Η συμμετοχή της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Confederations Cup, που διεξάγεται αυτή την περίοδο στη Γερμανία, και οι αποτυχημένες εμφανίσεις της, τουλάχιστον στους αγώνες με τη Βραζιλία και την Ιαπωνία, θα μας απασχολήσουν στο σημερινό σημείωμα. Οπως θα έχετε ήδη καταλάβει ετοιμάζομαι να την πέσω στους συνάδελφους αθλητικογράφους και για το λόγο αυτό κάνω εξαρχής τον διαχωρισμό ανάμεσα στη συμμετοχή της Εθνικής στο τουρνουά και στην αγωνιστική της παρουσία σε αυτό.
Το κλίμα που είχε δημιουργηθεί την επαύριο της κατάκτησης του EURO 2004 στην Πορτογαλία και το οποίο συντηρήθηκε μέχρι και την έναρξη του Confederations Cup ήταν πρώτον ότι η Εθνική μας μπορεί να κερδίσει οποιαδήποτε ομάδα και δεύτερον ότι απαγορεύεται οποιαδήποτε κριτική στον προπονητή και τους παίχτες, που μας έκαναν περήφανους και μας χάρισαν μια τόσο μεγάλη διάκριση. Πριν την έναρξη των αγώνων στη Γερμανία, άλλαξαν τα δεδομένα και η προσπάθεια των συναδέλφων μου ήταν πλέον να πείσουν τον κόσμο ότι σε μια διοργάνωση, όπως είναι το Confederations Cup, αυτό που μετράει είναι η χαρά της συμμετοχής και το αποτέλεσμα είναι το δευτερεύον. Θα μπορούσα να συμφωνήσω απόλυτα μαζί τους, αφού αυτή είναι η ουσία του αθλητισμού, όμως δυστυχώς γι’ αυτούς η αλλαγή «γραμμής» έγινε αφού είχαμε σαν δεδομένο την άσχημη αγωνιστική κατάσταση της ομάδας στους αγώνες με την Τουρκία και την Ουκρανία για τα προκριματικά του Μουντιάλ. Και επειδή οι συνάδελφοι είναι γνώστες του αθλήματος και μπορούσαν να προβλέψουν την αγωνιστική κατρακύλα της ομάδας (βέβαια, επειδή στο ποδόσφαιρο υπάρχει και το απρόβλεπτο, κράτησαν πισινή γιατί δεν έχουν τα άντερα του Πάπια, να αντέξουν μια αποτυχημένη πρόβλεψη), ξεκίνησαν την προσπάθεια προσγείωσης του κόσμου για πιθανά αρνητικά αποτελέσματα και θέλησαν να στρώσουν το έδαφος για κριτική στους παίχτες και τον Ρεχάγκελ. Με άλλα λόγια, οι αρμόδιοι του ποδοσφαίρου μας, έχοντας προβλέψει την αγωνιστική κατρακύλα της ομάδας, άρχισαν να παίρνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου όχι να «σώσουν» τη συγκεκριμένη ομάδα και τον προπονητή της, αλλά να διαφυλάξουν τα κεκτημένα για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Οπως λέει και ο λαός, «το μοναστήρι να είναι καλά και από καλόγερους βρίσκουμε».
Ταυτόχρονα, βέβαια, συνέχιζαν να προωθούν εμπορικά την ομάδα του Ρεχάγκελ. Οι ομογενείς της Γερμανίας αποτέλεσαν πελάτες άλφα διαλογής. Η προσπάθεια ήταν να συνδέσουν τις προσδοκίες των οπαδών για αγωνιστικές επιτυχίες ανάλογες με αυτές της Πορτογαλίας με το πατριωτικό συναίσθημα των Ελλήνων μεταναστών, που πλέον αντιμετώπιζαν τους Γερμανούς γείτονές τους, με τον αέρα του πρωταθλητή Ευρώπης. Τα φράγκα που έβγαλαν πρέπει να είναι αρκετά (το σημείωμα γράφεται αμέσως μετά τη λήξη του αγώνα με το Μεξικό και συνεπώς δεν μπορούμε να έχουμε λεπτομερή στοιχεία), αν κρίνουμε από την παρουσία των Ελλήνων οπαδών στο γήπεδο και από τη ζήτηση που είχαν οι φανέλες των παιχτών και τα διάφορα αναμνηστικά.
