Εκτακτη σύνοδο πραγματοποίησαν οι πρυτάνεις μετά τους συνεχείς ωμούς εκβιασμούς που ασκεί το υπουργείο Παιδείας για να πραγματοποιηθούν οι εκλογές για την ανάδειξη των εσωτερικών μελών των Συμβουλίων διοίκησης από τις διορισμένες από τη Διαμαντοπούλου οργανωτικές επιτροπές. Θέμα συζήτησης ήταν επίσης η φοβερή οικονομική ασφυξία που έχει επιβληθεί στα Πανεπιστήμια, καθώς και η δρομολογούμενη απειλή της εργασιακής εφεδρείας των διοικητικών υπαλλήλων, που αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους ως παράσιτα και τα πανεπιστημιακά ιδρύματα ως επιχειρήσεις.
Στη σύνοδο πήγε και το έτερο εξαπτέρυγο πια του υπουργείου Παιδείας, ο προερχόμενος από τη ΝΔ νέος Αναπληρωτής υπουργός Παιδείας Αρβανιτόπουλος. Σκόπιμα η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επέλεξε να παραστεί αυτός, καθότι τυπικά ακόμη δεν έχει «καεί», ενώ η Διαμαντοπούλου έχει διαρρήξει τις σχέσεις της με τις πανεπιστημιακές διοικήσεις μετά την ψήφιση του νόμου-πλαίσιο, στον οποίο αντιδρούσε και αντιδρά σχεδόν σύσσωμη η πανεπιστημιακή κοινότητα και δεν πατάει το πόδι της στις τελευταίες συνόδους των πρυτάνεων.
Ο μεν Αρβανιτόπουλος πήγε για να ρίξει γέφυρες, με την ελπίδα ότι μπορεί να κάμψει τις αντιστάσεις των πανεπιστημιακών διοικήσεων και να τις σύρει σ’ αυτή τη φάση στη διεξαγωγή των εκλογών, γιατί η συγκρότηση των Συμβουλίων διοίκησης είναι απαραίτητη για να ξεδιπλωθεί στη συνέχεια η εφαρμογή του νόμου σε όλες του τις διαστάσεις (η σχετική προθεσμία εκπνέει στις 15 Ιανουαρίου), οι δε πρυτάνεις, πιστοί στο θεσμικό τους ρόλο μέσα στο σύστημα, έκριναν σωστό να χαιρετίσουν την παρουσία του και να υπογραμμίσουν «τη σημασία του διαλόγου». Τάχιστα, όμως, ο Αρβανιτόπουλος έσπευσε να δώσει το στίγμα του και το στίγμα του κόμματος που εκπροσωπεί, ως αποφασισμένου στυλοβάτη αυτής της άγριας πολιτικής και να διαλύσει «με το καλημέρα» κάθε αυταπάτη. «Διάλογος» για τον Αναπληρωτή υπουργό σημαίνει απαρέγκλιτη εφαρμογή του νόμου-πλαίσιο. «Τόνισα στους Πρυτάνεις ότι πρέπει να εφαρμοστεί ο Νόμος για την Ανώτατη Εκπαίδευση, ο οποίος έχει ψηφιστεί από ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τόνισα επίσης ότι οι Νόμοι πρώτα εφαρμόζονται και αν χρειαστεί – στην πορεία – βελτιώνονται», δήλωσε, στέλνοντας εμμέσως τρομοκρατικό μήνυμα ότι όσοι αντιδρούν στο νόμο-πλαίσιο θα βρουν απέναντί τους ατσάλινο τείχος απ’ όλα τα κόμματα του Μνημόνιου.
Οι πρυτάνεις δέχθηκαν μεν τον Αρβανιτόπουλο, αρνήθηκαν όμως την είσοδο στον ειδικό γραμματέα ανώτατης εκπαίδευσης Παπάζογλου, του οποίου το «κνούτο» αισθάνθηκαν δεόντως τελευταία, καθότι αυτός ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον της παρακολούθησης εφαρμογής του νόμου. Τελευταίο κρούσμα εκβιασμού για την εφαρμογή του νόμου ήταν η αποστολή εγκυκλίου από την αφεντιά του, με την οποία ζητούνταν η αναστολή όλων των προκηρύξεων για θέσεις λεκτόρων, ώστε οι σχετικές διαδικασίες να διενεργηθούν με τις διατάξεις του νέου νόμου-πλαίσιο. Ο Παπάζογλου δεν άντεξε το στραπατσάρισμα και αποχώρησε οργισμένος, δηλώνοντας ότι θα παραιτηθεί. Δεν το έπραξε, όμως, ενώ σύσσωμη η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας έσπευσε να του προσφέρει πλήρη κάλυψη, πράξη που αποδεικνύει ότι η πολιτική που εφαρμόζεται απέναντι στα Πανεπιστήμια είναι συναπόφαση όλων των εξαπτέρυγων του υπουργείου, πρωτοκλασάτων και δευτεροκλασάτων.
