Κανένας μέτριος παρατηρητής των εξελίξεων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δε θα υποστήριζε ότι η κατάργηση του ασύλου με τη βούλα του νόμου-πλαίσιο της Διαμαντοπούλου ήρθε αιφνιδιαστικά, σαν κεραυνός εν αιθρία. Προηγήθηκε ένα μακρόχρονο μπαράζ γκεμπελικών επιθέσεων ενάντια στο άσυλο, εντός και εκτός πανεπιστημιακής κοινότητας, προκειμένου να ωριμάσουν οι συνθήκες και ο νομοθέτης να αφαιρέσει ανερυθρίαστα μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις της μεταπολίτευσης και μάλιστα με την κοινή συναίνεση και των δυο κομμάτων εξουσίας κάτω από τις ιαχές επιδοκιμασίας της ακροδεξιάς παράγκας του ΛΑΟΣ.
Στη μεταπολίτευση ήταν η έντονη ακόμη ανάμνηση από την αντίσταση των φοιτητών το Νοέμβρη του ‘73 ενάντια στους πραιτοριανούς της Χούντας, το πνεύμα της αντίστασης που ξεχείλιζε από τις αίθουσες των πανεπιστημίων και ξεχυνόταν ορμητικά σαν χείμαρρος στην κοινωνία, παρασύροντας στους δρόμους, στα εργοστάσια, στις γειτονιές τους εργαζόμενους ενάντια στους αντεργατικούς και αντικοινωνικούς νόμους της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης του «εθνάρχη» Καραμανλή, που μετέτρεψε το πανεπιστημιακό άσυλο σε αδιαμφισβήτητο άτυπο θεσμό, τον οποίο έπρεπε να σέβονται οι δυνάμεις καταστολής και σε περίπτωση άρσης του να απολογούνται ενώπιον της κοινωνίας.
Η επόμενη κυβέρνηση, η κυβέρνηση της «αλλαγής», στα πλαίσια της κοινωνικής δημαγωγίας της, προκειμένου να προσεταιριστεί το κίνημα αυτό και σταδιακά να το ενταφιάσει, κατοχύρωσε για πρώτη φορά νομοθετικά το άσυλο με το άρθρο 2 παρ. 5 του Ν.1268/82: «Το Πανεπιστημιακό Ασυλο καλύπτει όλους τους χώρους των ΑΕΙ και συνίσταται στην απαγόρευση επέμβασης της δημόσιας δύναμης στους χώρους αυτούς χωρίς την πρόσκληση ή την άδεια του αρμόδιου οργάνου του ΑΕΙ». Δεν διανοήθηκε, βέβαια, να το κατοχυρώσει συνταγματικά –αν και είχε τη δυνατότητα το 1985– όπως είχε προτείνει ο Γ.Α. Μαγκάκης στην αναθεώρηση του Συντάγματος το 1975 και η τότε πλειοψηφία της «επαράτου δεξιάς» είχε απορρίψει μετά βδελυγμίας την πρότασή του.
29 χρόνια μετά, το πνεύμα του νέου νόμου-πλαίσιο της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, που διέπει την κατάργηση του ασύλου, παραπέμπει στον αλήστου μνήμης εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευστάθιο Μπλέτσα, που το 1977 γνωμοδότησε ότι το πανεπιστημιακό άσυλο δεν υφίσταται και ότι η αστυνομία έχει δικαίωμα και καθήκον να μπαίνει όποτε θέλει στα ΑΕΙ, να παρίσταται στις φοιτητικές συνελεύσεις, «εάν αυταί παρεξέκλιναν του σκοπού των και μετατράπηκαν σε πολιτικές συναθροίσεις», όπως και «να ανακαλύπτει και να προσαγάγει σε δίκη τους φυσικούς ή ηθικούς αυτουργούς» των «εγκλημάτων» της αφισοκόλλησης, της ανάρτησης πανό και της αναγραφής συνθημάτων στους τοίχους. Να σημειώσουμε εδώ, ότι οι σφοδρές αντιδράσεις ανάγκασαν τον τότε υπουργό Παιδείας Γεώργιο Ράλλη να διευκρινίσει ότι «η κυβέρνηση αναγνωρίζει ουσιαστικά και στην πράξη το πανεπιστημιακό άσυλο».
