«Κάθε μέρα στη Φαλούτζα είναι μια δύσκολη και μεγάλη πρόκληση». Τα λόγια του ταγματάρχη Γουέιντ Γουίμς στο Ασοσιέιτεντ Πρες (29/11) αρκούν για να καταλάβει κανείς ότι η μάχη της Φαλούτζα κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει. Τρεις μέρες πριν, δύο Αμερικάνοι πεζοναύτες είχαν σκοτωθεί, όταν αντάρτες εκτόξευσαν χειροβομβίδες στη διάρκεια έρευνας σε κατοικία, όπως παραδέχτηκε ο αμερικάνικος στρατός, ενώ ένας ακόμα σκοτώθηκε και τρεις τραυματίστηκαν τη Δευτέρα 29/11 από αντάρτες που κρύβονταν σε σπίτι που οι Αμερικάνοι θεωρούσαν ότι ήταν «καθαρό».
Ο εκπρόσωπος τύπου της Ερυθράς Ημισελήνου δήλωνε στο πρακτορείο Inter Press (26/11) ότι «εξακολουθούν να υφίστανται σκληρές μάχες στη Φαλούτζα» κι ότι οι Αμερικάνοι υποστήριξαν ότι χρειάζονται δύο ακόμα βδομάδες μέχρι να επιτρέψουν την επιστροφή των προσφύγων στην πόλη. Κι ενώ τα δυτικά πρακτορεία συνεχίζουν να αναφέρουν ότι οι Αμερικάνοι «καθαρίζουν» την πόλη από τα «υπολείμματα των ανταρτών» συναντώντας «σποραδική αντίσταση», αντισυνταγματάρχης του αμερικάνικου στρατού δήλωνε την περασμένη Τρίτη 30/11 στο Ασοσιέιτεντ Πρες, ότι μικρές ομάδες ανταρτών επιστρέφουν στην πόλη από υπόγεια τούνελ πραγματοποιώντας καθημερινές επιθέσεις.
Κλείνουμε αυτή τη μικρή αναφορά στην εμπόλεμη πόλη με την ανταπόκριση των Τάιμς της Νέας Υόρκης, εφημερίδας που κάθε άλλο παρά υπέρ της ιρακινής αντίστασης μπορεί να θεωρηθεί:
«Μέχρι τώρα, απέχει πολύ από το να γίνει σίγουρο ότι οι Αμερικάνοι μπορούν να κρατήσουν μακριά τους αντάρτες από την πόλη. Μερικοί εμφανίζονται να κατοικούν εκεί, βασιζόμενοι στην αμερικάνικη βοήθεια για τροφή και νερό κατά τη διάρκεια της μέρας και επιτιθέμενοι ενάντιά τους το βράδυ, σύμφωνα τόσο με τους Αμερικάνους όσο και τους Ιρακινούς διοικητές που βρίσκονται στην περιοχή. Ολοι αυτοί είναι νέοι άντρες, μερικοί με ύποπτα τραύματα κι όλοι έχουν την ίδια ιστορία: έμειναν στην πόλη για να προστατεύσουν την οικογενειακή τους περιουσία. Μερικοί φορούν ακόμα τα διακριτικά μαύρα ρούχα και τα παπούτσια του τένις που προτιμούνται από τους αντάρτες. Ούτε είναι σίγουρο ότι οι κάτοικοι της πόλης θα προτιμήσουν τους Αμερικάνους από τους εχθρούς τους. Την προηγούμενη βδομάδα, ο 38χρονος πωλητής τσιγάρων Χαμίντ Χαμούντ, που έμεινε στην πόλη κατά τη διάρκεια των μαχών, ήταν ένας απ’ αυτούς που ζητούσαν αμερικάνικη βοήθεια για τροφή και νερό στο τζαμί της Χάντρα. Ο Χαμούντ είπε: “Είναι όλοι ψεύτες, και η κυβέρνηση και οι Αμερικάνοι. Οι μουτζαχεντίν δεν μας έβλαψαν. Μας βοήθησαν”». (Τάιμς της Νέας Υόρκης, 27/11/04)