Με το 98,1% των ψήφων υπέρ του «Ναι» και μόλις 1,9% υπέρ του «Οχι» επικυρώθηκε, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, η τροποποίηση του συντάγματος στο δημοψήφισμα που πραγματοποιήθηκε στις 14 και 15 του Γενάρη στην Αίγυπτο. Στις κάλπες, πάντα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, προσήλθε το 38, 6% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Το ποσοστό αυτό μπορεί να «νομιμοποιεί» το στρατιωτικό πραξικόπημα του περασμένο Ιούλη και τον έλεγχο της εξουσίας από το στρατό, άμεσα ή έμμεσα, και να ανοίγει το δρόμο στο στρατηγό Σίσι για την προεδρία, ωστόσο απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί θρίαμβος για τη στρατιωτική χούντα και τους υποστηριχτές της. Παρόλο που πραγματοποιήθηκε σε κλίμα τρομοκρατίας, συλλήψεων, ντε φάκτο απαγόρευσης της καμπάνιας υπέρ του «Οχι» και μιας σαρωτικής προπαγανδιστικής εκστρατείας από την κυβέρνηση και τα κρατικά και ιδιωτικά μίντια, η οποία παρουσίαζε την ψήφο υπέρ του «Ναι» ως πατριωτικό καθήκον και ως το μόνο δρόμο για την ασφάλεια και τη σταθερότητα στη χώρα.
Στις συνθήκες αυτές, το 38,6% ποσοστό της συμμετοχής στο δημοψήφισμα είναι κατώτερο των προσδοκιών των υποστηριχτών του στρατηγού Σίσι και όχι πολύ υψηλότερο από το 33% ποσοστό συμμετοχής στο δημοψήφισμα για το σύνταγμα που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Δεκέμβρη επί προεδρίας Μόρσι, στο οποίο οι πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης είχαν καλέσει είτε σε αποχή είτε υπέρ του «Οχι» και το οποίο είχε επικυρωθεί με ποσοστό 64%.
«Ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι υποστηριχτές του Σίσι παραδέχονται ότι η συμμετοχή ήταν λιγότερο από ιδεώδης. Παρά την επιθετική καμπάνια από τα κρατικά και ιδιωτικά μίντια καθώς και από κορυφαίες θρησκευτικές προσωπικότητες και πολιτικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του σαλαφιστικού Αλ – Νουρ, η συμμετοχή δεν κατάφερε να φτάσει τον επιθυμητό στόχο του 40% και άνω» σχολίασε η επιφανής αιγύπτια αναλύτρια Νερβάνα Μαχμούντ, σύμφωνα με την αιγυπτιακή εφημερίδα «Daily News Egypt» (19/01/14). Η ίδια αναλύτρια υποστηρίζει ότι «το κάλεσμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας σε αποχή βρήκε ανταπόκριση κυρίως στις περιφερειακές περιοχές νότια και δυτικά του Καΐρου, γεγονός που επιβεβαιώνει τη μείωση της επιρροής της στις πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές». Η αναφορά στο συντηρητικό σαλαφιστικό κόμμα Αλ – Νουρ, το οποίο τάχθηκε υπέρ του Σίσι και κατά του Μόρσι, έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί το κόμμα αυτό είχε κερδίσει το 25% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές πριν από δύο χρόνια και τώρα εμφανίστηκε να έχει αποτύχει να συσπειρώσει τους οπαδούς του υπέρ του «Ναι» και να αυξήσει τη συνολική συμμετοχή στο δημοψήφισμα.
Ομως το πιο σημαντικό και ταυτόχρονα ανησυχητικό στοιχείο για τη στρατιωτική χούντα και τους συνοδοιπόρους της είναι η μεγάλη αποχή της νεολαίας από το δημοψήφισμα. Υπολογίζεται ότι μόνο το 16% των Αιγυπτίων ηλικίας 18 – 30 ετών πήρε μέρος στο δημοψήφισμα. Η εκτίμηση για χαμηλή συμμετοχή της νεολαίας καταγράφηκε και κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος από ανταποκριτές διεθνών πρακτορείων και επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από αιγύπτιους πολιτικούς αναλυτές. Για παράδειγμα, ο πολιτικός αναλυτής Χασάν Ναφέα χαρακτήρισε τη συμμετοχή της νεολαίας «απογοητευτική» και υποστήριξε ότι «η νεολαία αρνήθηκε να πάρει μέρος στο δημοψήφισμα, γιατί θεωρεί αυτό που συμβαίνει αντεπανάσταση στην επανάσταση του Γενάρη ενάντια στο καθεστώς Μουμπάρακ», σύμφωνα με τη «Daily News Egypt». Σημειωτέον ότι ο ίδιος ο πρόεδρος της εκλογικής επιτροπής Ναμπίλ Σαλίμπ παραδέχτηκε ότι ένα σημαντικό ποσοστό της νεολαίας δε συμμετείχε στο δημοψήφισμα, γεγονός που απέδωσε όμως στις εξετάσεις που συνέπεσαν, ενώ ο ίδιος ο στρατηγός Σίσι είχε καλέσει τη νεολαία να πάρει μέρος, λέγοντας ότι αποτελεί περισσότερο από το 50% των 85 εκατομμυρίων του αιγυπτιακού πληθυσμού.