Η τάξη πρέπει να εφαρμοστεί απαρέγκλιτα στους μη νομιμόφρονες καταληψίες φοιτητές των πανεπιστημίων, που αρχής γενομένης από το φοιτητικό κίνημα του 2006 ενάντια στον νόμο-πλαίσιο της Γιαννάκου, διατάραξαν την εύρυθμη λειτουργία της επιχειρηματικής δραστηριότητας στα πανεπιστήμια, επισύροντας ακαριαία τη μήνη του καθηγητικού κατεστημένου που λυμαίνεται τους πόρους των ειδικών λογαριασμών της έρευνας. Η κορύφωση του αγώνα των φοιτητών, με τον ενταφιασμό της αναθεώρησης του άρθρου 16 και όλου του Συντάγματος, το 2007, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Οι κοινώς λεγόμενοι «νταβατζήδες» ή κατά το κοσμιότερον «εθνικοί προμηθευτές», που ελέγχουν τα μίντια, έχαναν μια από τις μεγαλύτερες ευκαιρίες για επενδύσεις στα μαγαζιά της κατάρτισης των ΚΕΣ και σε κοινά «προγράμματα σπουδών» με πανεπιστήμια. Επιστράτευσαν, λοιπόν, το στρατό των καλαμαράδων τους και των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών παραγωγών τους σε ένα γκεμπελικό μπαράζ επιθέσεων ενάντια στο άσυλο. Εκτοτε, τόνοι λάσπης χύνονται καθημερινά για τη δήθεν εγκληματικότητα στα πανεπιστήμια, που συνεπικουρείται δήθεν από το άσυλο. Αδιανόητα ψέματα παρουσιάζονται από τους παπαγάλους της «ενημέρωσης» με τον πιο φυσικό τρόπο, ως οι πιο προφανείς και αδιάψευστες αλήθειες, χωρίς κανέναν αντίλογο. Οπως ήταν φυσικό, στο πλευρό τους οι νταβατζήδες βρήκαν πρόθυμους συμμάχους το καθηγητικό κατεστημένο. Η πέμπτη φάλαγγα εντός πανεπιστημίου έδωσε ρεσιτάλ θεατρινισμού στις οπερέτες των καναλιών, με τον πρύτανη Μάνθο και τον πρύτανη Κίττα να διακομίζονται με δήθεν «σοβαρά προβλήματα στην υγεία τους» στα νοσοκομεία, κατόπιν απλών διαπληκτισμών με εξαγριωμένους φοιτητές, και τον πρύτανη Γρυσπολάκη του Πολυτεχνείου της Κρήτης ως άλλο «Ηρακλή Πουαρό» να βαπτίζει την πιάτσα στη Μπουμπουλίνας «εμπόριο ναρκωτικών στο ΕΜΠ» και να δέχεται τα εύσημα των γκεμπελίσκων δημοσιογράφων για τη μεγάλη αποκάλυψη! Και όλοι οι πρυτάνεις εν χορώ, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, να θέτουν με την κάθε ευκαιρία τις ευθύνες της πολιτείας για την υπεράσπιση της νομιμότητας και της τάξης εντός του πανεπιστημίου, βάλλοντας –άλλοτε ευθέως και άλλοτε εμμέσως πλην σαφώς– ενάντια στο άσυλο.
