«Η τελική αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθεται στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας»[1]. Τα παραπάνω λόγια, που γράφτηκαν από τον Μαρξ πριν από ενάμιση αιώνα, συμπυκνώνουν την πραγματική αιτία όλων των οικονομικών κρίσεων που ξέσπασαν μέχρι σήμερα στον καπιταλιστικό κόσμο. Γιατί ακόμα και στις περιπτώσεις που οι καταναλωτικές δαπάνες αυξάνονται, όπως κατά την «ανάκαμψη» από την κρίση του 2001, οι όποιες αυξήσεις των δαπανών αυτών οφείλονται στην επέκταση του δανεισμού σε τεράστια επίπεδα, όπως επισημάναμε στο προηγούμενο φύλλο[2] και όχι σε αυξήσεις στους μισθούς, εκτός κι αν οι εργάτες με σκληρούς αγώνες τις έχουν επιβάλει. Και στην περίπτωση όμως του υπερδανεισμού, αυτό που αποδείχτηκε από τα στατιστικά στοιχεία της περασμένης δεκαετίας είναι ότι οι καταναλωτικές δαπάνες αυξάνονταν με ολοένα και μικρότερους ρυθμούς, προοιωνίζοντας τη μπόρα που θα έρθει.
Ρίξτε μια ματιά στον Πίνακα 1 για να καταλάβετε τι εννοούμε. Τον πίνακα αυτό τον φτιάξαμε βάσει των επίσημων στοιχείων που δημοσιεύονται περιοδικά από τις στατιστικές υπηρεσίες της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και των ΗΠΑ[3]. Στον πίνακα συγκρίνεται η μεταβολή των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών των παραπάνω χωρών ανάμεσα σε δύο πενταετίες. Η πρώτη είναι η πενταετία 1998-2003 και η δεύτερη 2003-2008. Από τη στιγμή που ο πληθυσμός αυξάνεται, είναι φυσικό να αυξάνονται και οι συνολικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών. Ομως, αυτό που προκύπτει αβίαστα από τον πίνακα είναι ότι η αύξηση των καταναλωτικών δαπανών μέσα στη δεύτερη πενταετία (1998-2003) είναι κατά πολύ μικρότερη (περίπου η μισή) από την αντίστοιχη της πρώτης (2003-2008), ακόμα κι αν στην πρώτη πενταετία περιλαμβάνεται και όλη η περίοδος της κρίσης του 2001 στις ΗΠΑ, μαζί με την περίοδο της συνακόλουθης επιβράδυνσης των ρυθμών ανάπτυξης στην Ευρώπη.
Αντίθετα, η δεύτερη πενταετία είναι πενταετία «ανάκαμψης» μέχρι τα πρόθυρα της νέας κρίσης. Θα έπρεπε, επομένως, οι καταναλωτικές δαπάνες να αυξηθούν κατά τη δεύτερη πενταετία πολύ περισσότερο από την πρώτη. Κι όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Γεγονός που υποδηλώνει τη «στενότητα αγοράς», πριν ακόμα ξεσπάσει η παρούσα κρίση. Σημειώνουμε ότι για τις τρεις από τις τέσσερις χώρες που αναφέρουμε (ΗΠΑ, Γαλλία και Ιταλία) τα νούμερα είναι σε σταθερές τιμές (λαμβάνοντας υπόψη τον επίσημο πληθωρισμό), ενώ για τη Γερμανία δεν αναφέρεται από τη Στατιστική Υπηρεσία αν τα νούμερα είναι σε σταθερές ή τρέχουσες τιμές. Συγκρίνοντας όμως τα στοιχεία που δίνει η στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας με αυτά που δίνει η Eurostat[4], διαπιστώνουμε ότι το ποσοστό αύξησης των καταναλωτικών δαπανών μειώθηκε στη Γερμανία, ακόμα και σε τρέχουσες τιμές (δηλαδή μη λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό). Αυτό σημαίνει ότι σε σταθερές τιμές (δηλαδή μετατρέποντας την αξία των χρημάτων που δίνει ο πίνακας για κάθε έτος, στην αξία που είχαν ένα συγκεκριμένο έτος) η μεταβολή των καταναλωτικών δαπανών μπορεί και να είναι αρνητική.