Στη σύνοδο, οι πρυτάνεις επιβεβαίωσαν την απόφασή τους να παραμείνουν στα «χαρακώματα» (στο βαθμό που αυτοί το εννοούν και το πράττουν ως θεσμική δύναμη του αστικού συστήματος εξουσίας, όπως έχουμε επανειλημμένα επισημάνει) με αντίπαλο το υπουργείο Παιδείας και το νόμο-πλαίσιο. Στην ομόφωνη απόφασή τους δηλώνουν ότι οριστικοποιούν την απόφασή τους για προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας -πέραν των άλλων προσφυγών που κατατέθηκαν για τις διαπιστωτικές πράξεις διορισμού των οργανωτικών επιτροπών, ώστε να διασφαλιστεί η συνταγματική υποχρέωση για την αυτοδιοίκηση των Πανεπιστημίων. Υπογραμμίζουν τα μεγάλα λειτουργικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα Πανεπιστήμια «λόγω των συντονισμένων πολιτικών υποχρηματοδότησης, συγχωνεύσεων φορέων της δημόσιας διοίκησης, μετακύλησης της χρηματοδότησης και της ευθύνης της φοιτητικής μέριμνας (σίτισης, στέγασης, συγγραμμάτων, νοσηλείας, κ.α.) χωρίς βιώσιμο σχέδιο», τα οποία οδηγούν τα Ιδρύματα σε αδιέξοδο, με άμεσο κίνδυνο ακόμα και αναστολής βασικών λειτουργιών τους.
Χαρακτηρίζουν την εγκύκλιο του υπουργείου Παιδείας , σχετικά με τις εκλογές και τις εξελίξεις μελών ΔΕΠ, «αυθαίρετη» και ζητούν την πλήρη εξαίρεση της Παιδείας από την εφεδρεία, υπογραμμίζοντας τη συνταγματική υποχρέωση της πολιτείας για Δημόσια και Δωρεάν Παιδεία. Τονίζουν ότι οι απειλές του υπουργείου για περικοπή της χρηματοδότησης τόσο από τον Τακτικό Προϋπολογισμό, όσο και από τα ερευνητικά κονδύλια συνιστούν «τιμωρία για την στάση των Πανεπιστημίων», και «αποκαλύπτουν τη στρατηγική συρρίκνωσης του Ελληνικού Δημόσιου Πανεπιστήμιου». Τέλος, δηλώνουν ότι «τα Πανεπιστήμια έχουν αυτονόητα τον λόγο για τις δικές τους υποθέσεις και θα καθορίσουν την στάση τους στις αμέσως επόμενες εβδομάδες».
Λαμβάνοντας το μήνυμα ότι οι πανεπιστημιακές διοικήσεις δεν πρόκειται να κάνουν πίσω από την αντίθεσή τους στο νόμο-πλαίσιο, η Διαμαντοπούλου θέλησε εκ νέου να στείλει τρομοκρατικό μήνυμα και να πιάσει το μαστίγιο. Συνεντευξιαζόμενη στον Ρ/Σ ΣΚΑΙ δήλωσε: «Στο Νόμο είναι σαφές ότι αν δεν ακολουθηθούν όλες οι ενέργειες που προβλέπονται στο χρόνο που πρέπει, θα σταματήσει η χρηματοδότηση. Η Βουλή τον ψήφισε προκειμένου να αλλάξουν ορισμένα πράγματα βαθειά στο Πανεπιστήμιο και είπε ότι ‘’αν δεν τον εφαρμόσετε θα πρέπει να πάρετε τις ευθύνες σας απέναντι στους φοιτητές σας και την Κοινότητα γιατί θα σταματήσει η χρηματοδότηση’’. Αυτό δεν είναι απειλή, υπάρχει στο Νόμο».
Η φράου Αννα ζητά από τους πρυτάνεις να κάτσουν στ’ αυγά τους, καλλιεργώντας φρούδες ελπίδες για επουσιώδεις αλλαγές, εάν όμως και εφόσον εφαρμοστεί ο νόμος ώστε «να δοκιμαστεί στην πράξη». Τους κάνει μαθήματα συμπεριφοράς απέναντι σ’ ένα νόμο, ο οποίος είναι κατάφωρα αντισυνταγματικός, λέγοντας: «Την αντισυνταγματικότητα ενός Νόμου την κρίνει η Βουλή και το Συμβούλιο της Επικρατείας». Εδώ οφείλουμε να υπογραμμίσουμε το απύθμενο θράσος της υπουργού Παιδείας, θυμίζοντας ότι η ίδια αγνόησε επιδεικτικά ως μη γενόμενη σχεδόν, την έκθεση της Επιστημονικής Επιτροπής της Βουλής, που έθετε πάμπολλα ερωτήματα αντισυνταγματικότητας του νόμου-πλαίσιο, πριν ακόμη αυτός ψηφιστεί από τους συντεταγμένους λόχους κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και αντιπολίτευσης ΝΔ και ΛΑΟΣ.
Γιούλα Γκεσούλη