Μια αήθη επίθεση, που ξεπερνά κατά πολύ το πρόσωπο του Χρήστου Τσιγαρίδα και οδηγεί σε απαράδεκτες και επικίνδυνες γενικεύσεις, περιέλαβε στην απολογία του στο τρομοδικείο του Κορυδαλλού ο Γιάννης Σερίφης. Παραθέτουμε ολόκληρο το σχετικό κείμενο, για να ξέρουμε περί τίνος πρόκειται:
«Η δίκη αυτή επιβεβαίωσε ότι η υπόθεση αυτή είναι εξολοκλήρου στημένη, όχι μόνο για όσους την παρακολουθήσαμε και ζήσαμε τόσους μήνες εδώ αλλά και για κάθε αμερόληπτο και ελεύθερα σκεπτόμενο πολίτη.
Οχι μόνο γιατί τα περιβόητα στοιχεία της ΣΤΑΖΙ όπου παρουσιάστηκαν θεωρήθηκαν κουρελόχαρτα, εκτός από τα δικαστήρια της Ελλάδας. Οχι μόνο γιατί ο μεταφορέας αυτών των στοιχείων Ζήσης, τώρα εξαφανισμένος, θεωρείται ακόμα και από τους συναδέλφους του αναξιόπιστος και φτηνοαπατεώνας. Οχι μόνο γιατί ο ΕΛΑ με βάση τα κείμενά του κατατάσσεται στην επαναστατική αριστερά και δεν θα μπορούσε να συμπράξει με μυστικές υπηρεσίες.
Οχι μόνο γιατί ο αναλαμβάνων την ευθύνη δεν μπορεί να το αποδείξει, αντιφάσκει και δεν προσφέρει τίποτα άλλο εκτός από το να νομιμοποιεί την Κυριακίδου, τον Ζήση και την Ασφάλεια. Οχι μόνο γιατί η κ. Κυριακίδου είναι αποδεδειγμένα παπαγαλάκι των διωκτικών αρχών.
Οχι μόνο γιατί ο Κανάς φωνάζει και οδύρεται ότι δεν είναι 17Ν, δεν είναι ΕΛΑ, δεν είναι Κουφοντίνας, δεν είναι Ντερτιλής αλλά είναι ο Αγγελέτος Κανάς και τίποτε άλλο. Οχι μόνο γιατί Αγαπίου και Αθανασάκη αρνούνται και καταγγέλουν όσους τους εμπλέκουν. Οχι μόνο γιατί ο δήθεν μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας έδωσε το τελικό χτύπημα του στησίματος.
Αλλά και η αντικοινωνική και αντικινηματική στάση και συμπεριφορά Κανά-Αγαπίου γενικά, ενάντια σε όλη την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά-Αντιεξουσιαστικό-Αναρχικό χώρο, όπως και στους συγκατηγορούμενούς τους που όλους αυτούς τους μήνες βρισκόμαστε μαζί στο ίδιο εδώλιο, μας αντιμετώπισαν με εχθρική συμπεριφορά, με υβριστικές επιθέσεις σε αριστερούς συνηγόρους και δημοσιογράφους, με αποτέλεσμα να απωθήσουν κάθε προσπάθεια συμπαράστασης, δίνοντας άλλοθι ακόμη και σε αυτή τη μερίδα του Τύπου που στοιχειωδώς αναφέρονταν σε αυτή εδώ τη δίκη να σταματήσουν. Τέτοιες συμπεριφορές δεν έχουν καμμία σχέση με κανενός είδους αριστερή κουλτούρα, πόσο μάλλον με επαναστατική που ο ΕΛΑ με βάση τα κείμενά του κατατάσσονταν. Αυτό αποδεικνύει ότι καμμία σχέση δεν έχουν με ό,τι εκδικάζεται σ’ αυτή την δίκη και ότι η παρούσα είναι δίκη ΔΗΘΕΝ ΕΛΑ. Τέτοιες συμπεριφορές είναι μοναχικές και στείρες, αρκεί να διαλυθεί ό,τι υπάρχει, χωρίς καμμία άλλη πρόταση.