Αν θέλετε ένα άλλο παράδειγμα, για να διαπιστώσετε τη στενότητα αγοράς καταναλωτικών αγαθών, δείτε τον Πίνακα 2, που αποτυπώνει την εξέλιξη των παγκόσμιων εξαγωγών. Ο πίνακας προέρχεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου[5]. Παρατηρήστε την πτώση των εξαγωγών το 2001 (κατά τη φάση της προηγούμενης κυκλικής οικονομικής κρίσης, δηλαδή). Θα δείτε ότι το ποσοστό αυτό (-4.6%) δεν είναι τίποτα μπροστά στην κατακρήμνιση κατά -22.4% του 2009, δηλαδή όταν μεσουρανούσε η νέα κρίση.
Ειδικά για τις ΗΠΑ, η αναιμική αύξηση των καταναλωτικών δαπανών πριν την κρίση και η κατακρήμνισή τους κατά τη διάρκεια της τελευταίας κρίσης αποτυπώνονται ανάγλυφα στο Γράφημα 1, που αναδημοσιεύουμε από έκθεση του αμερικάνικου Κογκρέσου[6]. Μια ματιά στο γράφημα αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι η ετήσια αύξηση των καταναλωτικών δαπανών την εποχή της ανάκαμψης από την προηγούμενη κρίση (του 2001), που κινούνταν σε επίπεδα κάτω του 4%, ήταν η μικρότερη αύξηση από όλες τις περιόδους ανάκαμψης μετά το 1970, ενώ η κατακρήμνισή τους στη διάρκεια της παρούσας κρίσης ήταν η μεγαλύτερη απ’ όλες τις κρίσεις που ξέσπασαν από το 1970 μέχρι σήμερα!
Η πτωτική τάση της αύξησης των καταναλωτικών δαπανών, πριν τη μείωσή τους λόγω της κρίσης, είναι απόλυτα εξηγήσιμη, αν συνυπολογίσει κανείς δύο πράγματα. Πρώτα την πραγματική μείωση των μισθών των εργατών και ύστερα την ακρίβεια των εμπορευμάτων παγκόσμια. Ειδικά για τις ΗΠΑ, τα χρήματα που δόθηκαν για μισθούς σε σχέση με τον παραγόμενο πλούτο βρίσκονται στα χαμηλότερα επίπεδα της μεταπολεμικής περιόδου. Από το 55% του ΑΕΠ, που ήταν το μέγιστο ποσοστό που σημειώθηκε τη δεκαετία του ’50, έπεσαν κοντά στο 40%, όπως φαίνεται στο Γράφημα 2[6], στο οποίο τα ποσοστά που αφορούν στους μισθούς φαίνονται αριστερά. Σημειώνουμε ότι τα χρήματα αυτά συμπεριλαμβάνουν όλους τους μισθούς (στελεχών, διευθυντάδων κτλ.) και σε καμία περίπτωση δεν αποτυπώνουν τον πλούτο που πέρασε στα χέρια της εργατικής τάξης. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε την έκρηξη των κοινωνικών ανισοτήτων, τότε ο πλούτος που πέρασε στα χέρια των παραγωγών του θα είναι σίγουρα πολύ μικρότερος. Πάντως, και από τα στοιχεία αυτά φαίνεται ξεκάθαρα η πτωτική τάση που επικρατεί, σε αντίθεση με τα κέρδη των εταιριών που την πενταετία 2002-2007 σημείωσαν έκρηξη (τη μεγαλύτερη των τελευταίων τριάντα ετών). Σημειώστε ότι τα κέρδη αυτά σίγουρα δεν αποτυπώνουν όλα τα χρήματα που κέρδισαν οι εταιρίες με διάφορους μη ελεγχόμενους από το κράτος τρόπους (π.χ. μέσω των φορολογικών παραδείσων στο εξωτερικό), που δεν αποτυπώνονται σε καμία στατιστική.
