Βρισκόμαστε στην Ανατολική Γερμανία το 1980. Η Μπάρμπαρα παίρνει δυσμενή μετάθεση, τιμωρούμενη για την αίτησή της να μεταναστεύσει στη Δύση, όπου την περιμένει ένας άντρας και σχεδιάζει μαζί της τη διαφυγή της. Στο νοσοκομείο έρχεται πολύ κοντά με τον προϊστάμενό της τον Αντρέ, που της δείχνει κατανόηση. Ετσι, η Μπάρμπαρα βρίσκεται ανάμεσα σε δυο άντρες, ανάμεσα σε δυο κόσμους.

Κριτική στην πολιτική του καθεστώτος, αποπνικτική ατμόσφαιρα από τις συνεχείς παρακολουθήσεις («οργουελικού τύπου» όπως χαρακτηρίστηκε), αίσθηση φυλακής για την ηρωίδα στην Ανατολική Γερμανία. Μια αληθινή πλευρά της τότε πραγματικότητας θίγεται από τον σκηνοθέτη: χαφιεδισμός, παρακολουθήσεις κλπ. Η κριτική του, όμως, είναι κριτική εύκολη, ρηχή, σχεδόν αυτονόητη και από τη σκοπιά των γνωστών υπερασπιστών των «ανθρώπινων δικαιωμάτων», που έκλειναν τα μάτια μπροστά στα εγκλήματα και την αστική δικτατορία των δυτικών καθεστώτων, εστιάζοντας στην πολιτική μορφολογία των καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού. Ο σκηνοθέτης είναι σαν να βρίσκει το τρωτό σημείο του καθεστώτος για να θρηνήσει για το διχασμό της Γερμανίας. Ο ίδιος, σε συνέντευξή του, δηλώνει ότι δεν έχει την πρόθεση να στραφεί εναντίον αυτού του ρομαντικού «ονείρου» μιας εναλλακτικής κοινωνίας που πρέσβευε η Ανατολική Γερμανία και ότι η ιστορία αυτή πραγματεύεται το αναπόφευκτο τέλος αυτού του ακατανόητου διαχωρισμού. Φαίνεται ότι πολλοί Γερμανοί δεν μπορούν να το αντιμετωπίσουν ως ένα ιστορικό φαινόμενο από το οποίο πρέπει να βγουν συμπεράσματα. Αντίθετα, υπερισχύει πάντα η αίσθηση της εθνικής τραγωδίας, που φυσικά εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες, ασχέτως δηλωμένων προθέσεων…
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι πολλές ταινίες έχουν γίνει γύρω απ’ αυτά τα ζητήματα. Αναπόφευκτα, λόγω θέματος, η ταινία συγκρίνεται με τις «Ζωές των άλλων». Και μπορεί ως προς το πολιτικό διά ταύτα να μοιάζουν, ως προς το αισθητικό όμως, δυστυχώς για τον Πέτζολντ, η «Μπάρμπαρα» υστερεί πολύ.
Ελένη Π.