Μετά την αναγγελία της κατάθεσης του νομοσχέδιου της Διαμαντοπούλου στη Βουλή, τα Πανεπιστήμια τέθηκαν σε θέσεις μάχης. Συνεδρίασε εκτάκτως η σύνοδος των πρυτάνεων, που απέρριψε ομόφωνα το νομοσχέδιο και κάλεσε την «ελληνική κοινωνία και τους ακαδημαϊκούς δασκάλους» να «προστατέψουν τη συνταγματική νομιμότητα», η οποία θεωρείται ότι παραβιάζεται «κατάφωρα» με το νομοσχέδιο και το κοινοβούλιο «να μην ψηφίσει το νομοσχέδιο υπό την παρούσα του μορφή» (σ.σ. οι πρυτάνεις δεν μπορούν να ξεφύγουν από το ρόλο που παίζουν μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα). Η απόφαση των πρυτάνεων, μεταξύ άλλων, αναφέρει τα εξής:
«Tο κατατεθέν στη Βουλή σ/ν για την ανώτατη εκπαίδευση αποδομεί τον Δημόσιο και Ακαδημαϊκό χαρακτήρα του Πανεπιστημίου. Το σ/ν δεν ενσωμάτωσε τις προτάσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας και αγνόησε τις πραγματικές ανάγκες των Ιδρυμάτων.
Την ποιότητα των πτυχίων τη διασφάλιζαν μέχρι σήμερα οι ακαδημαϊκές διαδικασίες του Τομέα, του Τμήματος και της Σχολής, ενώ με το σ/ν ρευστοποιούνται γνωστικά αντικείμενα, καταργούνται Τομείς και παραμένει μόνο κατ’ όνομα το Τμήμα, με συνέπεια την αποδυνάμωση των πτυχίων και την υποβάθμιση των σπουδών των Ελλήνων φοιτητών.
Η υποχρέωση της Πολιτείας να παρέχει δημόσια και δωρεάν παιδεία συρρικνώνεται με τη σταδιακή απόσυρσή της από την υποστήριξη των συγγραμμάτων και της φοιτητικής μέριμνας και την μετακύλιση του αντίστοιχου κόστους στους φοιτητές και τις οικογένειές τους.
Το σ/ν μεθοδεύει την αδυναμία λειτουργίας των Πανεπιστημίων από 1ης Σεπτεμβρίου με τη διάλυση των βασικών ακαδημαϊκών και διοικητικών μονάδων. Η πιθανή εγκατάσταση δοτών Διοικήσεων δεν θα γίνει αποδεκτή από την πανεπιστημιακή κοινότητα, γιατί ενθαρρύνει την εξάρτηση, τον κομματισμό και την ευνοιοκρατία».
Της συνόδου των πρυτάνεων είχε προηγηθεί απόφαση της συγκλήτου του Πανεπιστήμιου Αθηνών, του μεγαλύτερου και αρχαιότερου Πανεπιστήμιου της χώρας, που «πόνεσε» πολύ τη Διαμαντοπούλου (δήλωσε πως της έκανε «αλγεινή εντύπωση»), ειδικά το μήνυμα προς την κυβέρνηση «πως ακόμα και αν ψηφίσει το νομοσχέδιο πραξικοπηματικά, δε θα προχωρήσουμε στην εφαρμογή του, αλλά από το Σεπτέμβρη θα προχωρήσουμε σε κινητοποιήσεις, ακόμα και σε αναστολή της λειτουργίας του Ιδρύματος». Η σύγκλητος του ΕΚΠΑ υπογραμμίζει ότι «με το νομοσχέδιο… στην ουσία επιχειρείται η κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα του Πανεπιστήμιου. Οι επιχειρούμενες αλλαγές αποσκοπούν στην κατάλυση της αυτοτέλειας και της δημοκρατικής νομιμοποίησης των οργάνων διοίκησης των Πανεπιστημίων με την εισαγωγή του συμβουλίου διοίκησης, την κατάργηση της εκλογής του Πρύτανη από την Πανεπιστημιακή κοινότητα και με τη Σύγκλητο πλέον να αποκτά διακοσμητικό ρόλο….
Τα παραπάνω συγκροτούν ένα νέο μοντέλο που ενισχύει την αδιαφάνεια στη διοίκηση των ιδρυμάτων και ταιριάζει περισσότερο σε ανώνυμες εταιρείες και όχι στα Πανεπιστήμια.
Μετά τις μεγάλες περικοπές στη χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων με το νέο νόμο διαμορφώνεται το πλαίσιο για τη μεταφορά της Συνταγματικής υποχρέωσης του Κράτους για τη χρηματοδότηση των σπουδών στις πλάτες των οικογενειών των φοιτητών.
Δημιουργούνται σπουδές πολλών ταχυτήτων και υποβαθμίζονται οι σπουδές, τα πτυχία με την εισαγωγή 2ετών και 3ετών προγραμμάτων, ενώ συγχέεται η εκπαίδευση με την κατάρτιση. Παράλληλα ο κατακερματισμός των πτυχίων και η αποσύνδεση του πτυχίου από τα επαγγελματικά δικαιώματα θα έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την καταδίκη των αποφοίτων των Πανεπιστημίων σε ένα διευρυμένο καθεστώς εργασιακής ανασφάλειας και παρατεταμένης ανεργίας.
Ταυτόχρονα, καθιερώνεται ένα αντιδημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας του Πανεπιστημίου, με την εισαγωγή του ανώτατου ορίου φοίτησης, τη θέσπιση δεοντολογικών επιτροπών – πειθαρχικών συμβουλίων και την κατάργηση του πανεπιστημιακού Ασύλου. Το Ασυλο αποτελεί ιστορικό κεκτημένο των αγώνων της ακαδημαϊκής κοινότητας».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις του πρύτανη του ΑΠΘ, που τόνισε ότι οι διατάξεις του νομοσχέδιου «βρίθουν εκτροπών από τη συνταγματική νομιμότητα» και υπογράμμισε το «αρραγές μέτωπο» των Πανεπιστημίων ενάντια στο νομοσχέδιο που «σε καμιά περίπτωση δεν ισοσταθμίζεται με λίγες εκατοντάδες υπογραφών, οι οποίες δεν αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 2% του συνόλου των πανεπιστημιακών».
Την ανάγκη φιλοτιμία έκανε και η φιλοκυβερνητική ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ, που έφαγε άγριο στραπάτσο από το γεγονός ότι η Διαμαντοπούλου την αγνόησε επιδεικτικά, παρότι προσέτρεξε ως γλάστρα στο διάλογο-παρωδία της μιας εβδομάδας, και εξέδωσε ανακοίνωση ενάντια στο νομοσχέδιο, με ήπιες όμως διατυπώσεις (χαρακτηριστική η σαπίλα των κυβερνητικών συνδικαλιστών, των συνδικαλιστών-νεροκουβαλητών της παρακοιμώμενης της κυβέρνησης «αριστεράς» του Κουβέλη και των συνδικαλιστών του δεξιού φάσματος). Ενώ έχουν έρθει τα πάνω-κάτω και το νομοσχέδιο απορρίπτεται συλλήβδην από τις πανεπιστημιακές διοικήσεις και τους πρυτάνεις, που παίρνουν θέσεις μάχης, η εξωνημένη ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ βλέπει μόνο «την έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα σε Συμβούλιο και Σύγκλητο», ενώ εξακολουθεί το τροπάρι των «εποικοδομητικών προτάσεων».
Γιούλα Γκεσούλη