Το θέαμα θα ήταν κυριολεκτικά για γέλια, αν πίσω από τη γελοία εικόνα δεν υπέβοσκε ο εθνικισμός. Το ελληνικό κράτος θέλοντας και μη θα αποδεχτεί ονομασία της ΠΓΔΜ που να περιέχει μέσα τη λέξη «Μακεδονία» (ένας συνοδευτικός γεωγραφικός προσδιορισμός είναι το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει), όμως στον ελληνικό λαό θα μείνει το δηλητήριο μιας ακόμη «ιστορικής αδικίας» που διεπράχθη σε βάρος των «εθνικών μας δικαίων». Κι αυτό είναι το πιο επικίνδυνο που θα αφήσει αυτή η κατά τα άλλα γελοία υπόθεση του «νέου μακεδονικού αγώνος».
Η κυβέρνηση Μπους με μια καουμπόικη κίνηση, την επαύριο κιόλας της επανεκλογής του τεξανού πλανητάρχη, ανακοίνωσε πως αναγνωρίζει την ΠΓΔΜ ως Δημοκρατία της Μακεδονίας και έριξε στο καναβάτσο την πολιτική ηγεσία στην Ελλάδα. Φαίνεται πως δεν είχαν καμιά προειδοποίηση, επειδή οι Ρεπουμπλικάνοι φοβούνταν μη διαρρεύσει, γίνει θόρυβος και χάσουν ψήφους από την ελληνοαμερικάνικη κοινότητα που δείχνει ιδιαίτερο φανατισμό σε κάτι τέτοια θέματα. Γι’ αυτό και η ίδια η κυβέρνηση χρειάστηκε ένα 24ωρο μέχρι να μπορέσει να αρθρώσει έναν διπλωματικό λόγο, που και πάλι δεν είναι καθόλου συγκροτημένος.
Η αμερικάνικη κίνηση είναι ευεξήγητη και βέβαια κάθε άλλο παρά σε «ανθελληνισμό» πρέπει να αποδοθεί. Οι Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές δεν είναι ούτε ανθέλληνες ούτε φιλέλληνες. Είναι απλά ιμπεριαλιστές που έχουν μια συγκεκριμένη γεωστρατηγική, η οποία προσδιορίζεται με ορισμένους άξονες σε κάθε περιοχή. Οι Αμερικάνοι σήμερα θέλουν την ΠΓΔΜ ως ενιαίο κράτος, στο οποίο θα έχουν ιδιαίτερα αυξημένη επιρροή. Παίζουν το ρόλο του επιδιαιτητή στη διαμάχη ανάμεσα στο αλβανικό και το σλαβομακεδονικό στοιχείο και στηρίζουν την κυβέρνηση Τσερβενκόφσκι, η οποία δίνει κάποια δικαιώματα στους Αλβανούς της χώρας. Η σκληρή εθνικιστική αντιπολίτευση επέβαλε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, στο οποίο η κυβέρνηση καλούσε σε αποχή, ώστε να βγει άκυρο. Οι Αμερικάνοι με την παρέμβασή τους αυτή στήριξαν τον Τσερβενκόφσκι και εμφανίστηκαν στην πλειοψηφία του πληθυσμού (Αλβανούς και Σλαβομακεδόνες) ως εγγυητές της ενότητας της χώρας και της διεύρυνσης των δικαιωμάτων της αλβανικής μειονότητας (που δεν είναι καθόλου μικρή, αφού φτάνει το ένα τρίτο σχεδόν του πληθυσμού της χώρας). Προχώρησαν έτσι στην αναγνώριση, λίγο πριν το δημοψήφισμα, χωρίς να μπουν σε καμιά διαδικασία συζητήσεων (ούτε καν ενημέρωσης) με την ελληνική κυβέρνηση. Αυτό ήταν το σωστό timing γι’ αυτούς, έτσι ενήργησαν.
Βέβαια, πολύ πριν τους Αμερικάνους, τη Δημοκρατία της Μακεδονίας είχαν αναγνωρίσει 67 χώρες-μέλη του ΟΗΕ, μεταξύ των οποίων οι υπερδυνάμεις Ρωσία και Κίνα, ενώ άλλες 15 χώρες δεν έκαναν επίσημη αναγνώριση, αλλά συμφώνησαν να γίνεται με αυτό το όνομα η αλληλογραφία μεταξύ των κρατών. Περιττεύει, βέβαια, να πούμε ότι σε όλα τα διεθνή fora κανένας δεν έμπαινε στον κόπο να λέει και να γράφει το όνομα μακρυνάρι FYROM, αλλά όλοι χρησιμοποιούσαν τους προσδιορισμούς Μακεδονία, μακεδονικός κ.λπ.
