Ο Χρυσοχοΐδης τώρα δικαιώνεται! Αυτός τουλάχιστον ομολόγησε ότι ψήφισε το Μνημόνιο-1 χωρίς να προλάβει να το διαβάσει. Οι υπόλοιποι, οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, αντί να φωνάξουν «είμαστε όλοι Χρυσοχοΐδηδες», καμώνονται πως δήθεν μελετούν και συζητούν τα νομοσχέδια που με μορφή χιονοστιβάδας κατατίθενται στη Βουλή για να ψηφι- στούν με κατεπείγουσες διαδικασίες. Ούτε που προλαβαίνουν να τα διαβάσουν. Ας αφήσουμε που σε κάποιες περιπτώσεις, όπως π.χ. στο νομοσχέδιο για το PSI, δεν καταλαβαίνουν καν τι καλούνται να ψηφίσουν, αφού πρόκειται για τεχνικούς όρους τραπεζικού χαρακτήρα, που απαιτούν εμπεριστατωμένη μελέτη και βοήθεια από ειδικούς που μπορούν να αποκρυπτογραφήσουν αυτούς τους όρους.
Ο συντεταγμένος λόχος της συγκυβέρνησης, όμως, δεν ενδιαφέρεται για τέτοια πράγματα. Εχοντας ψηφίσει, την Κυριακή 12 Φλεβάρη του 2012, το Μνημόνιο-2 και τα σχέδια των δανειακών συμβάσεων, οι βουλευτές του λόχου ούτε που ενδιαφέρονται για το περιεχόμενο των εφαρμοστικών νόμων. Το μόνο που απαιτείται απ’ αυτούς είναι να παρευρίσκονται στη Βουλή και να σηκώνουν το χέρι στις περιπτώσεις που θα ζητηθεί ονομαστική ψηφοφορία.
Ξεσαλωμένος ο Βενιζέλος, απαντά μονότονα σε όσους επικαλούνται το σύνταγμα και τον κανονισμό της Βουλής, ότι αυτά είναι τυπικότητες που δεν πρέπει να τηρούνται όταν οι συνθήκες είναι ιστορικά κρίσιμες. Και βέβαια, το ιστορικά κρίσιμο το κρίνει η συγκυβέρνηση και ο Βενιζέλος γίνεται ο κήρυκάς του. Εφτασε στο σημείο να εμφανιστεί στο Mega και να μιλά για «εξουθενωτική πολυφωνία» και όταν του υπενθύμισαν ότι αυτό είναι στοιχείο της αστικής δημοκρατίας, απάντησε με γεμάτο το στόμα –αυτός ο μέγας δημοκράτης και συνταγματολόγος: «Βεβαίως, η πολυφωνία η δημοκρατική. Αλλά εδώ μιλάμε για την ανάγκη ύπαρξης του έθνους». Στο όνομα του έθνους και της πατρίδας επιτρέπονται τα πάντα.
Το ελληνικό αστικό κοινοβούλιο επιβεβαιώνει σήμερα, πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά, αυτό που έγραφε ο Ενγκελς. Οτι η πραγματική εξουσία ασκείται από τις καγκελαρίες και τα υπουργεία, ενώ στα κοινοβούλια απλώς φλυαρούν με σκοπό να εξαπατούν το λαουτζίκο. Με τη διαφορά ότι πλέον δεν αποφασίζουν στα ελληνικά υπουργεία, αλλά στις Βρυξέλλες. Τρεις υπάλληλοι των ιμπεριαλιστικών οργανισμών (η τρόικα) διαπραγματεύονται με την ελληνική κυβέρνηση, καταλήγουν σ’ ένα σχέδιο, αυτό το σχέδιο εγκρίνεται από ένα πολιτικό όργανο (Eurogroup) και η Βουλή καλείται να το επικυρώσει με διαδικασίες fast track, είτε με τη μορφή ενός γενικού πλαισίου (Μνημόνιο) είτε με τη μορφή εφαρμοστικών νόμων του Μνημόνιου και των ανά τρίμηνο επικαιροποιήσεών του.