Η εξέλιξη των αμοιβών των εργαζόμενων στις χώρες του ΟΟΣΑ αποτυπώνεται στον Πίνακα 3, που προέρχεται από τη βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ[7]. Οπως φαίνεται ξεκάθαρα από τον πίνακα αυτό, τα μέσα ποσοστά των αυξήσεων που δόθηκαν, τόσο στις ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ όσο και στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, μειώθηκαν στα χρόνια μετά το 2000 σε πολύ πιο χαμηλά επίπεδα σε σχέση με την τετραετία 1996-2000. Σημειώνουμε ότι οι αυξήσεις αυτές είναι μέσοι όροι, που τσουβαλιάζουν εργάτες και στελέχη. Δεν αποτυπώνουν, επομένως, τις αυξήσεις που δόθηκαν στους εργάτες, που είναι σαφώς μικρότερες αν συνυπολογίσει κανείς ότι τα στελέχη των επιχειρήσεων καρπώνονται πάντοτε τις μεγαλύτερες αυξήσεις.
Αν όμως τα πράγματα είχαν έτσι στις χώρες του ΟΟΣΑ, στην Γερμανία ήταν πολύ χειρότερα. Σε πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για τη Γερμανία διαβάζουμε τα εξής αποκαλυπτικά: «Ο μετριασμός των μισθών κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 ήταν αξιοσημείωτος στη Γερμανία, τόσο συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ όσο και ιστορικά. Το μοναδιαίο κόστος εργασίας έπεσε κατά 2% από το 2000 μέχρι το 2007, συγκριτικά με την αύξηση 22% κατά μέσο όρο στις χώρες του ΟΟΣΑ. Ιστορικά, το μοναδιαίο κόστος εργασίας στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 15% τη δεκαετία του ’90, κατά 20% τη δεκαετία του ’80 και κατά 69% τη δεκαετία του ’70. Η μείωση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000 συνδέθηκε με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας καθόσον τα αυξανόμενα κίνητρα για εργασία, οδήγησαν όλο και περισσότερο τους άνεργους στο να αποδεχτούν εργασία με μικρότερη πληρωμή»[8]. Για την κατάσταση στην Γερμανία επιφυλασσόμαστε να αναφερθούμε αναλυτικότερα σε επόμενο φύλλο της «Κόντρας».
Τα παραπάνω αρκούν για την ώρα, ώστε να πειστεί και ο πιο δύσπιστος ποιον οφέλησε η «ανάπττυξη» μέχρι τώρα. Αν όμως αυτή ήταν η τάση στους μισθούς, το ακριβώς αντίθετο ίσχυε αναφορικά με την ακρίβεια. Στον Πίνακα 4, παραθέτουμε τις μεταβολές των τιμών παραγωγής πρώτων υλών, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ)[5]. Σύμφωνα με τον ΠΟΕ, λοιπόν, οι τιμές εξαγωγής των πρώτων υλών σχεδόν τριπλασιάστηκαν μεταξύ 2000 και 2008, με την μεγαλύτερη αύξηση να σημειώνεται (όπως γνωρίζουμε όλοι κι από την καθημερινή μας εμπειρία) στον τομέα της ενέργειας και τη μικρότερη στα αγροτικά προϊόντα. Η σχετικά μικρή αύξηση στις τιμές των αγροτικών προϊόντων ωφέλησε κυρίως τους καπιταλιστές που τα χρησιμοποίησαν ως πρώτη ύλη στη βιομηχανία. Αντίθετα, οι τιμές στα τρόφιμα και τα ποτά εκτινάχτηκαν. Διπλασιάστηκαν.
Στις ΗΠΑ, μετά από μία σύντομη «ανάκαμψη», από τότε που υποτίθεται ότι τελείωσε η παρούσα κρίση, η κατάσταση φαίνεται να χειροτερεύει ξανά. Οπως μας πληροφορεί η τελευταία έκθεση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (BIS), «προσωρινές εκτιμήσεις έδειξαν ότι η ανάπτυξη στο δεύτερο τρίμηνο επιβραδύνθηκε ελαφρά, στο 0.4% στις ΗΠΑ και στο 0.3% στην Ιαπωνία. Η οικονομία της ζώνης του ευρώ συρρικνώθηκε κατά 0.2% και του Ενωμένου Βασιλείου κατά 0.7%. Αποτιμήσεις διευθυντών πωλήσεων έδειξαν μια ακόμα μεγαλύτερη επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας το τρίτο τρίμηνο. Η αδυναμία επεκτάθηκε επίσης στη Γερμανία και σε αρκετές αναδυόμενες οικονομίες με περισσότερο ισχυρή ανάπτυξη προηγούμενα»[9].