Εκείνο που κυριάρχησε στην ελληνική πολιτική σκηνή, μαζί με τον αιφνιδιασμό, ήταν ο φόβος. Ο φόβος της σύγκρουσης με τους Αμερικάνους και η ανησυχία μη τυχόν και το ελληνικό κράτος πέσει χαμηλά στην κλίμακα της αμερικανοδουλείας. Γι’ αυτό και η πρώτη δουλειά της κυβέρνησης ήταν να μαζέψει τους δικούς της, μη τυχόν και σηκώσουν πάλι τα λάβαρα με τ’ αστέρια της Βεργίνας κι αρχίσουν να καλούν «στα όπλα να πάρουμε τα Σκόπια» και να βρίζουν τους «γυφτοσκοπιανούς». Υπουργοί διαπραγματεύτηκαν απευθείας με τον Χριστόδουλο και πρόσφεραν «γην και ύδωρ» στο ιερατείο. Οι λοχίες της Κοινοβουλευτικής Ομάδας μάζεψαν τους ακροδεξιούς βουλευτές της Βόρειας Ελλάδας και τους προειδοποίησαν ότι έτσι και αρχίσουν νταλαβέρια με συλλαλητήρια και τα τοιαύτα να ξεχάσουν το όνειρο της υφυπουργοποίησης με πρωθυπουργό τον Καραμανλή. Ο δε Μεϊμαράκης ανέλαβε να συμμαζέψει τον μηχανισμό του κόμματος, προειδοποιώντας τους «ζωηρούς» ότι θα τους φάει το μαύρο σκοτάδι έτσι και κάνουν του κεφαλιού τους. Να ξεχάσουν ότι μπορεί κάποια στιγμή να είναι υποψήφιοι ακόμα και για δημοτικοί σύμβουλοι στην Ανω Κωλοπετεινίτσα.
Η αλήθεια είναι ότι τα κατάφεραν. Κάποιες δηλώσεις μόνο έγιναν, αλλά όλοι αποκήρυξαν μετά βδελυγμίας την ιδέα του συλλαλητήριου. Ο δε Χριστόδουλος εμφανίστηκε με προτεταμένη την κοιλιά του στον άμβωνα και κάλεσε το ποίμνιο να στοιχηθεί πίσω από την πολιτειακή και πολιτική ηγεσία η οποία είναι άξια και ξέρει τι κάνει. Μέχρι και ο Παπαθεμελής τηλεφώνησε στον Καρατζαφέρη για να του πει να ματαιώσει τη συγκέντρωση στη Θεσσαλονίκη!
Η δεύτερη δουλειά της κυβέρνησης, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, ήταν να διαμορφώσει μια πρόταση και να καλέσει την αντιπολίτευση σε συναίνεση πάνω σ’ αυτή. Η πρόταση λέει: πάμε στον ΟΗΕ και με τη βοήθεια της ΕΕ διαπραγματευόμαστε σύνθετη ονομασία (π.χ. γεωγραφικό προσδιορισμό της Μακεδονίας, αφού ο εθνικός προσδιορισμός δεν γίνεται με τίποτα δεκτός στα Σκόπια) ή -στη χειρότερη περίπτωση- διπλή ονομασία (μία για την Ελλάδα και μία για ολόκληρο τον υπόλοιπο κόσμο!). Με στόχο; Με μοναδικό στόχο να τη βγάλουμε καθαρή στο εσωτερικό της Ελλάδας, όπου στο παρελθόν έχουν καλλιεργηθεί μεγάλες προσδοκίες, στηριγμένες σε μεγάλους τσαμπουκάδες, και η αντιπολίτευση θα εκμεταλλευθεί την ευκαιρία για να πλήξει πολιτικά την κυβέρνηση.