Είναι επίσης γνωστό από τον Τύπο και από τις προσωπικές προσεγγίσεις και άλλες προσπάθειες και με άλλα χωρισμένα πικραμένα ζευγάρια, ότι η υπόθεση προετοιμάζεται από το 2000. Η παντελής όμως έλλειψη στοιχείων ανέβαλε την πραγματοποίησή της. Μετά όμως από τα γεγονότα του Πειραιά το 2002, το κλίμα τρομοϋστερίας στο όνομα των ολυμπιακών αγώνων οδήγησε τελικά στη λύση Κυριακίδου και στον αναλαμβάνοντα την ευθύνη». (Οι εμφάσεις δικές μας).
Είναι η πρώτη φορά που ο Γ. Σερίφης εκφράζει δημόσια μια τέτοια τοποθέτηση. Στις έως τώρα τοποθετήσεις του υποστήριζε τα αντίθετα. Περισσότερες από μία φορές έχει πει, απαντώντας σε όσους συκοφαντούσαν τον Χρ. Τσιγαρίδα:«Και τί τους ενδιαφέρει αυτούς αν ανέλαβε την πολιτική ευθύνη; Αυτό είναι δικό του ζήτημα». Τώρα, όχι μόνο εκφράζει διαφωνία σ’ αυτό (πράγμα που θα ήταν θεμιτό ως πολιτική διαφωνία, αν και θα περίμενε κανείς αυτή να εκφραστεί στο κίνημα και όχι σε ένα δικαστήριο), αλλά πάει και παραπέρα. Υπαινίσσεται ότι η ανάληψη της ευθύνης εντάσσεται σε ένα σχέδιο, στο ίδιο που περιλαμβάνεται και η Κυριακίδου. Αν δεν είναι έτσι, αν δεν υπαινίσσεται αυτό, ας βγει να το πει. Ας ξεκαθαρίσει τη θέση του. Και βέβαια, έχει υποχρέωση να πει στο κίνημα, πότε άλλαξε τη θέση του και ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που τον οδήγησαν σ’ αυτή την αλλαγή θέσης.
Δεν χρειάζεται να καταναλώσει κανείς μπόλικη φαιά ουσία για να καταλάβει ότι η παραπάνω τοποθέτηση δεν συνιστά τακτική ίσων αποστάσεων. Ετσι όπως διατυπώνονται οι απόψεις Σερίφη, η κριτική στους Αγαπίου – Κανά είναι ο φερετζές για να κρυφτεί η επίθεση κατά Τσιγαρίδα. Πέραν του ότι είναι απαράδεκτη και η ταύτιση των Κανά και Αγαπίου, η συμπερίληψή τους στον ίδιο κοινό παρονομαστή. Αν μη τι άλλο, από το στόμα του Αγαπίου δεν ακούστηκαν οι βρομιές που εκστομίζει συνεχώς ο Κανάς ενάντια όχι μόνο στον Τσιγαρίδα αλλά και στο κίνημα αλληλεγγύης και σε αγωνιστές που κατέθεσαν ως μάρτυρες υπεράσπισης του Τσιγαρίδα. Στη δε τελική του τοποθέτηση στο δικαστήριο (αυτό που ονομάζεται απολογία) ο Αγαπίου όχι μόνο δεν επιτέθηκε στον Τσιγαρίδα, όχι μόνο δεν άφησε κακόβουλους υπαινιγμούς, αλλά στήριξε την υπερασπιστική του θέση και στα όσα είχε προηγουμένως πει ο Τσιγαρίδας. Είναι απορίας άξιο γιατί ο Γ. Σερίφης δεν κάνει αυτή τη διάκριση.
