Σχεδόν ένα μήνα από τη λαϊκή εξέγερση στη σουνιτική επαρχία Ανμπάρ και την κατάληψη της πρωτεύουσας Ραμάντι και της Φαλούτζα από τους αντάρτες του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL), η κατάσταση δεν έχει αλλάξει σημαντικά. Το μεγαλύτερο μέρος του Ραμάντι έχει ανακαταληφθεί από τις δυνάμεις της τοπικής αστυνομίας, τοπικών φυλάρχων και αντρών των Ειδικών Δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού. Ομως η Φαλούτζα, όπου τα αμερικάνικα στρατεύματα έδωσαν μια από τις σκληρότερες μάχες μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ, παραμένει υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Οι εκκλήσεις του ιρακινού πρωθυπουργού Νούρι αλ-Μαλίκι σε τοπι- κούς φυλάρχους να εκδιώξουν τους αντάρτες του ISIL από τη Φαλούτζα δεν έχουν μέχρι στιγμής κανένα αποτέλεσμα.
Αντίθετα, σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters (18/01/ 14), οι αντάρτες του ISIL και άλλες ένοπλες ομάδες έχουν ενισχύσει τον έλεγχό τους στη Φαλούτζα, αψηφώντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης Μαλίκι να πείσει τοπικούς φυλάρχους να τους διώξουν από την πόλη. Παρά την πολιορκία της Φαλούτζα από τον κυβερνητικό στρατό, πολλοί μαχητές και όπλα –από ελαφρά μέχρι όλμους, πυραύλους Grad και αντιαεροπορικά– εισρέουν στην πόλη, κυρίως από τα νότια περίχωρά της, περιοχή όπου ζουν φυλές εχθρικές προς την κυβέρνηση, όπου ο στρατός δεν ελέγχει τίποτα και οι δρόμοι είναι ανοιχτοί. Εκτός από τους αντάρτες του ISIL, η κατάληψη της πόλης υποστηρίζεται από τις πολιτοφυλακές τοπικών αντικυβερνητικών φυλάρχων που πρόσκεινται φιλικά στο ISIL καθώς και από διάφορες ένοπλες ομάδες, από ισλαμικές μέχρι μπααθικές, που είτε συνδέονται χαλαρά με το ISIL είτε δρουν ανεξάρτητα.
Κυβερνητικά στρατεύματα και τανκς παραμένουν γύρω από το Ραμάντι και τη Φαλού-τζα, όμως η κυβέρνηση Μαλίκι, σε συνεννόηση με το Λευκό Οίκο, έχει αποκλείσει ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση στην επαρχία Ανμπάρ. Γι' αυτό προσπαθεί να εφαρμόσει την τακτική που χρησιμοποίησαν οι Αμερικάνοι το 2007, πληρώνοντας και εξοπλίζοντας σουνιτικές πολιτοφυλακές για να πολεμήσουν το ISIL.
Σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times (19/01/ 14), ο ιρακινός πρωθυπουργός έχει υποσχεθεί στους φυλάρχους που θα αναλάβουν αυτό το έργο μόνιμες δουλειές, συντάξεις, αποζημίωση και επιδόματα για τις οικογένειες όσων σκοτωθούν στη μάχη. Ομως οι υποσχέσεις αυτές αντιμετωπίζονται με μεγάλη δυσπιστία και δεν φαίνεται να αρκούν για να πείσουν πολλούς φυλάρχους να ταχθούν και να πολεμήσουν με το μέρος της κυβέρνησης. Γιατί η ανταμοιβή από την ιρακινή κυβέρνηση για το έργο που πρόσφεραν ενάντια στην Αλ Κάιντα του Ιράκ οι σουνιτικές πολιτοφυλακές («Επαγρυπνούντες») τη διετία 2006-2008 ήταν απολύσεις, διακοπή των μισθών τους, δολοφονίες και εκτοπίσεις, ενώ ταυτόχρονα είχαν να αντιμετωπίσουν τα αντίποινα από τη μεριά των αντιπάλων τους. Γι’ αυτό πολλοί φύλαρχοι που συνεργάστηκαν τότε με τα αμερικάνικα στρατεύματα και την ιρακινή κυβέρνηση δέχονται τώρα να πάρουν όπλα και χρήματα από την κυβέρνηση, αλλά δηλώνουν ότι δεν τάσσονται με το μέρος της. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση ενός από τους ισχυρότερους σουνίτες φυλάρχους και σημαντικού τότε συμμάχου των Αμερικάνων, του Αχμέντ Αμπού Ρίσα: «Η αιτία που ξαναπαίρνουμε τα όπλα και πολεμάμε είναι γιατί η Αλ Κάιντα επέστρεψε στις πόλεις μας. Είμαστε υποχρεωμένοι να υπερασπίσουμε τους εαυτούς μας και την επαρχία μας, όχι να πολεμήσουμε για τους Αμερικάνους και την κυβέρνηση».
Είναι φανερό ότι η κυβέρνηση Μαλίκι βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση. Επιδιώκει να αποφύγει μια ευρείας κλίμακας στρατιωτική επιχείρηση, που προδιαγράφεται αναποτελεσματική για τις συνθήκες του Ιράκ και επικίνδυνη να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου στη χώρα. Από την άλλη, αντιμέτωπη με μια λαϊκή εξέγερση και ένα εχθρικό –σχεδόν στο σύνολό του– πληθυσμό, είναι δύσκολο να βρει τους συμμάχους που θα κάνουν για άλλη μια φορά τη «βρόμικη δουλειά» ως εντολοδόχοι της ίδιας και των αμερικάνων πατρώνων της.