«Το ρήγμα που άνοιξε ο λαϊκός ξεσηκωμός και που πήρε εκρηκτική μορφή στις εκλογές της 6ης Μάη εξακολουθεί να είναι ενεργό». «Σε όλη αυτή την περίοδο των δύο εκλογικών αναμετρήσεων καταγράφηκε μια μαζική στροφή προς τα αριστερά, την οποία καρπώθηκε κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, δίνοντας στην Αριστερά τα μεγαλύτερα ποσοστά της από το 1958! Το γεγονός ότι τόσοι πολλοί ψηφοφόροι γύρισαν την πλάτη στο «μαύρο μέτωπο του Μνημονίου», στα διλήμματα και τους εκβιασμούς της κυρίαρχης τάξης και διάλεξαν να ψηφίσουν Αριστερά, διαμορφώνοντας τα υψηλότερα ποσοστά της στη μετεμφυλιακή ιστορία, εκφράζει ελπιδοφόρες δυνατότητες».
Τα παραπάνω αποτελούν τις κεντρικές εκτιμήσεις της ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τα αποτελέσματα των εκλογών της 17ης Ιούνη. Δικαίως αναρωτήθηκε ο νεολαίος σύντροφος: «Ρε τι πίνουν και δε μας δίνουν;». Η επίσημα «μνημονιακή» ΝΔ εκτινάχτηκε από το 19% στο 30%, ο δεξιός «αντιμνημονιακός» Καμμένος έχασε σημαντική δύναμη, το «μνημονιακό» ΠΑΣΟΚ είχε ελάχιστες απώλειες σε σχέση με τις 6 Μάη, ο «μνημονιακός» Κουβέλης κράτησε τις δυνάμεις του, ο πιο δεξιός και ευθυγραμμισμένος με το διευθυντήριο των Βρυξελλών ΣΥΡΙΖΑ «κατάπιε» τον Περισσό, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τα δύο «μ-λ» κι αυτοί μιλούν για «ενεργό ρήγμα που άνοιξε ο λαϊκός ξεσηκωμός» και «μαζική στροφή προς τ’ αριστερά» που εκφράζει «ελπιδοφόρες δυνατότητες».
Ολ’ αυτά που εμφανίζονται σαν πολιτικές παραισθήσεις της λεγόμενης «ριζοσπαστικής Αριστεράς» δεν είναι παρά εκδηλώσεις ενός χυδαίου πολιτικού οπορτουνισμού, που συστήνει μια πολιτική ουράς της καθεστωτικής Αριστεράς και κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ. Γι’ αυτό και η κριτική που ασκείται στον ΣΥΡΙΖΑ (σε δεύτερο επίπεδο, γιατί η βασική εκτίμηση αφορά τη «μαζική στροφή προς τα αριστερά») είναι… συντροφικού επιπέδου: «δεν μπόρεσε, στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου να απαντήσει στην ιδεολογική τρομοκρατία για το ευρώ», «δεν μπορούσε να απαντήσει στη ιδεολογική τρομοκρατία της άρχουσας τάξης και άφησε την προεκλογική αντιπαράθεση να μετατοπιστεί σε πεδία πιο ευνοϊκά για τις δυνάμεις του συστήματος», « το πρόγραμμά του διαρκώς διολίσθαινε σε μια πρόταση “επαναδιαπραγμάτευσης” εντός των ορίων των δανειακών συμβάσεων και του ευρώ», «οι “ρεαλισμοί” της ηγεσίας του αποδείχτηκαν ανεπαρκείς ακόμα και στο εκλογικό επίπεδο».
Πέρα από το συντροφικό και διορθωτικό ύφος της κριτικής, αποκαλύπτεται προδήλως και μια εκτίμηση ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια πιο «σκληρή» πολιτική γραμμή θα έφερνε καλύτερο αποτέλεσμα και σήμερα θα είχαμε… κυβέρνηση «της Αριστεράς». Εδώ κι αν μιλάμε για παραίσθηση.
Στη συνέχεια ακολουθεί η… απογείωση: «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε μεγάλες απώλειες ψήφων σε σχέση με τις εκλογές της 6ης Μάη, ένα αρνητικό αποτέλεσμα που σε αντίθεση με τη σημαντική άνοδο των εκλογών του Μάη μας επιστρέφει στα επίπεδα του 2009» (αλήθεια, γιατί ντρέπεστε να πείτε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σας στρίμωξε όχι «στα επίπεδα του 2009», αλλά σε επίπεδο ψήφων 17,5% κάτω από το 2009;). Οσοι τους έδωσαν ψήφο το Μάη βαφτίζονται «ψηφοφόροι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ», οι οποίοι οδηγήθηκαν από την εκλογική πόλωση (sic!) «να δώσουν μια κριτική ψήφο στον ΣΥΡΙΖΑ, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έδωσαν την συγκατάθεσή τους για μια “υπεύθυνη αντιπολίτευση”». Τι να κριτικάρεις απ’ αυτό το πολιτικό παραλήρημα; Αν επρόκειτο για «ψηφοφόρους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ», πώς μεταστράφηκαν μέσα σ’ ένα μήνα και ψήφισαν έναν ΣΥΡΙΖΑ που ήδη είχε κάνει του κόσμου τις κωλοτούμπες προς τα δεξιά; Αρα, πρόκειται για κλασικούς ψηφοφόρους αστικού κόμματος, που μετεωρίζονται ανάλογα με το πού φυσάει ο άνεμος.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καμαρώνει, επίσης διότι έδωσε τον προεκλογικό αγώνα «αποφεύγοντας τη λογική του ενδοαριστερού εμφυλίου»! Είναι, λοιπόν, συνυπεύθυνη για την εξαπάτηση εργαζόμενων και νέων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Βάζει πλάτη για να σηκωθεί ένα οδόφραγμα που θα συγκρατήσει –όσο μπορεί– τη ριζοσπαστικοποίηση εργαζόμενων και νεολαιίστικων στρωμάτων. Μπορεί κανείς να φανταστεί τα οφέλη στα οποία προσβλέπει.