Το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό στο άκουσμα αυτής της ταινίας είναι η εικόνα της αφοπλιστικής Μέριλιν Μονρόε. Μιούζικαλ-μεταφορά στον κινηματογράφο του ομώνυμου πετυχημένου μιούζικαλ του Μπροντγουέι. Δύο τραγουδίστριες ταξιδεύουν με ένα υπερπολυτελές πλοίο από Αμερική για Γαλλία. Η μία (Μέριλιν Μονρόε) αναζητά άντρες πλούσιους που θα της χαρίζουν διαμάντια, ενώ η άλλη (Τζέιν Ράσελ) ψάχνει τον μεγάλο έρωτα. Ομως τα πράγματα περιπλέκονται, όταν οι γυναίκες καταλαβαίνουν ότι ο αρραβωνιαστικός της πρώτης έχει προσλάβει ντετέκτιβ και τις παρακολουθεί.
Παρακολουθώντας αυτήν την ταινία, παρακολουθούμε και μία προσπάθεια προπαγάνδισης ενός τρόπου ζωής (είμαστε στα 1953), κατά τον οποίο υπέρτατος στόχος για κάθε άντρα είναι ο πλούτος και για κάθε γυναίκα ο πλούσιος άντρας. Παράλληλα, η γυναίκα υποβιβάζεται σε διακοσμητικό στοιχείο με μόνο της όπλο, αλλά και αξία, τη γοητεία της, την οποία νομιμοποιείται να χρησιμοποιεί για να πετύχει το οτιδήποτε (δηλαδή τον πλούσιο άντρα, αφού τίποτε άλλο δεν ενδιαφέρει παρά μόνο τα διαμάντια, αφού «τα διαμάντια είναι ο καλύτερος φίλος της γυναίκας»)! Ενσάρκωση αυτού του προτύπου η ίδια η Μέριλιν Μονρόε, την οποία το Χόλιγουντ ανέδειξε και όλος ο πλανήτης λάτρεψε ως την απόλυτη γυναίκα-σύμβολο του σεξ. Αυτό το πρότυπο σταρ, ακριβώς αυτό το μοντέλο-διακοσμητικό στοιχείο για τη γυναίκα υπηρετεί. Το Χόλιγουντ τη χρησιμοποίησε ως την ενσάρκωση της σαγήνης, ως δηλαδή αντικείμενο πόθου των αντρών και ζήλειας-θαυμασμού των γυναικών, κονόμησε σε βάρος της, έδωσε και σ’ αυτήν βέβαια αρκετά χρήματα και από εκεί και πέρα κανείς δε ρώτησε πώς ζει αυτή η γυναίκα κι αν είναι καλά (που δεν ήταν, όλη την ημέρα τη μπούκωναν με ψυχοφάρμακα). Τέτοια πρότυπα μόνο προσβλητικά μπορούν να είναι για μια γυναίκα. Και αν σκεφτούμε και λίγο το γενικότερο κοινωνικό, ιστορικό, οικονομικό πλαίσιο της εποχής, θα διαπιστώσουμε ότι εκτός από προσβλητικά αυτά τα πρότυπα είναι κυρίως επικίνδυνα.
Ελένη Π.