Αγαπητά μου παιδιά
Είναι μέγιστη η συμβολή των παροιμιών στη μελέτη και αποτύπωση του πολιτιστικού ίχνους του ελληνισμού, κάτι που βέβαια δεν το λέμε εμείς, αλλά κορυφαίοι πνευματικοί ογκόλιθοι, βράχοι, μπετά και πλίνθοι που –ομού μετά του γνωστού απαραίτητου συνεκτικού μεταξύ τους υλικού– συνέβαλαν στην οικοδόμηση του ελληνικού πνευματικού θαύματος. Γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την απαίτηση των τελευταίων (και μαζί τους όλων των πνευματικώς υστερημένων συμπατριωτών μας, που επιτέλους βρήκαν μέσο έκφρασης) να πληρώνονται εσαεί πνευματικά δικαιώματα από τους «πάντες μη έλληνες βαρβάρους», ώστε οι εκπρόσωποι και οι πλασιέ του ελληνισμού να εξακολουθούν να τη βγάζουν κούτρα. Απολαμβάνοντας παράλληλα τα αγαθά της έμμεσης υποδούλωσης, στην οποία έχουν εθιστεί ανεπιστρεπτί μετά από αιώνες αριστοκρατίας, ρωμαιοκρατίας, βυζαντινοκρατίας, τουρκοκρατίας, αγγλοκρατίας, αμερικανοκρατίας, γερμανοκρατίας, εταιριοκρατίας και πάει κλαίγοντας. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από την ευχέρεια με την οποία προσυπογράφουν αναφανδόν κάθε ξεπούλημα όποτε παρίσταται χρεία ή ακόμη και χωρίς να παρίσταται…
Η λαϊκή μούσα αφιερώνεται σήμερα ψυχή τεκέ σώματι στις καταγεγραμμένες –πάντα σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο– παροιμίες από τη λαϊκή Σοφία (ποια Παπάζογλου ρε;).
Μία κατηγορία παροιμιών –παρ’ Ιμίων– είναι εκείνες που αποτυπώνουν τα προβλήματα της ταπεινής καθημερινότητας. Τα οποία αποτυπώνει και η «Καθημερινή» βέβαια, αλλά αυτό υπεισέρχεται σε άλλης μορφής (more fish) παροιμίες που θα δούμε αργότερα. Οι νεότερες και πλέον επίκαιρες εξ αυτών, είναι εκείνες που αναφέρονται στην αγωνία εξεύρεσης θερμαντικών μέσων, τώρα που το πετρέλαιο (πέτραι, λέω!) τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με τα βούρλα που αναζητούν εναγωνίως πόρους από οπουδήποτε. Τις παροιμίες συλλέγει, ζυγίζει, ελέγχει, επανελέγχει και καταγράφει το υπουργείο Υπανάπτυξης σε ειδικό πολυτελή τόμο της ΕΛαΣ (Επιτροπής Λαϊκής Σοφίας). Ας δούμε τρεις από τις νέες παραλαβές:
Κίτσο σαν βγεις στον πηγαιμό πετρέλαιο να πάρεις
κοίτα μην πάθεις έμφραγμα, οπλίσου με κουράγιο.
Ο ένας λέει θερμοπομπούς, ο άλλος λέει πέλετ
άλλος καλοριφέρ λαδιού και άλλος air condition.
Ποιος είδε, ποιος αντάμωσε φέτος λεφτά σε τσέπη,
δώρο, μισθό, επίδομα, πετρέλαιο σε καυστήρα;
Μια άλλη κατηγορία λαϊκών και ελαφρολαϊκών παροιμιών, είναι εκείνες που αναφέρονται στην παιδεία. Αυτές συνήθως περνούν πρώτα από τη βάσανο της αυτοαξιολόγησης, κατόπιν αξιολογούνται από ειδική επί ντροπή του αρμόδιου ιππουργείου, στη συνέχεια αναζητούν χορηγούς από την ενορία της αγίας αγοράς και τελικά κυκλοφορούν σε φωτοτυπίες, με βάση πάντα την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ιδού τρία παραδείγματα από το αρχείο της γάμα-γάμα (είπαμε: γενικής γραμματείας) Διά Βίου Πάθησης:
Μες στα σχολειά μας μάνα μου την πέφτουν Χρυσαυγίτες
και τα παιδιά στρατολογούν στο αύριο κοιτώντας.
Πετρέλαιο στην τάξη μας φέτος βάζουμε μόνοι
και καθαρίστρια ρεφενέ, να μη μας φάει η βρώμα.
Δεν ήταν για την εκδρομή ο έρανος στην τάξη.
Ηταν για τον καθηγητή, το ρεύμα μην του κόψουν.
Και βέβαια, πάντα υπάρχουν και οι παροιμίες που αναφέρονται στους πεφωτισμένους πωλητικούς ηγέτες της σημερινής τρόικας, τις κοσμαγάπητες μορφές της τηλεοπτικής ελληνικής δημοκρατίας και αντικείμενα πρωτοφανούς λατρείας του πόπολου. Αυτές συνήθως είναι απολύτως απλοϊκές και φροντίζουν να κρατούν και την παραδοσιακή ομοιοκαταληξία, στοιχεία δοκιμασμένα που τόσο αρέσουν στις νοητικώς νωθρές δυνάμεις της συντήρησης:
Αντώνη στο κρασάκι σου συχνά νερό να βάζεις
γιατί η τρόικα σκιάζεται και κλαίει. Μην τη τρομάζεις.
Καλά ρε Βάγγο, πού μπορεί να έπεσε η λίστα;
Αντε πες μας και βράδιασε, μας ήρθε βαριά νύστα.
Στην προηγούμενη ζωή θα ήσουνα σκαθάρι
γι’ αυτό και τώρα Φώτη μου θες να φανείς λιοντάρι.
Αλεξία (ΔημΑρ) – Ανδρέας (ΔηΣυ)