Ας περάσουμε, όμως, και στο αγωνιστικό μέρος. Η παρουσία της Εθνικής στο συγκεκριμένο τουρνουά ήταν επιεικώς απαράδεκτη. Ομάδα χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς αγωνιστικό προσανατολισμό και εμφανώς κουρασμένη, παρουσίασε το χειρότερο θέαμα από κάθε άλλη ομάδα που συμμετείχε. Ο Ρεχάγκελ, όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος μετά την ήττα από τους Γιαπωνέζους, ρίσκαρε και έχασε. Ο προπονητής της Εθνικής πίστευε ή έλπιζε ότι οι παίχτες του είχαν τις απαραίτητες δυνάμεις και θα μπορούσαν να αντέξουν και αυτό το τουρνουά, όμως έπεσε έξω, με αποτέλεσμα να ξεφτιλιστεί τόσο ο ίδιος όσο και η ομάδα του. Η εμμονή του να παίζει με 13-14 παίχτες αποδείχτηκε καταστροφική για την ομάδα και μάλιστα σε ένα τουρνουά που θα μπορούσε να αποτελέσει η παρουσία της Εθνικής γιορτή. Εχασε την ευκαιρία να ανανεώσει την ομάδα ή τουλάχιστον να την φρεσκάρει με κάποια νέα πρόσωπα στη θέση ποδοσφαιριστών που ήταν κάτι περισσότερο από ντεφορμέ, ώστε να την ετοιμάσει για τους υπόλοιπους αγώνες των προκριματικών του Μουντιάλ (με την ελπίδα ότι θα γίνει κάποιο θαύμα και θα βγει η ομάδα δεύτερη, ώστε να διεκδικήσει την πρόκρισή της μέσα από τα μπαράζ) και το κυριότερο να διαφυλάξει το «κύρος» της ομάδας, αφού η αγωνιστική αποτυχία, που για κάποιους ήταν αναμενόμενη, θα μπορούσε να αποδοθεί (και με δεδομένη την αγάπη που έχει ο κόσμος για την ομάδα, όλοι θα δέχονταν αυτή την εξήγηση) στην προσπάθεια για ανανέωση.
Ο προπονητής της Εθνικής θεώρησε ότι εύκολα ή δύσκολα θα μπορούσε να περάσει στην τετράδα του τουρνουά και για το λόγο αυτό προτίμησε να ρισκάρει και να πάρει επιπλέον δόξα από μια νέα επιτυχία από το να πάει στη σιγουριά της ανανέωσης. Πιθανά ο Ρεχάγκελ να πίστευε ότι, εκτός από το ότι οι παίχτες του θα άντεχαν την κούραση, θα είχε και την υποστήριξη των συναδέλφων μου και η ασυλία στην κριτική, που είχε επιβληθεί, θα συνεχιζόταν. Δεν ήξερε, δεν ρώτησε κιόλας. Ως γνωστόν, οι δημοσιογράφοι και ειδικότερα οι αθλητικογράφοι δεν πιάνονται φίλοι και λειτουργούν (εκτός από ειδικές περιπτώσεις), όπως είπαμε και παραπάνω, με γνώμονα τα μακροχρόνια συμφέροντα του μοναστηριού και όχι τα βραχυχρόνια συμφέροντα των καλόγερων. Με άλλα λόγια, όσο ο Ρεχάγκελ και ο κάθε Ρεχάγκελ που στο μέλλον θα καθίσει στον πάγκο της Εθνικής εξυπηρετεί τα σχέδια των «ανιδιοτελών εργατών» που διαχειρίζονται τις τύχες του ποδοσφαίρου μας, θα έχει την αμέριστη συμπαράστασή τους, οι συνάδελφοι θα του πλέκουν το εγκώμιο και θα βρίσκεται στο απυρόβλητο. Αν όμως κάτι στραβώσει στην πορεία και κριθεί αναγκαίο να ριχτεί στο λάκκο των λεόντων, πρώτοι και αγόγγυστα οι αδέσμευτοι δημοσιογράφοι θα αναλάβουν την «κριτική» εναντίον του και θα διαμορφώσουν το κατάλληλο κλίμα ώστε να γίνει «λαϊκή απαίτηση» η απομάκρυνσή του.