Για την ατμομηχανή της παγκόσμιας καπιταλιστικής παραγωγής, την Κίνα, στην ίδια έκθεση επισημαίνεται: «Η ανάπτυξη στην Κίνα έπεσε στο δεύτερο τρίμηνο στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων τριών ετών και τα στοιχεία από τους διευθυντές πωλήσεων, που είναι περισσότερο αδύναμα από το αναμενόμενο, προοιωνίζουν περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας»[9].
Παρολαυτά, οι καπιταλιστές συνεχίζουν να θησαυρίζουν: «Η αύξηση της τιμής των μετοχών προήλθε από τα κέρδη των εταιριών που ξεπέρασαν τις προσδοκίες. Κατά τη διάρκεια των πρόσφατων περιόδων στις ΗΠΑ και τη Γερμανία, για παράδειγμα, τα κέρδη των S&P 500 και των εταιριών DAX ξεπέρασαν τις εκτιμήσεις των αναλυτών κατά 5% και 16% αντίστοιχα. Οι τιμές των μετοχών αντέδρασαν δυνατά στις ανακοινώσεις για επιπρόσθετα μέτρα από τις κεντρικές τράπεζες προκειμένου να στηρίξουν την οικονομία και επηρεάστηκαν από προσδοκίες για παραπέρα ενισχύσεις σε περίπτωση παραπέρα επιβράδυνσης των οικονομικών προσδοκιών»[9].
Καπιταλισμός με τις πλάτες του κράτους, δηλαδή, το οποίο κατά τα άλλα τόσο κατηγορούν για τον «παρεμβατισμό» του οι καπιταλιστές. Προφανώς ο «παρεμβατισμός» αφορά τις κοινωνικές δαπάνες και την εργατική νομοθεσία και όχι τη δική τους απλόχερη στήριξη, την οποία εκμεταλλεύονται στο έπακρο! Με εξίσου μελανά χρώματα απεικονίζονται και οι εξελίξεις στο δεύτερο τρίμηνο του 2012 από το ΔΝΤ, αλλά νομίζουμε ότι δεν χρειάζεται να επεκταθούμε περισσότερο[10].
Με αυτά τα δεδομένα, ποιος μπορεί να έχει την αυταπάτη ότι το κεφάλαιο δε θα εντείνει την επίθεσή του στα λαϊκά εισοδήματα; Οταν μάλιστα οι κεφαλαιοκρατικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, έχουν δείξει επανειλημμένα την αναισθησία και τη βαρβαρότητά τους, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Αργεντινής. Η «αυτοκριτική» του ΔΝΤ για τη στάση του απέναντι στη συγκεκριμένη χώρα ήταν αρκούντως αποκαλυπτική. Αν και για το ζήτημα έχουμε γράψει αναλυτικά από τις στήλες της «Κ»[11], υπενθυμίζουμε ορισμένα… μαργαριτάρια από την «αυτοκριτική» αυτή:
«Παρά το ότι οι Αρχές λάμβαναν προειδοποιήσεις από το Ταμείο, τουλάχιστον στις αρχές του 1998, για τις αυξημένες επισφάλειες της χώρας, προειδοποιήσεις που τόνιζαν την ανάγκη παραπέρα δημοσιονομικών προσαρμογών και δομικών μεταρρυθμίσεων, το Ινστιτούτο συνέχισε να δίνει την στήριξή του στη βάση ενός πολιτικού προγράμματος που ήταν εν τέλει ανεπαρκές… Ιστορικά, η εργατική νομοθεσία στην Αργεντινή ήταν πολύ προστατευτική για τους εργάτες, θέτοντας υψηλά φράγματα στις απολύσεις και εξασφαλίζοντας γενναιόδωρα ασφαλιστικά προνόμια (sic!). Επιπρόσθετα, οι συλλογικές συμβάσεις σε κλαδικό επίπεδο στη βιομηχανία μείωσαν σημαντικά την ευελιξία των μισθών. Ενώ είχαν κίνητρο την επιθυμία για κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη, αυτά τα προστατευτικά μέτρα ήταν ένα επιπρόσθετο στοιχείο που παρεμπόδισε την ικανότητα της Αργεντινής να μάχεται απέναντι σε εξωγενή πλήγματα».[12]