Μέσα σε λιγότερο από δυο βδομάδες η Βουλή θα ψηφίσει γύρω στα πέντε νομοσχέδια, τα οποία ανατρέπουν εργασιακές, ασφαλιστικές και κοινωνικές κατακτήσεις των εργαζόμενων. Με συνοπτικές διαδικασίες θα ψηφίσει ακόμα και αναθεώρηση του κρατικού προϋπολογισμού, πριν καν αυτός προλάβει να εφαρμοστεί. Το πιο προκλητικό: εργασιακές κατακτήσεις, όπως το επίπεδο του βασικού μισθού, το δίκαιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων κ.ά. θα καταργηθούν χωρίς νόμο που θα ψηφίσει η Βουλή! Νόμος γίνεται το ίδιο το Μνημόνιο, χωρίς τη συνταγματικά επιβαλλόμενη κοινοβουλευτική διαδικασία. Ετσι, το Μνημόνιο μετατρέπεται σε σουλτανικό φιρμάνι ή, αν θέλετε, σε αποικιοκρατική διαταγή, μπροστά στην οποία υποχωρεί ακόμα και η λειτουργία του πολιτεύματος της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Στην παράγραφο 6 του άρθρου 1 του νόμου με τον οποίο εγκρίθηκαν το Μνημόνιο-2 και οι νέες αποικιοκρατικές δανειακές συμβάσεις αναφέρεται: «Οι ρυθμίσεις που περιλαμβάνονται στο Κεφάλαιο Ε “Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις”, παράγραφοι 28 και 29 του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής και στο Κεφάλαιο 4 “Διαρθρωτικές Μεταρρυθμίσεις για την Ενίσχυση της Ανάπτυξης” παράγραφος 4.1: “Διασφάλιση της ταχείας προσαρμογής της αγοράς εργασίας και ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας” του Μνημονίου Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής, τα σχέδια των οποίων εγκρίνονται κατά την παράγραφο 2 και προσαρτώνται ως παράρτημα V στον παρόντα νόμο, συνιστούν πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής. Με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ρυθμίζεται κάθε αναγκαίο ζήτημα για την εφαρμογή της παρούσης παραγράφου».
Τα δύο Μνημόνια που αναφέρονται συναποτελούν αυτό που για λόγους συντομίας αποκαλούμε Μνημόνιο-2. Τα κεφάλαια στα οποία αναφέρεται λένε με διαφορετικό τρόπο τα ίδια πράγματα, μολονότι μπορεί να διακρίνει κανείς και ορισμένες διαφορές, όχι χωρίς σημασία. Π.χ. το ένα Μνημόνιο λέει ότι για τα εργασιακά θα γίνει κοινωνικός διάλογος μέχρι τέλη Φλεβάρη, ενώ το άλλο λέει ότι ο κοινωνικός διάλογος έγινε και δεν απέδωσε! Σημασία έχουν τα μέτρα κι αυτά είναι: η καρατόμηση του βασικού μισθού και ημερομίσθιου της ΕΓΣΣΕ (-22% και -32% για τους νέους), η νέα αναθεώρηση της ΕΓΣΣΕ μέχρι τέλη Ιούλη του 2012 (που σημαίνει μονιμοποίηση του κρατικού καθορισμού των ελάχιστων μισθών), η ανατροπή του ισχύοντος δικαίου των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαιτησίας, η κατάργηση της μονιμότητας στις ΔΕΚΟ, η μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, η κατάργηση του ΟΕΚ και του ΟΕΕ.
Μιλάμε για το μισό εργατικό δίκαιο που η αλλαγή του θα απαιτούσε ένα πολυνομοσχέδιο με πολλά άρθρα, με καταργούμενες και αναδιατυπωνόμενες διατάξεις κ.λπ. Ολ’ αυτά παρακάμπτονται με την παράγραφο που παραθέσαμε παραπάνω, που μετατρέπει τις αναφορές του Μνημόνιου-2 (οι οποίες κάθε άλλο παρά νομοτεχνικά επεξεργασμένες είναι) σε «πλήρεις κανόνες δικαίου άμεσης εφαρμογής». Και πώς θα γίνουν οι απαιτούμενες νομικές αλλαγές; Οχι με κάποιον εφαρμοστικό νόμο, αλλά με εγκυκλίους (!!!), όπως ανακοίνωσε ο Κουτρουμάνης. Αλλάζουν το μισό εργατικό δίκαιο με μια γενική διάταξη ενός Μνημόνιου και στη συνέχεια με εγκυκλίους. Το σημειώνουμε, γιατί αυτή είναι νομοθετική εργασία καθαρά δικτατορικού τύπου, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι έχουμε να κάνουμε με την κοινοβουλευτική χούντα μιας αποικίας, η οποία κυβερνά με διατάγματα.
Το βασικό, βέβαια, είναι το βαθύτατα αντεργατικό περιεχόμενο των διατάξεων που καταργούνται ή τροποποιούνται, όμως και ο τρόπος θέσπισής τους έχει τη δική του σημασία, γιατί από τη μια αποκαλύπτει τη φύση της σημερινής εξουσίας και την αποφασιστικότητά της να επιβάλλει με κάθε μέσο την πολιτική της κεφαλαιοκρατίας, ενώ από την άλλη περιγράφει και τη φύση του αγώνα που απαιτείται για την ανατροπή αυτής της πολιτικής.