Η στήλη αισθάνεται πραγματικά πολύ άσχημα όταν η κριτική που κάνει από την πρώτη στιγμή στον Ρεχάγκελ για το αγωνιστικό πρόσωπο της Εθνικής μας είναι ίδια με αυτή των αθλητικών φυλλάδων, άσχετα αν το τελικό «διά ταύτα» της δικής μας κριτικής είναι διαφορετικό από αυτό των συναδέλφων. Από την επαύριο της κατάκτησης του EURO κάναμε κριτική στον Ρεχάγκελ τονίζοντας ότι παρά το πολύ μεγάλο επίτευγμα που πέτυχαν οι παίχτες μας στην Πορτογαλία το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου είναι κάτω από το μέτριο, αντικατοπτρίζεται στο απαξιωμένο πρωτάθλημά μας και ότι αυτό δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να το κρύψουμε πίσω από μια στιγμιαία επιτυχία. Προσπαθήσαμε να αποδείξουμε ότι το αγωνιστικό σύστημα που επέλεξε ο Ρεχάγκελ στην Πορτογαλία και το οποίο συνεχίζεται μέχρι σήμερα αποτελεί ταυτότητα μικρομεσαίας ομάδας. Αυτό ακριβώς είναι το σημείο το οποίο προσπαθούν να κρύψουν αυτοί που διαχειρίζονται το ελληνικό ποδόσφαιρο. Κάνουν στον Ρεχάγκελ κριτική εκ του αποτελέσματος και προσπαθούν να μας πείσουν ότι η άθλια εικόνα που παρουσίασε η ομάδα στο Confederations Cup οφείλεται στις εμμονές του προπονητή και όχι στα εγγενή προβλήματα του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ο Ρεχάγκελ κατηγορείται, από αυτούς που μέχρι χθες τον στήριζαν με νύχια και με δόντια, ότι δεν ανανέωσε την ομάδα, ότι δεν κατάφερε να αξιοποιήσει το σύνολο των παιχτών που είχε στη διάθεσή του, ότι δεν κάλεσε νέους παίχτες στην Εθνική και άλλα τέτοια, με σκοπό να πειστούν οι φίλαθλοι ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο έχει δυνατότητες και ότι μπορεί να ξανακάνει επιτυχίες όπως αυτή στην Πορτογαλία, αλλά ο Ρεχάγκελ δεν τα κατάφερε.
Βέβαια, τα επίσημα κείμενα και οι δηλώσεις των θεσμικών παραγόντων στηρίζουν απόλυτα τον Γερμανό και προσπαθούν να αντικρούσουν, χωρίς την απαιτουμένη θέρμη, την κριτική εναντίον του, όμως όταν οι «αναγνωρισμένης αξίας» συνάδελφοι ασκούν κριτική κόντρα στην άποψη των θεσμικών οργάνων, είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο και είναι πολύ πιθανό μετά τα παιχνίδια του φθινοπώρου, αν δεν προκριθεί η Εθνική στο Μουντιάλ, ο Ρεχάγκελ να μας αφήσει χρόνους και τη θέση να πάρει ο Μπάγιεβιτς. Οπως καταλάβατε, η στήλη ρισκάρει και δημοσιεύει πληροφορίες που υπάρχουν στο παρασκήνιο και που έχουν διατυπωθεί σε ιδιωτικές συζητήσεις παραγόντων του ποδοσφαίρου μας.
Κος Πάπιας
ΥΓ: Η στήλη ήταν, είναι και θα είναι πρωτοπόρα και πολύ μπροστά από την εποχή της. Εδώ και αρκετά χρόνια, σε γάμους φίλων που επέλεγαν να παντρευτούν στην εκκλησία, ο υποφαινόμενος, κόντρα στην πλειοψηφία των καλεσμένων, κατά τη διάρκεια του χορού του Ησαΐα, αντί για ρύζι και ροδοπέταλα πετούσε στους νεόνυμφους κουφέτα, τορτελίνια και σε εξαιρετικές περιπτώσεις κυπαρισσόμηλα. Τελικά δικαιώθηκα. Στο κήρυγμά του κατά τη γαμήλια τελετή, παπάς σε κάποιο χωριό της Ημαθίας ζήτησε από τους καλεσμένους να μη ρίξουν ρύζι στους νεόνυμφους, γιατί αυτό είναι μουσουλμανικό έθιμο και δεν έχει καμιά σχέση με το εθιμοτυπικό της ελληνικής Εκκλησίας. Προφανώς, ο εν λόγω παπάς μπέρδεψε το ρύζι που ρίχνουν στους γάμους με τα πιλάφια που υπόσχονται οι ιμάμηδες στους μουσουλμάνους όταν πάνε στον Παράδεισο, κοντά στον Αλλάχ. Ορισμένες κακές γλώσσες λένε ότι δεν είχε λεφτά να πληρώσει την καθαρίστρια και με τον τρόπο αυτό προσπάθησε να διατηρήσει καθαρή την εκκλησία χωρίς έξοδα. Γνωρίζοντας ότι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι έλληνες παπάδες, δεσποτάδες και αρχιπάπαροι (οι μητροπολίτες κατά τον ορισμό του Κούνδουρου) είναι υπεράνω χρημάτων και υλικών αγαθών, η στήλη υιοθετεί τη θεολογική εκδοχή και αρχίζει εκστρατεία ενημέρωσης των πιστών, προκειμένου να σταματήσουν τα έθιμα των αλλοθρήσκων να υιοθετούνται άκριτα. Για το λόγο αυτό έχω βγάλει φωτοτυπίες του κηρύγματος και το μοιράζω με κουφέτα σε γάμους στους οποίους παρευρίσκομαι.