Η Φαλούτζα και το Ραμάντι, οι δύο ιρακινές πόλεις στην επαρχία Ανμπάρ που ήταν προπύργια των σουνιτών ανταρτών στην αμερικάνικη κατοχή έγιναν για μια ακόμη φορά πεδία μάχης, μετά την κατάληψη της Φαλούτζα και μεγάλων τμημάτων του Ραμάντι από μαχητές του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL) την 1η Γενάρη του 2014.
Η επαρχία Ανμπάρ, μεγάλο τμήμα της οποίας είναι έρημος, με σχεδόν αποκλειστικά σουνιτικό πληθυσμό, υπήρξε η καρδιά της ιρακινής αντίστασης ενάντια στην αμερικάνικη κατοχή μετά την πτώση του καθεστώτος του Σαντάμ Χουσεΐν το 2003. Τα εκτεταμένα και πορώδη σύνορά της με τη Συρία επέτρεπαν τη μεταφορά όπλων και τη μετακίνηση ανταρτών, οι οποίοι έβρισκαν ασφαλή κρησφύγετα στις αχανείς ερημικές εκτάσεις. Στην επαρχία Ανμπάρ οι Αμερικάνοι είχαν τις περισσότερες απώλειες στη διάρκεια του 8χρονου πολέμου, το ένα τρίτο περίπου του συνόλου των απωλειών τους, δηλαδή τουλάχιστον 1300 νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες. Η Φαλούτζα έγινε σύμβολο της ιρακινής αντίστασης όταν τα αμερικάνικα στρατεύματα χρειάστηκε να δώσουν το 2004 δύο από τις πιο σκληρές και πολύνεκρες μάχες μετά τον πόλεμο του Βιετνάμ για τον έλεγχο της πόλης και την υποταγή του πληθυσμού της.
H οργή του πληθυσμού στην επαρχία Ανμπάρ ενάντια στην κυβέρνηση του Νούρι Μαλίκι σιγοβράζει τα τρία τελευταία χρόνια. Οι μαζικές συλλήψεις, οι διώξεις σουνιτών πολιτικών, όπως του πρώην αντιπροέδρου Ταρίκ αλ-Χασίμι και του πρώην υπουργού Οικονομικών Ραφί αλ-Εσάουϊ, που κατηγορούνται για «τρομοκρατία» και αναγκάστηκαν να αυτοεξοριστούν, τα σκληρά αντιτρομοκρατικά μέτρα που εφαρμόζονται για την καταστολή των κινητοποιήσεων διαμαρτυρίας, η έλλειψη κοινωνικών υπηρεσιών, η φτώχεια, η υψηλή ανεργία και η άδικη μεταχείριση, σε συνδυασμό με το θρησκευτικό διχασμό και φανατισμό (σουνίτες – σιίτες), που χρησιμοποιείται από την εξουσία και υπηρετεί την πολιτική του διαίρει και βασίλευε, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα και κάνουν το σουνιτικό πληθυσμό να αισθάνεται απόλυτα περιθωριοποιημένος πολιτικά και κοινωνικά.
Η κατάσταση αυτή προκάλεσε μαζικές αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στις σουνιτικές περιοχές το Δεκέμβρη του 2012, που ξεκίνησαν από τις Φαλούτζα και Ραμάντι και επεκτάθηκαν στις Ντιγιάλα, Σαλαχαντίν και στις εθνικά μεικτές επαρχίες Νινεβί και Κιρκούκ. Οι κινητοποιήσεις αυτές συνεχίζονταν με διάφορες μορφές σ’ όλη τη διάρκεια του 2013. Υποτίθεται ότι από καιρό σε καιρό γίνονταν διαπραγματεύ-σεις ανάμεσα στους διαδηλωτές και την κυβέρνηση. Ομως, αντί η τελευταία να ικανοποιήσει κάποια από τα αιτήματα των διαδηλωτών, προσεγγίζει και ενισχύει κάποιους φυλάρχους και απειλεί ή εκδίδει εντάλματα σύλληψης εναντίον κάποιων άλλων. Και ενώ η κυβέρνηση Μαλίκι έδινε υποσχέσεις που έμεναν στα λόγια, τον περασμένο Απρίλη ισχυρές δυνάμεις Ασφάλειας έκαναν επίθεση σε μια κατασκήνωση διαμαρτυρίας στην πόλη Χαουΐγια στην επαρχία Κιρκούκ, κατά την οποία σκοτώθηκαν 60 διαδηλωτές και τραυματίστηκαν εκατοντάδες. Κανείς από τους φυσικούς και τους ηθικούς αυτουρ- γούς (κυβέρνηση) δεν κλήθηκαν να λογοδοτήσουν για το μακελειό, ενώ η κυβέρνηση Μαλίκι συνέχιζε να αντιμετωπίζει με σκληρά μέτρα καταστολής τις συνεχιζόμενες αντιδράσεις και κινητοποιήσεις.
