Κατά τη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου, οι ναζί καίνε και καταστρέφουν 618 χωριά στη Λευκορωσία. Ενα μικρό αγόρι, που οι στρατιώτες δεν πήραν μαζί τους στις μάχες για να το προστατέψουν, παρά τη δική του επιθυμία, ζει από κοντά τις κτηνωδίες των ναζί σ’ αυτά τα χωριά και κυρίως το ολοκαύτωμα του Κατίν και ανάμεσα σ’ αυτές τις φρικτές εμπειρίες αρχίζει να γερνά πρόωρα, με τα μαλλιά του ν’ ασπρίζουν και το πρόσωπό του να γεμίζει ρυτίδες.
Η ταινία γυρίστηκε το 1985 και ξαναβγαίνει για δεύτερη φορά στις ελληνικές αίθουσες. Πρόκειται για μια δυνατή συναισθηματικά ταινία, με σκηνές σοκαριστικές, με μήνυμα σαφές εναντίον του πολέμου. Ο Κλίμοφ, παιδί κι αυτός της σοβιετικής παράδοσης, χρησιμοποιεί τις εικόνες και τους ήχους με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξυπηρετούν στο έπακρο τους στόχους του. Ομως ποιοι είναι οι στόχοι του; Προσπάθησε να γυρίσει μια αντιπολεμική ταινία και έμεινε στα εύκολα και δευτερεύοντα. Το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν ν’ απευθυνθεί στο συναίσθημα του θεατή και αυτό κάνει με διάφορες συναισθηματικές εξάρσεις, αναμενόμενες, προβλέψιμες. Ολη η ταινία είναι μια επίκληση στο συναίσθημα και πολλές φορές με τρόπο τόσο απλοϊκό που να καταντά λαϊκισμός.
Αυτό αρκεί ίσως για να κάνει μια ταινία αντιπολεμική, όχι όμως για να κάνει μια ταινία σημαντική. Γιατί από τo «Ελα να δεις» λείπει το πιο σημαντικό στοιχείο. Μια ματιά πάνω στα ιστορικά γεγονότα που περιγράφει, ματιά ιστορική, που θα επέτρεπε στο θεατή μια κάπως βαθύτερη γνώση των ιστορικών γεγονότων και την παραγωγή συμπερασμάτων γι’ αυτά. Ο Κλίμοφ, όντας και ο ίδιος σοβιετικός πολίτης με κομμουνιστές γονείς και γνώστης των γεγονότων αυτής της ιστορικής περιόδου (γεννήθηκε το 1933), με τη βοήθεια και του σεναριογράφου που επίσης είχε ζήσει τις κτηνωδίες των ναζί στα χωριά τις Λευκορωσίας, είχε αρκετά εργαλεία για να διεισδύσει ουσιαστικά στο θέμα του, αλλά επέλεξε να μην το κάνει και να μείνει στην επιφάνεια.
Ελένη Π.