Φανταστείτε ότι αυτά γράφτηκαν το 2003, μετά δηλαδή την εξέγερση που κόστισε την καρέκλα πέντε προέδρων μέσα σε δύο βδομάδες! Κι έχουν το θράσος να λένε ότι πρέπει να μειωθούν οι μισθοί και να γίνει ο εργάτης λάστιχο για να ξεπεραστεί η κρίση! Ποιος εργαζόμενος, όμως, θα ήθελε ένα τέτοιο ξεπέρασμά της;
Τα πράγματα δε θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά σ’ ένα σύστημα που έχει επίκεντρό του το μέγιστο κέρδος του κεφαλαίου και όχι τον παραγωγό του πλούτου, τον εργαζόμενο άνθρωπο. Κάθε μέρα που περνάει αποδεικνύει περίτρανα ότι το σύστημα αυτό έχει φάει τα ψωμιά του και καταδικάζει τον εργάτη σε αργό θάνατο. Οι κρίσεις –αυτά τα βίαια ξεσπάσματα της μεγάλης αντίθεσης που χαρακτηρίζει την κεφαλαιοκρατική εποχή, σύμφωνα με τον Μαρξ, της αντίθεσης μεταξύ της απεριόριστης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας και των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που τις περιορίζουν– αναδεικνύουν το σάπιο χαρακτήρα αυτού του συστήματος. Η ανάπτυξη του πιστωτικού συστήματος (του δανεισμού δηλαδή), όπως επισημαίνει ο Μαρξ, επιταχύνει την υλική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, όμως επιταχύνει τις κρίσεις και δυναμώνει τα στοιχεία της διάλυσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. «Το πιστωτικό σύστημα, με κέντρο τις δήθεν εθνικές τράπεζες και με γύρω τους τους μεγάλους δανειστές χρήματος και τοκογλύφους, αποτελεί μία τεράστια συγκεντροποίηση και δίνει σ’ αυτή την τάξη των παρασίτων μια μυθική δύναμη, τη δύναμη όχι μόνο να αποδεκατίζει κατά περιόδους τους βιομήχανους κεφαλαιοκράτες, αλλά και να επεμβαίνει με τον πιο επικίνδυνο τρόπο στην πραγματική παραγωγή – και η συμμορία αυτή δεν έχει ιδέα από παραγωγή και δεν έχει καμία δουλειά μαζί της»[13].
Το πιστωτικό σύστημα εντείνει λοιπόν τον παρασιτισμό του κεφαλαίου και δημιουργεί τους όρους για την ανατροπή του. Αν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνικής εργασίας είναι το ιστορικό καθήκον και η δικαίωση του κεφαλαίου, «ακριβώς έτσι δημιουργεί, χωρίς να το συνειδητοποιεί, τους υλικούς όρους μιας ανώτερης μορφής παραγωγής»[14]. Μιας παραγωγής πραγματικά κοινωνικής, με την έννοια ότι θα υπηρετεί τα συμφέροντα της πλειοψηφίας της κοινωνίας και όχι μιας χούφτας παράσιτων που απομυζούν την απλήρωτη εργασία των παραγωγών του κοινωνικού πλούτου. Αυτή θα είναι και η μοναδική διέξοδος από το τούνελ που έχει μπει η ανθρωπότητα. Διέξοδος που δεν είναι δυνατόν να έρθει ούτε με εκλογές ούτε με περιπάτους κάτω από ξένες σημαίες, αλλά με οργάνωση και δράση σε επαναστατική κατεύθυνση με στόχο την ανατροπή του συστήματος της μισθωτής σκλαβιάς.
