Πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά αφελής για να πιστεύει ακόμη και τώρα, ότι έστω και ένα μικρό ποσοστό από τα όσα υποσχέθηκε προεκλογικά η ΝΔ μπορεί να υλοποοιηθεί. Δέκα μήνες μετά την κυβερνητική (εν)αλλαγή βιώνουμε την οικτρή διάψευση των ελπίδων που ένα τμήμα του εργαζόμενου λαού εναπόθεσε στην ποδιά της ΝΔ που από Δεξιά αναβαθμίστηκε σε «μεσαίο χώρο». Διαψεύστηκαν οικτρά οι συνταξιούχοι, οι εργαζόμενοι, οι νέοι άνεργοι, τώρα και οι φτωχοί αγρότες.
Δεν είναι, όμως, μόνο η διάψευση των ελπίδων για κάποια βελτίωση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης της φτωχολογιάς. Δεν βιώνουμε απλώς μια στασιμότητα. Τα πάντα βαίνουν προς χειροτέρευση. Ο ελληνικός καπιταλισμός, μετά το σύντομο αναπτυξιακό καλοκαίρι που τροφοδοτήθηκε κυρίως από τα ολυμπιακά έργα, εισέρχεται ξανά στο χειμώνα μιας κρίσης, που θα είναι πολικός, γιατί στην Ευρωλάνδη δεν έχει ακόμα συντελεστεί καμιά ανάκαμψη, για να τροφοδοτήσει -οριακά έστω- την εγχώρια παραγωγή και τις εξαγωγές.
Πρέπει να είναι κανείς κυριολεκτικά από άλλο πλανήτη, για να πιστέψει ότι οι συνέπειες αυτής της κρίσης θα μοιραστούν ισομερώς στην κοινωνία, στους πολίτες. Γιατί πίσω απ’ αυτές τις φανταχτερές έννοιες, που έχουν γίνει πολύ της μόδας, κρύβεται η ταξική διαφοροποίηση, ο ταξικός διαχωρισμός. Αν σε εποχές ανάπτυξης οι εργαζόμενοι μπορεί να πάρουν ένα καλύτερο μεροκάματο, κάποιες καλύτερες κοινωνικές παροχές, σε εποχές κρίσης όλα τα κεκτημένα τίθενται υπό αίρεση. Τίποτα δεν θεωρείται δεδομένο. Ακόμα και τα πιο στοιχειώδη.
Σε περιόδους κρίσης, τότε που η πίτα μικραίνει, η μοιρασιά γίνεται ακόμα πιο άδικη σε σχέση με πριν. Γιατί οι κεφαλαιοκράτες δεν περιορίζονται απλά στο να κρατήσουν ολόκληρο το δικό τους κομμάτι, αλλά βρίσκουν την ευκαιρία να αρπάξουν κι ένα τμήμα από το κομμάτι των εργαζόμενων. Το έργο αυτό το έχουμε δει πολλές φορές, γι’ αυτό και δεν επιτρέπεται καμιά αυταπάτη, ότι αυτή τη φορά τα πράγματα μπορεί να είναι διαφορετικά.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση, σ’ αυτές τις προοπτικές, δυο επιλογές υπάρχουν. ‘Η στεκόμαστε δειλοί, μοιραίοι και άβουλοι και προσπαθούμε να τα κουτσοβολέψουμε με γλείψιμο και πλαστικό χρήμα (πόσοι, όμως, μπορούν να κουτσοβολευτούν έτσι και για πόσο ακόμα;) ή βγαίνουμε στο δρόμο και αντιστεκόμαστε, παλεύουμε, διεκδικούμε.
Κάποια σπέρματα αντίστασης τα βλέπει κανείς καθημερινά. Εργάτες σε εργοστάσια που πάνε να κλείσουν, αγρότες, συνταξιούχοι. Είναι όμως τόσο απομονωμένες αυτές οι μικροεστίες αντίστασης, τόσο εύθραυστες, τόσο ανασφαλείς και χωρίς πίστη στις δυνάμεις τους, τόσο ευεπίφορες στη χειραγώγηση, που δεν ανησυχούν καθόλου το σύστημα και τους διαχειριστές του.
Γι’ αυτό και σε κρίσιμο ζήτημα αναδεικνύεται η ποιότητα των αγώνων. Η ταξική τους ανεξαρτησία, το ακηδεμόνευτο, η αδιαλλαξία, η ρήξη με τους κάθε είδους μηχανισμούς χειραγώγησης του συστήματος, η ανατολή μιας νέας συλλογικότητας.