Η σταγόνα που ξεχείλισε στα τέλη Δεκέμβρη το ποτήρι ήταν η σύλληψη στις 28 Δεκέμβρη με την κατηγορία της «τρομοκρατίας» του σουνίτη βουλευτή Αχμέντ αλ – Αλουάνι, υπέρμαχου της κατασκήνωσης διαμαρτυρίας που είχε στηθεί από το Δεκέμβριο του 2012 έξω από το Ραμάντι. Η φρουρά του αντιστάθηκε με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο αδελφός του, πέντε φρουροί του και δύο μέλη των δυνάμεων Ασφάλειας. Ακολούθησε στις 30 Δεκέμβρη επιδρομή του στρατού στην κατασκήνωση έξω από το Ραμάντι κατά την οποία σκοτώθηκαν από την ανταλλαγή πυρών 13 άτομα. Η σύλληψη του Αλουάνι και η διάλυση της κατασκήνωσης προκάλεσαν εξέγερση του σουνιτικού πληθυσμού στην επαρχία Ανμπάρ με επίκεντρο τη Φαλούτζα και το Ραμάντι, όπου σημειώθηκαν συγκρούσεις ανάμεσα σε δυνάμεις του στρατού και ένοπλες ομάδες φύλαρχων. Την ίδια μέρα, στις 30 Δεκέμβρη, 44 σουνίτες βουλευτές υπέβαλαν την παραίτησή τους απαιτώντας την αποχώρηση του στρατού από τις πόλεις και την απελευθέρωση του Αχμέντ αλ-Αλουάνι. Στις 31 Δεκέμβρη, ύστερα από συμφωνία με τοπικούς φύλαρχους, ο στρατός αποσύρθηκε από τη Φαλούτζα και το Ραμάντι στα περίχωρα και την ευθύνη ανέλαβε η τοπική αστυνομία με τους τοπικούς φύλαρχους. Ομως την Πρωτοχρονιά του 2014, ισχυρές δυνάμεις μαχητών του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και του Λεβάντε, γνωστό ως (ISIL), εισέβαλαν στη Φαλούτζα, κατέστρεψαν τα κεντρικά γραφεία της αστυνομίας και το δημαρχείο, κατέλαβαν τα αστυνομικά τμήματα, έδιωξαν τους αστυνομικούς, απελευθέρωσαν τους κρατούμενους από τα κελιά, πήραν τα όπλα που βρήκαν και ύψωσαν τη μαύρη σημαία στα κυβερνητικά κτίρια. Μετά την εξέλιξη αυτή, ο κυβερνητικός στρατός ενισχύθηκε με τανκς και βαριά όπλα και περικύκλωσε τη Φαλούτζα, ενώ ο ιρακινός πρωθυπουργός Νούρι Μαλίκι κάλεσε τους τοπικούς φύλαρχους και τον πληθυσμό να απομακρύνουν τους μαχητές τους ISIL προκειμένου να αποφευχθεί η αιματοχυσία σε περίπτωση επιχείρησης για την ανακατάληψη της πόλης.
Σημειωτέον ότι το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL) δημιουργήθηκε τον Απρίλη του 2013, με τη συμμετοχή της Αλ Κάιντα του Ιράκ, βρήκε πρόσφορο έδαφος λόγω της πολιτικής Μαλίκι και αναπτύχθηκε γρήγορα στην επαρχία Ανμπάρ και εξελίχθηκε συμμετέχοντας στον πόλεμο στη Συρία σε έναν από τους ισχυρότερους και πιο αποτελεσματικούς ένοπλους σχηματισμούς ελέγχοντας σημαντικό τμήμα της βόρειας Συρίας.
