Περίπου 25.000 είναι οι άμαχοι νεκροί στο Ιράκ και 42.500 οι τραυματίες από το Μάρτιο του 2003 που ξέσπασε ο πόλεμος, σύμφωνα με την έκθεση δύο βρετανικών πανεπιστημιακών οργανισμών, της «Ερευνητικής ομάδας ΄Οξφορντ» και της «Καταμέτρησης πτωμάτων στο Ιράκ».Η έκθεση βασίζεται σε στοιχεία που δημοσιεύτηκαν στον τύπο και σε στοιχεία που δόθηκαν από το ιρακινό υπουργείο Υγείας, τα νοσοκομεία και τα νεκροταφεία. Γι αυτό και θεωρείται η πιο λεπτομερής και αξιόπιστη έρευνα. Φυσικά, υπάρχουν χιλιάδες ακόμη νεκροί και τραυματίες τα στοιχεία των οποίων για διάφορους λόγους δεν έχουν καταχωρηθεί, γι αυτό και άλλες εκθέσεις, όπως της αμερικάνικης ιατρικής επιθεώρησης «The Lancet», που δημοσιεύτηκε τον Οκτώβριο του 2004 ανεβάζει τον αριθμό των νεκρών στους 100.000 περίπου.
Όπως είναι γνωστό, οι αρχές κατοχής δεν καταγράφουν τους θανάτους Ιρακινών, γεγονός που, σύμφωνα με τον καθηγητή Τζον Σλόμποντα, από τους συγγραφείς της προαναφερόμενης έκθεσης, εκλαμβάνεται ως έλλειψη σεβασμού προς τον ιρακινό λαό και θεωρείται ένας από τους παράγοντες που προκαλούν τη δυσαρέσκεια και την οργή των Μουσουλμάνων.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έκθεση, κατά μέσο όρο οι άμαχοι νεκροί είναι 34 την ημέρα και συνολικά ανέρχονται σε 24.865. Οι 9.270, δηλαδή το 37%, έχουν σκοτωθεί από τα πυρά των δυνάμεων κατοχής. Απ’ αυτούς οι 6.882 σκοτώθηκαν στις έξι πρώτες βδομάδες του πολέμου κατά 98% από αμερικάνικα πυρά. 2.353 άμαχοι, δηλαδή μόνο το 9%, έχουν σκοτωθεί από τα πυρά της ιρακινής αντίστασης, παρά τις καθημερινές σχεδόν επιθέσεις αυτοκτονίας. Ακόμη κι αν στο ποσοστό αυτό προστεθεί ολόκληρο το 11% των θανάτων που αποδίδονται σε «άγνωστους παράγοντες», τα πυρά των δυνάμεων κατοχής αποτελούν τη βασική αιτία θανάτου του άμαχου πληθυσμού. Συνεπώς, η πραγματικότητα διαψεύδει την αμερικάνικη προπαγάνδα ότι οι δυνάμεις κατοχής δεν χτυπούν τον άμαχο πληθυσμό και ότι τα πυρά των ανταρτών προκαλούν τα θύματα. Οι γυναίκες και τα παιδιά αποτελούν το 20% των νεκρών, ενώ παρατηρείται κατακόρυφη αύξηση των θανάτων που αποδίδονται σε εγκληματική δραστηριότητα. Πριν από την αμερικάνικη εισβολή στο Ιράκ συνέβαιναν 42 τέτοιοι θάνατοι κατά μέσο όρο το μήνα, μετά την εισβολή ξεπερνούν τους 372 το μήνα και ανέρχονται συνολικά, σύμφωνα με την έκθεση, στους 8.935, δηλαδή σε ποσοστό 35.9%, στα δύο χρόνια της κατοχής.
Αξίζει επίσης να γίνει μια αναφορά στη γεωγραφική κατανομή των θανάτων άμαχου πληθυσμού. Το 77% (19.215) των θανάτων έχει σημειωθεί σε δώδεκα πόλεις, ανάμεσα στις οποίες την πρώτη θέση κατέχει η Βαγδάτη, όπου έχει σημειωθεί το 45,3% (11.264) των θανάτων, που σημαίνει ένας νεκρός ανά 498 κατοίκους. Ακολουθεί η Φαλούτζα με ποσοστό 7,5% (1.874 θανάτους), ένας νεκρός ανά 137 κατοίκους, και έπονται η Νασιρίγια, η Κερμπάλα, η Νατζάφ, η Μοσούλη, η Βασόρα κ.ά. Όμως ο μεγαλύτερος αριθμός θανάτων σε σχέση με τον πληθυσμό έχει καταγραφεί στη σχετικά μικρή πόλη Τιγκρίτ, γενέτειρα του Σαντάμ Χουσεϊν. 312 νεκροί, ποσοστό 1.3% στο σύνολο, σε 28.000 πληθυσμό, δηλαδή ένας νεκρός ανά 90 κατοίκους.
Όσο για τους τραυματίες, η έκθεση τους ανεβάζει σε 42.500, ωστόσο εκτιμά ότι ο πραγματικός αριθμός πρέπει να είναι πολύ μεγαλύτερος, γιατί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των ερευνητών, δεν έχουν καταχωρηθεί τα στοιχεία τουλάχιστον 12.500 τραυματιών.
Τα στοιχεία της έκθεσης δίνουν ένα ακόμη δυνατό χαστούκι στο δολοφονικό δίδυμο Μπους και Μπλερ, που επιμένουν ότι το τετραπλό πολεμικό χτύπημα στο Λονδίνο δεν έχει σχέση με τον πόλεμο στο Ιράκ, παρόλο που όλα συνηγορούν για το αντίθετο.