Τη συναίνεση ο Καραμανλής δεν δυσκολεύτηκε να την πετύχει. Τα κόμματα της καθεστωτικής αριστεράς δεν είχαν ποτέ σκληρή εθνικιστική θέση, ενώ ο Περισσός ήταν το μόνο κόμμα που από το 1992 μιλούσε για σύνθετη ονομασία. Οσο για το ΠΑΣΟΚ, δεν μπορούσε παρά να συμπεριφερθεί συναινετικά. Πρώτο, γιατί ο Γιωργάκης είναι ο πιο αμερικανόδουλος πολιτικός στην ελληνική πολιτική σκηνή και δεύτερο γιατί τον δρόμο αυτό τον είχε ανοίξει ουσιαστικά το ΠΑΣΟΚ, με τη λεγόμενη ενδιάμεση συμφωνία, άλλο αν στη συνέχεια άφησε τα πράγματα να τελματωθούν, φοβούμενο το πολιτικό κόστος μιας συμβιβαστικής συμφωνίας. Οπως αποδεικνύεται, καλά έκανε και άφησε να περάσει ο καιρός, γιατί είναι η δεύτερη φορά που η ΝΔ καλείται να «φάει τα σκατά» του νέου «Μακεδονικού». Η πρώτη ήταν με τον Μητσοτάκη το 1993, η δεύτερη με τον Καραμανλή τώρα.
Οταν υπάρξει κατάληξη σε συμφωνία, τότε ο Καραμανλής θα συγκαλέσει και το άτυπο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών, υπό την προεδρία του προέδρου της Δημοκρατίας, για να επικυρώσει το νέο όνομα, σβήνοντας από τα κρατικά πρακτικά την παλιά απόφαση που έλεγε «με τίποτα δεν δεχόμαστε να υπάρχει η λέξη Μακεδονία στο όνομα των Σκοπίων».
Οπως γράψαμε και στην εισαγωγή, το βασικό είναι να διαλυθούν τα εθνικιστικά νέφη που δηλητηριάζουν τη συνείδηση του ελληνικού λαού. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας, που τόσο καλά κρύβουν από τις νεότερες γενιές οι κυρίαρχοι του ελληνικού έθνους.
Η Μακεδονία δεν είναι μία, ούτε αποκλειστικά ελληνική. Η γεωγραφική Μακεδονία κόπηκε σε τρία κομμάτια την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων, όταν οι στρατοί Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας μοίραζαν τα ιμάτια της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αγνοώντας τη θέληση των λαών της περιοχής. Οπου προλάβαινε κάθε στρατός και ύψωνε τη σημαία του, το έδαφος γινόταν δικό του. Υστερα, άρχισε μια νέα ιστορία αίματος και ξεριζωμού, που κατέληξε σε μαζική ανταλλαγή πληθυσμών, οι οποίοι ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους, για να αποκαταστήσουν τα βαλκανικά κράτη μια όσο γίνεται μεγαλύτερη εθνική ομοιογένεια στα νέα εδάφη που περιέλαβαν στις επικράτειές τους. Ολα αυτά, βέβαια, γίνονταν υπό την υψηλή εποπτεία και καθοδήγηση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι βαλκανικοί πόλεμοι ήταν προανάκρουσμα του Α’ παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η Μακεδονία, λοιπόν, μοιράστηκε ανάμεσα σε Σερβία (Μακεδονία του βαρδάρη), Ελλάδα (Μακεδονία του Αιγαίου) και Βουλγαρία (Μακεδονία του Πιρίν). Ο πληθυσμός που εθνικά αυτοπροσδιοριζόταν ως «Μακεδόνες» και ο οποίος ήταν πλειοψηφικός στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας, είδε το όραμα της εθνικής του αποκατάστασης, την οποία είχε διεκδικήσει και με την ηττηθείσα εξέγερση του Ιλιντεν το 1903, να συνθλίβεται στις μυλόπετρες των κρατικών εθνικισμών.
Ειδικά στην Ελλάδα, ο πληθυσμός αυτός τράβηξε τα πάνδεινα. Μπορεί κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ‘20 να τους επέτρεψαν ακόμα και τη διδασκαλία της γλώσσας τους στα σχολεία (είχε εκδοθεί μάλιστα και αλφαβητάρι από την κυβέρνηση Βενιζέλου), στη συνέχεια όμως ο λόγος δόθηκε στον χωροφύλακα και τον ΚΥΠατζή. Ρήμαξαν τα χωριά τους.
Αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μαζικά σε Αυστραλία και Αμερική. Διασκορπίστηκαν μέσα στην Ελλάδα και έκρυβαν την εθνική τους ταυτότητα για να γλιτώσουν το διωγμό. Ούτε στα πανηγύρια δεν τους άφηναν να τραγουδούν στη μητρική τους γλώσσα. Το τελικό ξεπάτωμά τους έγινε την περίοδο του εμφύλιου πολέμου, επειδή συμμετείχαν μαζικά στο Δημοκρατικό Στρατό. Κι ύστερα, ήρθε η απόφαση που απαγόρευσε τον επαναπατρισμό στους «μη Ελληνες το γένος» πολιτικούς πρόσφυγες, δηλαδή τους Σλαβομακεδόνες ή «ντόπιους» όπως τους αποκαλούν στην (ελλαδική) Μακεδονία ή Μακεδόνες, όπως αυτοπροσδιορίζονται οι ίδιοι.
Ειδικά στην Ελλάδα, ο πληθυσμός αυτός τράβηξε τα πάνδεινα. Μπορεί κάποια στιγμή στις αρχές της δεκαετίας του ‘20 να τους επέτρεψαν ακόμα και τη διδασκαλία της γλώσσας τους στα σχολεία (είχε εκδοθεί μάλιστα και αλφαβητάρι από την κυβέρνηση Βενιζέλου), στη συνέχεια όμως ο λόγος δόθηκε στον χωροφύλακα και τον ΚΥΠατζή. Ρήμαξαν τα χωριά τους.
Αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν μαζικά σε Αυστραλία και Αμερική. Διασκορπίστηκαν μέσα στην Ελλάδα και έκρυβαν την εθνική τους ταυτότητα για να γλιτώσουν το διωγμό. Ούτε στα πανηγύρια δεν τους άφηναν να τραγουδούν στη μητρική τους γλώσσα. Το τελικό ξεπάτωμά τους έγινε την περίοδο του εμφύλιου πολέμου, επειδή συμμετείχαν μαζικά στο Δημοκρατικό Στρατό. Κι ύστερα, ήρθε η απόφαση που απαγόρευσε τον επαναπατρισμό στους «μη Ελληνες το γένος» πολιτικούς πρόσφυγες, δηλαδή τους Σλαβομακεδόνες ή «ντόπιους» όπως τους αποκαλούν στην (ελλαδική) Μακεδονία ή Μακεδόνες, όπως αυτοπροσδιορίζονται οι ίδιοι.
Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, στο πλαίσιο μιας δημοσιογραφικής ανάλυσης, να παρουσιαστεί σε όλη του την έκταση το πρόβλημα της Μακεδονίας και ο πολύχρονος διωγμός των Σλαβομακεδόνων στην Ελλάδα. Στον ιστοχώρο της «Κ» στο Internet (www.eksegersi.gr) υπάρχει πάρα πολύ υλικό για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει ιστορικά το ζήτημα. Εδώ περιοριζόμαστε μόνο σε κάποιες απαραίτητες επισημάνσεις:
Κάθε λαός έχει το δικαίωμα του εθνικού αυτοπροσδιορισμού, έστω και αν αυτός ο αυτοπροσδιορισμός στηρίζεται και σε πλάνες. Αλλωστε, όλα τα σύγχρονα έθνη (συμπεριλαμβανομένου του νεοελληνικού) στηρίζονται σε μια εθνική μυθοπλασία που ελάχιστη σχέση έχει με την ιστορική αλήθεια. Κάθε έθνος-κράτος έχει δικαίωμα να ονομάζεται όπως το ίδιο επιλέγει.
Αυτό απορρέει από το δικαίωμα για αυτοδιάθεση. Οσο για μας, πέρα από αυτές τις βασικές αρχές, εμμένουμε σε μία βασικότερη: στην εποχή μας τα έθνη έχουν διασπαστεί αμετάκλητα σε ανταγωνιστικές τάξεις. Καμιά εθνική ιδέα δεν μπορεί να ενώσει αυτές τις τάξεις. Οταν αυτό γίνεται, τότε σημαίνει ότι η εργατική τάξη έχει υποταχτεί στους δυνάστες της.
Αυτό απορρέει από το δικαίωμα για αυτοδιάθεση. Οσο για μας, πέρα από αυτές τις βασικές αρχές, εμμένουμε σε μία βασικότερη: στην εποχή μας τα έθνη έχουν διασπαστεί αμετάκλητα σε ανταγωνιστικές τάξεις. Καμιά εθνική ιδέα δεν μπορεί να ενώσει αυτές τις τάξεις. Οταν αυτό γίνεται, τότε σημαίνει ότι η εργατική τάξη έχει υποταχτεί στους δυνάστες της.