Πολλά ρεπορτάζ διεθνών πρακτορείων συμπίπτουν στην εκτίμηση ότι το σύνολο σχεδόν του πληθυσμού στις σουνιτικές περιοχές έχει στραφεί ενάντια στην κυβέρνηση Μαλίκι, ότι η κυβερνητική πολιτική έστρωσε το έδαφος για την ανασυγκρότηση και την ισχυροποίηση των ακραίων ισλαμιστών και ότι πολλοί σουνίτες θεωρούν μεγαλύτερο εχθρό τους την κυβέρνηση Μαλίκι από το ISIL. Κρίσιμος για τις εξελίξεις θεωρείται ο ρόλος των τοπικών φύλαρχων σε κοινωνίες όπου διατηρούνται ισχυροί οι φυλετικοί δεσμοί. Κάποιοι φύλαρχοι έχουν ταχθεί και πολεμούν με τους μαχητές του ISIL, κάποιοι κρατούν ουδέτερη στάση και κάποιοι διαπραγματεύονται με την κυβέρνηση. Ομως ακόμη και οι πιο μετριοπαθείς και αυτοί που είχαν συνεργαστεί στο παρελθόν με την κυβέρνηση ή με τους Αμερικάνους για τη συγκρότηση των σουνιτικών πολιτοφυλακών («Αγρυπνούντα Συμβούλια»), που πολέμησαν την Αλ Κάιντα στο Ιράκ το 2007 και κατάφεραν να την αποδυναμώσουν σημαντικά, δείχνουν απρόθυμοι να συνεργαστούν με τον κυβερνητικό στρατό, θεωρώντας ότι η κυβέρνηση Μαλίκι τους πρόδωσε, αγνόησε την προσφορά τους και τους περιθωριοποίησε. Σύμφωνα με ρεπορτάζ των «New York Times» (7/01/14), στο Ραμάντι, τη μεγαλύτερη πόλη της επαρχίας Ανμπάρ, οι δυνάμεις της τοπικής αστυνομίας πολέμησαν μαζί με τις φυλετικές πολιτοφυλακές για να ανακαταλάβουν μεγάλο μέρος της πόλης από τους μαχητές του ISIL. Ομως στη Φαλούτζα η κατάσταση είναι διαφορετική και ενώ ο Μαλίκι με παρότρυνση των ΗΠΑ ζήτησε τη βοήθεια των φυλών προσφέροντάς τους όπλα και χρήματα, η προσπάθειά του να εξασφαλίσει την υποστήριξή τους δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Συν τοις άλλοις, στη Φαλούτζα οι φύλαρχοι προειδοποίησαν το στρατό ότι θα αντιμετωπίσει ανυποχώρητη αντίσταση αν επιχειρήσει να μπει στην πόλη.
Συνεπώς, το πρόβλημα για την κυβέρνηση Μαλίκι δεν είναι μόνο το ISIL και η ανακατάληψη της Φαλού-τζα και του Ραμάντι, όπως παρουσιάζεται από την κυβερνητική προπαγάνδα, η οποία συνδέει συστηματικά τις λαϊκές κινητοποιήσεις στις σουνιτικές περιοχές με την Αλ Κάιντα, για να δικαιολογεί τα σκληρά μέτρα καταστολής. Είναι πρωτίστως η λαϊκή εξέγερση στις περιοχές αυτές και οι ευρύτερες επιπτώσεις της. Η κατάσταση περιπλέκεται ακόμη περισσότερο από τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, όπου σουνιτικές ισλαμικές ομάδες όλων των αποχρώσεων αποτε- λούν ουσιαστικά την ένοπλη αντιπολίτευση στο καθεστώς Ασαντ.
Είναι πολύ δύσκολο για την κυβέρνηση Μαλίκι να επιχειρήσει να ανακαταλάβει τη Φαλούτζα και να καταστείλει την εξέγερση στην επαρχία Ανμπάρ με στρατιωτική επέμβαση προκαλώντας εκατόμβες θυμάτων και διακινδυνεύοντας γενικευμένη αποσταθεροποίηση και χάος στη χώρα. Το πιθανότερο είναι να καταλήξει σε κάποια συμφωνία με τους ισχυρούς τοπικούς φύλαρχους. Τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές κυκλοφορεί η είδηση ότι μια τέτοια συμφωνία βρίσκεται στα σκαριά, η οποία, σύμφωνα με ρεπορτάζ του «Αλ Τζαζίρα»(8/01/14) προβλέπει την αποχώρηση του κυβερνητικού στρατού από τα περίχωρα της Φαλούτζα και του Ραμάντι και την απόσυρσή του στα όρια της επαρχίας Ανμπάρ. Την ευθύνη για την ασφάλεια και την ανακατάληψη των δύο πόλεων αναλαμβάνουν η τοπική αστυνομία και οι φυλετικές πολιτοφυλακές με τους φύλαρχους. Σημειωτέον ότι με την τοπική αστυνομία δεν υπάρχει πρόβλημα, γιατί τα μέλη της επιλέγονται από τις ίδιες της φυλές, σε αντίθεση με τον κυβερνητικό στρατό που θεωρείται όργανο της κυβέρνησης Μαλίκι και συνεπώς εχθρικός. Σ’ αυτή την περίπτωση η ιρακινή κυβέρνηση βγαίνει προσωρινά από τη δύσκολη θέση που βρίσκεται, όχι όμως χωρίς απώλειες και υποχωρήσεις. Με την αποχώρηση του στρατού περιορίζεται ο κυβερνητικός έλεγχος στην επαρχία Ανμπάρ και ενισχύεται ο ρόλος και η εξουσία των ισχυρών τοπικών φύλαρχων. Είναι επίσης βέβαιο ότι θα αναγκαστεί να κάνει κάποιες παραχωρήσεις για να εκτονώσει τη λαϊκή οργή και να αποφύγει τα χειρότερα.
Οσο για το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και του Λεβάντε (ISIL) είναι η πρώτη φορά που κάνει μια τόσο θεαματική επίδειξη δύναμης, προκαλώντας ισχυρό πολιτικό πλήγμα στην κυβέρνηση Μαλίκι και στους αμερικάνους πάτρωνές της, που βλέπουν τον εφιάλτη της επαρχίας Ανμπάρ να αναβιώνει.