Ας δούμε, όμως, την επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζεται η επίθεση κατά Τσιγαρίδα. «Δεν μπορεί να το αποδείξει (σ.σ. ότι ήταν μέλος του ΕΛΑ), αντιφάσκει, δεν προσφέρει τίποτα και νομιμοποιεί την Κυριακίδου, τον Ζήση και την Ασφάλεια».
Ας ξεκινήσουμε από τα πιο απλά.
Σε τί αντιφάσκει ο Τσιγαρίδας; Αν οι αντιφάσεις δεν περιγραφούν συγκεκριμένα, μία προς μία, τότε η κατηγορία μένει μετέωρη, αστήρικτη και νομιμοποιείται κανείς να πει ότι ισοδυναμεί με συκοφαντία, ότι διατυπώνεται με αξιωματικό τρόπο για να στηρίξει την απουσία επιχειρημάτων και στοιχείων.
Νομιμοποιεί την Κυριακίδου, τον Ζήση και την Ασφάλεια. Καθένας που αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του σε μια οργάνωση που διώκεται από το αστικό κράτος μπορεί, με βάση αυτή τη λογική, να νομιμοποιήσει τις διωκτικές αρχές. Πρόκειται για μια απαράδεκτη γενίκευση, που κονταροχτυπιέται με την ίδια την Ιστορία. Πόσες φορές σε δίκες επαναστατών δεν υπήρξε το φαινόμενο να υπάρχουν άνθρωποι που αναλάμβαναν την πολιτική ευθύνη και υπεράσπιζαν τις οργανώσεις τους και άνθρωποι που διακήρυσαν ότι είναι θύματα σκευωρίας; Εμείς δεν γνωρίζουμε ιστορικό προηγούμενο που οι δεύτεροι να κατηγόρησαν τους πρώτους ότι με την ανάληψη της ευθύνης τους ενοχοποίησαν, στηρίζοντας τις διωκτικές αρχές. Πρόσφατα, στο διήμερο των Κινήσεων Αλληλεγγύης στο Πάντειο, όταν τέθηκε σχετικό ερώτημα στους γερμανούς συντρόφους, πρώην μέλη της RAF, η απάντησή τους ήταν κατηγορηματική: δεν υπάρχει αλληλεγγύη χωρίς ανάληψη ευθύνης. Τελευταία, όμως, στην Ελλάδα διδασκόμαστε νέα ήθη και δυστυχώς σ’ αυτά προσχώρησε και ο Γ. Σερίφης, ως μη όφειλε.
Πέρα από το γενικό, όμως, υπάρχει και το ειδικό. Ο Γ. Σερίφης δεν ήταν στην προηγούμενη δίκη. Δεν πληροφορήθηκε, άραγε, ότι ο Τσιγαρίδας ήταν αυτός που ξετίναξε και ξεμπρόστιασε τον Ζήση; Και να μην το πληροφορήθηκε, ξέρει πολύ καλά ότι ο Τσιγαρίδας ξετίναξε την Κυριακίδου και σ’ αυτή τη δίκη και στην προηγούμενη. Ισως θα έπρεπε να θυμηθεί ότι η υπεράσπιση Κανά, στην προηγούμενη δίκη, είχε στηριχτεί (και) στα όσα είπε ο Τσιγαρίδας αξιολογώντας την κατάθεση Κυριακίδου. Ηταν ο Κανάς που έκανε τότε δημόσια αυτοκριτική για τα όσα είχε υπαινιχτεί κατά Τσιγαρίδα και ο συνήγορός του που έπλεξε το εγκώμιο του Τσιγαρίδα, κάνοντας την εκτίμηση ότι ο Τσιγαρίδας ανέλαβε την πολιτική ευθύνη, επειδή δεν ήθελε να ταυτίζεται ο ΕΛΑ με το «καρκατσουλιό της Κυριακίδου και του Κανά». Δηλαδή, η υπεράσπιση Κανά στηρίχτηκε στη θέση του Τσιγαρίδα στην υπόθεση και όχι το αντίστροφο. Στη δεύτερη δίκη, βέβαια, ο Κανάς, εγκαταλελειμένος και από το συνήγορό του, έκανε αυτά που έκανε, αδυνατώντας να καταλάβει ότι έτσι κατέστρεφε την ίδια την υπερασπιστική του γραμμή (πέρα, βέβαια, από την πολιτική και κοινωνική ανηθικότητα). Πώς, όμως, ο Γ. Σερίφης αγνοεί όλ’ αυτά και συντάσσεται με απόψεις τύπου Κανά (και «φιλάθλων»);
Το πιο σημαντικό: δεν μπορεί να αποδείξει ο Τσιγαρίδας ότι ήταν μέλος του ΕΛΑ. Εδώ πια περνάμε σε άλλες σφαίρες.
