Και τώρα τί θα κάνουμε με τους «δημοκράτες» και τα ουρλιαχτά τους για τη νίκη της συντήρησης και την κινδυνολογία για το ξεσάλωμά της; Ο λόγος φυσικά για την άνετη επικράτηση Μπους στις αμερικάνικες προεδρικές εκλογές της περασμένης Τρίτης, που κατόρθωσε για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια να είναι πρόεδρος με πάνω από το 50% των ψήφων (κάτι που είχε να γίνει από την εποχή του Μπους του πρεσβύτερου), με αυξημένη μάλιστα τη συμμετοχή στις εκλογές. Ολοι όσοι είχαν μια κρυφή ελπίδα ότι κάτι θα μπορούσε να αλλάξει, έρχονται τώρα αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα που λέει ότι το παιχνίδι το κερδίζει πάντα ο ορίτζιναλ κι όχι αυτός που αντιγράφει.
Ετσι και στην Αμερική, που η κόντρα παίχτηκε στο επίπεδο του πατριωτισμού και της «ασφάλειας», πιο φυσιολογική ήταν η νίκη του Μπους κι όχι του Κέρι. Ομως, ψυχραιμία παιδιά, η «δημοκρατία» δεν κινδυνεύει. Αυτή ρίχνει έτσι κι αλλιώς τις βόμβες της είτε με «Δημοκρατικούς» είτε με «Ρεπουμπλικάνους». Αλλωστε, ο φερόμενος ως εκφραστής μιας πιο «προοδευτικής» πορείας της Αμερικής, ουδέποτε δήλωσε ότι θα καταργήσει το Γκουαντανάμο ή ότι θα πάρει πίσω τον τρομονόμο του Μπους ή ότι θα αποχωρήσει άμεσα απ’ το Ιράκ (μέσα σε τέσσερα χρόνια ήταν το χρονοδιάγραμμα, εφόσον η αμερικάνικη δύναμη αντικατασταθεί με… ΝΑΤΟϊκή υπό την αιγίδα των ΗΠΑ!). Δεν θέλησε καν να εκμεταλλευτεί το μήνυμα του Μπιν Λάντεν για να χρεώσει στον Μπους τις συνέπειες της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των ΗΠΑ, που υποτίθεται ότι ο Κέρι θα άλλαζε επί το… προοδευτικότερο. Δε θέλησε καν να ακολουθήσει το δρόμο του Θαπατέρο, λέγοντας στους αμερικανούς ψηφοφόρους την απλή αλήθεια: Ας αφήσουμε ήσυχη την Ανατολή, αν θέλουμε να ζήσουμε με ασφάλεια.
Ομως, αν ο Θαπατέρο είχε τις πλάτες μερίδας της κεφαλαιοκρατίας στο εσωτερικό (που ήθελε να ακολουθήσει τον ευρωπαϊκό δρόμο και όχι τον αμερικάνικο), ο Κέρι δεν είχε τέτοιες πλάτες, ούτε φυσικά και τέτοια πρόθεση. Ποια η ουσιαστική του διαφορά λοιπόν με το Μπους; Στο αν θα επιτρέψει το γάμο των γκέι ή αν θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας (στα λόγια φυσικά);
Η αντιδραστικότητα μιας πολιτικής δεν έχει να κάνει με το ποιος θα βγάζει τα προεδρικά ανακοινωθέντα αλλά με το πόσες αντιστάσεις έχει η εργαζόμενη κοινωνία και ποιες οι επιλογές της κυρίαρχης τάξης στη δεδομένη χρονική περίοδο. Οταν οι αντιστάσεις ξεκινούν και καταλήγουν στη «λύση» της κάλπης, στη «λύση» του μικρότερου κακού, τότε επόμενο είναι η κυρίαρχη τάξη να έχει ελεύθερο το πεδίο, κινητοποιώντας τα αντιδραστικά ανακλαστικά της κοινωνίας και κυρίως των μικροαστικών στρωμάτων. Οταν η διέξοδος στην οικονομική κρίση που μαστίζει τις ΗΠΑ είναι ο πόλεμος και η επιθετική πολιτική στο εξωτερικό, παρακάμπτοντας ακόμα και τον ΟΗΕ, αυτό δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να αλλάξει όποιος και να βρισκόταν στην