Κώστας Βάρλας
Παραπομπές
1. Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος τρίτος, κεφ. 30, σελ. 610.
2. Οπως αναφέραμε στο προηγούμενο φύλλο, το χρέος των νοικοκυριών διογκώθηκε την εποχή της «ευμάρειας», από 75% του ατομικού εισοδήματος που ήταν το 2000 για τις 17 χώρες της ευρωζώνης, σε 95% το 2008, και από το 92% περίπου του διαθέσιμου εισοδήματός των νοικοκυριών στις ΗΠΑ το 1995, σε 140% το 2007, για να πέσει στο 120% το 2011, λόγω της κρίσης.
3. https://www.destatis.de/EN/FactsFigures/SocietyState/IncomeConsumptionLivingConditions/ConsumptionExpenditure/Tables/PrivateConsumption_D.html (για τη Γερμανία). https://www.insee.fr/en/ indicateurs/cnat_annu/base_2005/donnees/xls/t_1102.xls (για τη Γαλλία). https://www.bea.gov/iTable/iTable.cfm?ReqID=9&step=1&acrdn=2 (για τις ΗΠΑ). https://www.istat.it/en/archive/35954 (για την Ιταλία).
4. Η Eurostat δίνει στοιχεία για τις καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών (Final consumption expenditure of households) μόνο σε τρέχουσες και όχι σε σταθερές τιμές. Βλ. Eurostat – Statistical Database στο https://epp.eurostat.ec.europa.eu/portal/page/portal/statistics/search_database, στην κατηγορία Final Consumption Expenditure στο https://appsso.eurostat.ec.europa.eu/nui/show.do?dataset=nama_fcs_c&lang=en.
5. Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (WTO) – Στατιστικές διεθνούς εμπορίου 2011 (International Trade Statistics). https://www.wto.org/english/res_e/statis_e/its_e.htm.
6. The budget and economic outlook – Fiscal years 2009-2019 – Γενάρης 2009. Αμερικάνικο Κογκρέσο – Γραφείο Προϋπολογισμού (Congressional Budget Office), βλ. https://www.cbo.gov/publication/41753.
7. ΟΟΣΑ, https://stats.oecd.org/Index.aspx?DataSetCode=ULC_ANN. Οι αμοιβές που παρουσιάζονται στον πίνακα αυτό είναι αμοιβές ανά μονάδα εργασίας. Σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο ΟΟΣΑ, ως αμοιβές ανά μονάδα εργασίας καθορίζονται οι συνολικές αμοιβές των εργαζόμενων διά τις συνολικές ώρες που δούλεψαν (πράγμα που ισχύει για μια σειρά χώρες του ΟΟΣΑ, όπως Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα, Καναδάς κτλ.) ή το σύνολο των εργαζομένων (για τις υπόλοιπες χώρες).
8. ΟΟΣΑ – Οικονομική έκθεση για την Γερμανία το 2012 (βλ. https://www.keepeek.com/Digital-Asset-Management/oecd/economics/oecd-economic-surveys-germany-2012/the-german-labour-market_eco_surveys-deu-2012-4-en).
9. Τριμηνιαία έκθεση Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών: Διεθνείς τραπεζικές και οικονομικές εξελίξεις (BIS – Quarterly Review), 17/9/2012. Βλ. https:// www.bis.org/publ/qtrpdf/r_qt1209.pdf.
10. Βλ. τελευταία έκθεση ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομία (World Economic Outlook), στο https://www.imf.org/external/pubs/ft/weo/2012/update/02/
11. «Κόντρα», αρ. φύλλου 595 & 596, Απρίλης 2010, στο https://www.eksegersi.gr/article.php?article_id=2376 και https://www.eksegersi.gr/article.php?article_id=2463.
12. «Μαθήματα από την κρίση στην Αργεντινή». Εκθεση του ΔΝΤ, 8/10/2003.
13. Καρλ Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος τρίτος, κεφ. 33, σελ. 684.
14. Στο ίδιο, κεφ.15, σελ. 328.