Μπαίνουμε σε μια αστυνομική λογική, πολύ επικίνδυνη. Είναι δυνατόν να κατηγορούμε κάποιον που λέει ότι ήταν μέλος μιας επαναστατικής οργάνωσης, ότι δεν μπορεί να το αποδείξει; Τί πρέπει να κάνει δηλαδή; Να παραδώσει τη γραφομηχανή της οργάνωσης ή κανένα όπλο ή να υποδείξει καναδυό συντρόφους του; Για να φανεί καλύτερα πόσο επικίνδυνος είναι αυτός ο συλλογισμός, ας μεταφερθούμε σε μια άλλη υπόθεση. Μπορεί άραγε ο Δ. Κουφοντίνας να αποδείξει ότι ήταν μέλος της 17Ν; Ο ίδιος δεν έχει πει τίποτα. Εμφανίστηκε, είπε ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη και σφράγισε το στόμα του: δεν θα σας πω που ήμουν και που δεν ήμουν, με ποιους ήμουν και με ποιους όχι. Τελεία και παύλα. Ποια είναι τα «αποδεικτικά» στοιχεία; Μήπως οι καταθέσεις συγκατηγορούμενών του, που έχουν αναιρεθεί; Αν το δεχτούμε αυτό, τότε θα πρέπει να δεχτούμε και όλα τα άλλα που λένε αυτές οι καταθέσεις. Μήπως οι καταθέσεις των συνεργαζόμενων; Αν τις δεχτούμε ως προς τον Κουφοντίνα, θα πρέπει να τις δεχτούμε συνολικά. Μήπως τα αποτυπώματα που παρουσίασε η Ασφάλεια; Αν το δεχτούμε αυτό, τότε θα πρέπει να δεχτούμε και τα αποτυπώματα που εμφανίζουν για άλλους, οι οποίοι μιλούν για σκευωρία. Το μόνο «αποδεικτικό» στοιχείο είναι η ίδια η δήλωση Κουφοντίνα. Ολα τα υπόλοιπα μας εισάγουν σε μια επικίνδυνη αστυνομική λογική. Ετσι και μπούμε σ’ αυτή τη λογική, τη λογική της «απόδειξης», είναι εύκολο ο συλλογισμός να αντιστραφεί. Οπως καλείται κάποιος να αποδείξει ότι «ήταν» με την ίδια ακριβώς λογική μπορεί να κληθεί κάποιος να αποδείξει ότι «δεν ήταν».
Πέραν τούτων, όμως, όλος αυτός ο συλλογισμός, «δεν μπορεί να το αποδείξει», είναι σκέτος παραλογισμός. Γιατί να αναλάβει κάποιος την πολιτική ευθύνη και να υποστεί τόσες ταλαιπωρίες; Μήπως είναι τρελός; Μήπως είναι μεγαλομανής και αναζητά δόξες αδιαφορώντας για τα υπόλοιπα; Μήπως πήρε λεφτά για να βολέψει τα χρέη του, όπως λέει για τον Τσιγαρίδα ο άθλιος Κανάς; Δηλαδή, πήγε φυλακή, έπαθε ένα εγκεφαλικό στη φυλακή, ξετινάχτηκε οικονομικά, διέλυσε την προσωπική και οικογενειακή του ζωή, για να πάρει κάποια λεφτά. Ε, και ο πιο αμοραλιστής άνθρωπος, ο πιο αδίστακτος κερδοσκόπος, δεν μπορεί να σκεφτεί και να ενεργήσει έτσι. Δεν τον συμφέρει. Θα ψάξει άλλους τρόπους για να βολευτεί.