κυβέρνηση των ΗΠΑ. Ας θυμηθούμε ότι ο πρώτος πρόεδρος που ενήργησε παρακάμπτοντας τον ΟΗΕ ήταν ο Κλίντον, όταν βομβάρδιζε τη Βαγδάτη το 98 και διατηρούσε τις ζώνες απαγόρευσης πτήσεων (που συνοδεύονταν από συχνούς βομβαρδισμούς ολόκληρων περιοχών). Μήπως ο «προοδευτικός» Κλίντον δεν διατήρησε το εμπάργκο που επέβαλε ο πρεσβύτερος Μπους στο Ιράκ, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες άμαχοι να πεθάνουν στα χρόνια της κυριαρχίας του; Δεν προετοίμαζε έτσι το έδαφος για την ανοιχτή επέμβαση στο Ιράκ σε πιο ευνοϊκές συνθήκες; Ας σκεφτούμε ακόμα, πόσο διαφορετική θα ήταν ουσιαστικά η απάντηση των «Δημοκρατικών», αν είχαν τα ηνία της εξουσίας μετά την 11η Σεπτέμβρη. Δεν θα εξαπέλυαν κυνήγι μαγισσών και παγκόσμιο αγώνα κατά της «τρομοκρατίας»;
Ισως κάποιοι να μας κατηγορήσουν ότι ισοπεδώνουμε τα πράγματα. Αν είναι έτσι, τότε ας μας αποδείξουν πόσο διαφέρουν οι βομβαρδισμοί της Βαγδάτης από τους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας. Μήπως οι δεύτεροι ήταν πιο εύπεπτοι επειδή έγιναν υπό τις ευλογίες του ΟΗΕ; Ούτε γάτα ούτε ζημιά δηλαδή;
Ουδείς μπορεί να μείνει αδιάφορος με τα τεκταινόμενα στη μεγαλύτερη ιμπεριαλιστική χώρα του κόσμου. Η επανεκλογή Μπους και η αυξημένη συμμετοχή στις εκλογές (απ’ το 54.7% των εγγεγραμμένων, που ήταν το 2000, κοντά στο 60%, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, φτάνοντας έτσι στα επίπεδα της εκλογής Κλίντον το 1992) δεν είναι κάτι που πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους. Οχι γιατί χάθηκε η ευκαιρία για αλλαγή στην αμερικάνικη πολιτική, αλλά γιατί αποτυπώθηκε αυτό που ήδη υπήρχε: η αδράνεια και η παθητικοποίηση της αμερικάνικης εργαζόμενης κοινωνίας. Αν οι εκλογές αποτελούν το δείκτη ωριμότητας της εργατικής τάξης – όπως μας δίδαξε ο γερο-Κάρολος ενάμισι αιώνα πριν – τότε φάνηκε με τον πιο γλαφυρό τρόπο ο αδιέξοδος δρόμος που ακολουθεί η αμερικάνικη εργαζόμενη κοινωνία, που η καλύτερη επιλογή της δε μπορεί να είναι ο υποψήφιος των «Δημοκρατικών» αλλά η κάθοδος στο στίβο του ταξικού αγώνα και στο πλευρό των καταπιεσμένων λαών της Ανατολής. Οσο δε γίνεται αυτό δεν θα έχει μόνο να θρηνήσει κι άλλες χαμένες θέσεις εργασίας ή λιγότερα δικαιώματα στη δουλειά, αλλά και να ματώσει, όπως οι εξαθλιωμένοι λαοί που οι κυβερνήσεις της καταδικάζουν στην πείνα και το θάνατο.
ΥΓ. Οσο για την αποχή που λανθασμένα αναφέραμε στο προηγούμενο φύλλο ότι ήταν της τάξης του 70%, αυτό το ποσοστό αφορά στις εκλογές μόνο για το Κογκρέσο που διεξάγονται κάθε τέσσερα χρόνια, δυο χρόνια πριν από τις προεδρικές εκλογές (η τελευταία έγινε το Νοέμβρη του 2002 με νίκη των Ρεπουμπλικάνων). Τα ποσοστά αποχής στις προεδρικές εκλογές ιστορικά κυμαίνονται από το 37% που ήταν το 1960, μέχρι το 51% που ήταν το 1996 και ποτέ στο 70%. Ομως, στους εκλογικούς καταλόγους δεν είναι γραμμένο το σύνολο όλων όσων έχουν δικαίωμα ψήφου, για διάφορους λόγους.