος». Αυτό, όμως, είναι που απορρίπτει ασυζητητί η Γκάμπι Τσίμερ, εκπρόσωπος των πιο στενών συμμάχων του ΣΥΡΙΖΑ στην Ευρώπη. Είναι ν’ απορεί κανείς, πώς θα βρεθούν σύμμαχοι από τη σοσιαλδημοκρατία και τη χριστιανοδημοκρατία!
Μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί τον αντιδιαμετρικό τρόπο με τον οποίο τοποθετούν το ζήτημα του χρέους ο ΣΥΡΙΖΑ και η Linke. Το κάθε κόμμα της ευρωπαϊκής ψευτοαριστεράς ψηφοθηρεί σε διαφορετικό «χωριό». Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να μην έχει το ζήτημα του χρέους στο κέντρο της δημαγωγικής πολιτικής του. Μετά από συνεχείς κωλοτούμπες έφτασε από τη «μονογραφή διαγραφή» στην διαπραγμάτευση μιας «ευρωπαϊκής λύσης», αφού –όπως τονίζει ο Τσίπρας– «είναι πολύ δύσκολο να υλοποιηθεί ένα θετικό σενάριο για την Ελλάδα με ένα σχέδιο που θα αφορά μόνο την Ελλάδα ως μια ιδιαίτερη εξαίρεση».
Το Linke, από την άλλη, ψηφοθηρεί στη Γερμανία και έχει επιλέξει ως βασικό πεδίο ψηφοθηρίας την προστασία των «γερμανών φορολογούμενων». Πρόκειται για την πολιτική που μέχρι τις προηγούμενες εκλογές ακολουθούσαν οι σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι κατηγορούσαν την κυβέρνηση Μέρκελ ότι «σκορπίζει τα λεφτά των γερμανών φορολογούμενων» σε χρηματοδοτήσεις «άσωτων χωρών» και σε «αποτυχημένα προγράμματα». Ψήφιζαν, βέβαια, τα σχετικά νομοθετήματα που έφερνε η κυβέρνηση Μέρκελ (ισοφαρίζοντας τις διαρροές που είχε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα), όμως στην προπαγάνδα επέμεναν ότι η κυβέρνηση «σπαταλά τα λεφτά των γερμανών φορολογού-μενων». Τώρα που το SPD συγκυβερνά με την CDU και την CSU, το Linke σπεύδει να καλύψει το κενό που έμεινε, διαγωνιζόμενο με τα λεγόμενα «ευρωσκεπτικιστικά» κόμματα. Πρόκειται για μια πολιτική εθνικιστική, κυνικά ιμπεριαλιστική και λαϊκίστικη.
Πέτρος Γιώτης