Και πέρα απ’ αυτό, ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να αρθρώσει πολιτικό λόγο και να υπερασπιστεί μια οργάνωση όπως ο ΕΛΑ. Θα αποκαλυφθεί αμέσως ως άσχετος, ενώ τον Τσιγαρίδα ουδείς τον αμφισβήτησε στην αυθεντικότητα του πολιτικού του λόγου. Ηταν λόγος ΕΛΑ και όχι λόγος ενός που δήλωσε ένοχος όντας άσχετος. Τα έλεγε μέχρι τώρα αυτά ο Κανάς και προκαλούσε τη γενική θυμηδία. Το δυστύχημα είναι ότι τώρα τα υπαινίσσεται ο Γ. Σερίφης. Εκτός αν δεν καταλαβαίνει τι σημαίνουν, τι σκέψεις παράγουν, που οδηγούν αυτά που είπε. Αυτό έχει χρέος να το ξεκαθαρίσει ο ίδιος στο κίνημα.
Και το τελευταίο: «Δεν προσφέρει τίποτα» (η ανάληψη της ευθύνης). Εκείνος που αναλαμβάνει την ευθύνη δεν σκέφτεται τί θα προσφέρει. Ενεργεί όπως του επιτάσσει τη δεδομένη στιγμή η συνείδησή του. Και δεν είναι ίδιον των αγωνιστών να αποτιμούν οι ίδιοι την όποια προσφορά τους. Οταν εμφανίστηκε ο Δ. Κουφοντίνας και ανέλαβε την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή του στη 17Ν, κύματα ανακούφισης, ικανοποίησης, περηφάνιας κατέκλυσαν όχι μόνο τους επαναστάτες αλλά ευρύτατα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Οταν έκανε το ίδιο ο Χρ. Τσιγαρίδας, ακούστηκαν επίσης θετικότατα σχόλια από απλούς ανθρώπους και ιδιαίτερα από αυτόν που ονομάζουμε κόσμο της Αριστεράς, που έχει μνήμες ιστορικές. Για το επαναστατικό κίνημα οι αγωνιστές αυτοί έγιναν προταγματικά πρότυπα με τη θαρραλέα στάση τους. Βοήθησαν να χτυπηθεί η τρομολαγνεία. Να μπει φρένο στην προσπάθεια απαξίωσης των ένοπλων οργανώσεων και ευρύτερα της επαναστατικής Αριστεράς. Αν αυτό ο Γ. Σερίφης το θεωρεί «τίποτα», τί να πούμε;
Τυχαίο είναι που ειδικά ενάντια σ’ αυτούς τους δύο αγωνιστές άρχισαν να εκτοξεύονται κουβάδες λάσπης; Ποιον εξυπηρετεί η σπίλωσή τους, το κίνημα ή την αντίδραση; Δυο άνθρωποι που με τη στάση τους προσωποποίησαν δυο ιστορικές οργανώσεις του ένοπλου, που με τη δράση τους σφράγισαν κι αυτές τη νεοελληνική ιστορία μετά το 1974, κατηγορούνται ως συνεργαζόμενοι με τις διωκτικές αρχές. Οταν αυτό προέρχεται από κάποιες άλλες κατευθύνσεις, το αντιλαμβανόμαστε. Δεν φανταζόμασταν, όμως, ότι στην ίδια τακτική, έστω με πιο «λάιτ» μορφή, θα προσχωρούσε ο Γ. Σερίφης. Κρίμα. Πολύ κρίμα!