Προφανώς ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας που δεν προσήλθε στις κάλπες είναι αυτό που πρωτοστάτησε και μάτωσε στη λαϊκή εξέγερση το Γενάρη του 2011ενάντια στο καθεστώς Μουμπάρακ, στη συνέχεια ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης Μόρσι και τώρα βιώνει το όργιο καταστολής αρχικά ενάντια στους Αδελφούς Μουσουλμάνους και στη συνέχεια ενάντια σε κάθε φωνή που διαφωνεί και αντιδρά στην εξουσία της στρατιωτικής χούντας, η οποία επιχειρεί να καταργήσει όλες τις κατακτήσεις της λαϊκής εξέγερσης.
Μια μέρα μετά την επικύρωση του νέου συντάγματος, που υποτίθεται ότι διασφαλίζει τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα, η διορισμένη από τη στρατιωτική χούντα κυβέρνηση έδωσε ένα ακόμη δείγμα της εκστρατείας φίμωσης κάθε κριτικής, διαφωνίας ή αντίδρασης που έχει εξαπολύσει. Στις 18 Γενάρη ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον ενός από τους γνωστότερους φιλελεύθερους διανοούμενους της Αιγύπτου, πολιτικού επιστήμονα και πρώην βουλευτή, του Αμρ Χαμζάουι, ο οποίος κατηγορείται μαζί με 20 άλλους φιλελεύθερους και ισλαμιστές, συμπεριλαμβανομένου του ανατραπέντος προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, για προσβολή της Δικαιοσύνης. Ο Χαμζάουι ήταν από τους λίγους αστοφιλελεύθερους που μίλησε ανοιχτά ενάντια στο στρατό μετά το μακελειό των Αδελφών Μουσουλμάνων το περασμένο καλοκαίρι, χαρακτηρίζοντας «τις πράξεις του στρατού μια μορφή φασισμού».
Το « έγκλημα» για το οποίο κατηγορείται είναι ότι σε μήνυμά του μέσω του Twitter τον περασμένο Ιούνη έκανε κριτική σε δικαστική απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν 43 υπάλληλοι πέντε ΜΚΟ με την κατηγορία ότι έπαιρναν χρηματοδότηση από το εξωτερικό και σχεδίαζαν να αποσταθεροποιήσουν την Αίγυπτο.
Παράλληλα συνεχίζεται το πο-γκρόμ και η βιομηχανία ποινικών διώξεων εναντίον των Αδελφών Μουσουλμάνων. Ενδεικτικά, στις 20 Γενάρη παραπέμφθηκαν σε δίκη 64 φοιτητές του πανεπιστημίου Al – Azhar, κατηγορούμενοι για συμμετοχή σε διαδήλωση χωρίς άδεια της αστυνομίας, για διατάραξη της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, για καταστροφή δημόσιας περιουσίας και επιθέσεις κατά της αστυνομίας. Στις 11 Γενάρη, παρατάθηκε η κράτηση 174 φοιτητών, που κατηγορούνται για συμμετοχή σε ταραχές στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, προκειμένου να συνεχιστεί η ανάκριση, ενώ στις αρχές Γενάρη καταδικάστηκαν 26 φοιτητές του πανεπιστημίου Al – Azhar σε φυλάκιση 2,5 χρόνων με ανάλογες κατηγορίες.
Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι γνωστοί αγωνιστές που πρωτοστάτησαν στη λαϊκή εξέγερση της 25ης Γενάρη βρίσκονται στις φυλακές. Ανάμεσά τους ηγετικά στελέχη του Κινήματος 6 Απρίλη, οι Αχμέντ Μαχέρ, Αχμέντ Ντούμα και Μοχάμεντ Αντέλ, που καταδικάστηκαν το Δεκέμβρη σε τρία χρόνια φυλάκισης με την κατηγορία της οργάνωσης διαδήλωσης χωρίς άδεια από την αστυνομία. Εκτός από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, το Κίνημα 6 Απρίλη και άλλες μικρότερες συλλογικότητες είχαν καλέσει σε αποχή από το δημοψήφισμα, με διαφορετική φυσικά από τη Μ.Α. πολιτική τοποθέτηση.