Με την τάξη και τη νομιμότητα συντάχθηκε και η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών που επί δεκαετίες γαλουχήθηκε και συμβιβάστηκε με τη λογική του «μικρότερου κακού» και της «ήσσονος αντίστασης», όταν εντός και εκτός πανεπιστημίου διαμορφωνόταν σταδιακά ο πολιορκητικός κριός για την άλωση του δημόσιου πανεπιστημίου. Γι’ αυτούς το φοιτητικό κίνημα ήταν ένας «άσπονδος φίλος». Οσο παρέμενε στα πλαίσια της ανώδυνης διαμαρτυρίας, ήταν ένας ευπρόσδεκτος σύμμαχος, όταν «παρέκκλινε» σε κίνημα ανατροπής που στιγμάτιζε και τους ίδιους με την εγκληματική συνενοχή και ανοχή στις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις της πολιτείας, ήταν στην καλύτερη ένας «άσωτος υιός», στη χειρότερη ένα «κακομαθημένο μαθητούδι» που έπρεπε να μπει στον ορθό δρόμο ακόμη και με το βούρδουλα. Ετσι μια ωραία πρωία το συνδικαλιστικό τους όργανο, η ΠΟΣΔΕΠ, παραδόθηκε ψυχή τε και σώματι στο καθηγητικό κατεστημένο και ακολούθησε το δρόμο των πρυτάνεων, υπενθυμίζοντας συνεχώς την ύπαρξη του νόμου της Γιαννάκου (Νόμος 1549/2007) και την ανάγκη τήρησής του: «Το ακαδημαϊκό άσυλο καλύπτει όλους τους χώρους του ΑΕΙ στους οποίους γίνεται εκπαίδευση και έρευνα. Οι χώροι αυτοί καθορίζονται με απόφαση και ευθύνη της Συγκλήτου για τα Πανεπιστήμια και της Συνέλευσης για τα ΤΕΙ». Ενός νόμου που έβαζε τα θεμέλια για την οριστική κατάργηση του ασύλου, δίνοντας τη δυνατότητα στις διοικήσεις των πανεπιστημίων να αποχαρακτηρίσουν πανεπιστημιακούς χώρους υφιστάμενους στη δικαιοδοσία του ασύλου.
Μα να που τώρα η τάξη και η νομιμότητα που τόσο εξύμνησαν… πρόδωσαν τους σώφρονες και συνετούς πανεπιστημιακούς δασκάλους. Το συμβούλιο διοίκησης, με εξωπανεπιστημιακούς που αποφασίζουν για όλα εντός πανεπιστημίων (ο μάνατζερ της Γιαννάκου ωχριά μπροστά στη «σοσιαλιστική» σύλληψη του μαγειρείου του Συμβουλίου Διοίκησης της Διαμαντοπούλου), τα προγράμματα σπουδών πολλών ταχυτήτων, με υποδοχή και αποφοίτων ΚΕΣ και ΙΕΚ, που προμηνύουν τη διάλυση σχολών και τμημάτων με το μπαμπούλα της κρατικής υποχρηματοδότησης, οι ανάλογες μισθολογικές περικοπές, τα εμπόδια στις εξελίξεις, το μνημόνιο, το μεσοπρόθεσμο και ο μπαμπούλας της τρόικας τους οδήγησαν στην αρχή να «κλείσουν το μάτι» στους φοιτητές και στο τέλος να αναβάλουν με έκτακτες συγκλήτους τις εξεταστικές για να κλείσουν οι φοιτητές τα πανεπιστήμια. Και ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν και οι ξέφρενες φωνές τους εναντίον της «ασυδοσίας» των κινητοποιήσεων των φοιτητών.
Σαφώς και τα αμαρτήματά τους δεν παραγράφονται. Στους καιρούς που ζούμε δεν παρεπιδημεί στη χώρα αυτή η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για όσους εντελώς καιροσκοπικά θυμήθηκαν τη δύναμη πυρός των φοιτητών για τα πιο ιδιοτελή τους συμφέροντα, όταν μέχρι πρότινος ξεπουλούσαν σε τιμή ευκαιρίας και το τελευταίο πλακάκι του δημόσιου πανεπιστημιακού οικοδομήματος. Αν και είναι νωρίς για να προεξοφληθεί η εξέλιξη του φοιτητικού κινήματος, στο χέρι των φοιτητών είναι να καταργήσουν το νόμο, διατηρώντας κάθε στιγμή στη μνήμη τους ότι η πέμπτη φάλαγγα είναι πάντα παρούσα και καιροφυλακτεί να χτυπήσει πισώπλατα.
Στ.Σ.