Σε μια πρόσφατη άμαζη διαδικασία, με αφορμή την απουσία των εργαζομένων, ξεδιπλώθηκε μια συζήτηση για την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος. Οι εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος, με την απεργία των ναυτεργατών και το γελοίο τρόπο με τον οποίον τη σταμάτησαν. Με τη στημένη αντιπαράθεση μεταξύ ΓΣΕΕ-ΣΕΒ για την ΕΓΣΣΕ. Με τη συνεχιζόμενη επίθεση εναντίον των τραπεζοϋπαλλήλων. Με το άνοιγμα της νέας αντιασφαλιστικής επίθεσης. Με τα Λιπάσματα, τη Sex Form, που μόνο οι γραφειοκράτες του Περισσού και δυστυχώς οι εργαζόμενες γνωρίζουν την τύχη της, με τη Γιούλα, με όλα τα εργοστάσια όπου η εργατική τάξη καλείται να ενισχύσει την «ανταγωνιστικότητα» των βιομηχάνων. Θέματα που επαναφέρουν ξανά και ξανά την ανάγκη να δούμε την κατάσταση του κινήματος, να σκεφτούμε, να κρίνουμε ξανά και ξανά τις τακτικές, τις πρακτικές δράσεις. Να προχωρήσουμε με αποφασιστικότητα στην αντιμετώπιση της κατάστασης.
Βεβαίως, υπάρχει και η άλλη λύση. Να γίνουμε αναμεταδότες των στοιχείων και των πρακτικών των γραφειοκρατών της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ. Οπως όλο και πιο πολύ γίνονται όσοι προσπαθούν να μετατρέψουν αυτό το γραφειοκρατικό «κίνημα» σε αρνητή του εαυτού του, σε ανατροπέα των χαρακτηριστικών που το ίδιο αναπαράγει.
Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στη συζήτησή μας. Μέσα σε μια άμαζη διαδικασία την κρίση δεν μπορεί παρά άπαντες να την αναγνωρίσουν. Ακόμα και οι γραφειοκράτες. Οι οποίοι δέχονται -γιατί δε μπορούν να κάνουν αλλιώς- ότι υπάρχουν κρισιακά φαινόμενα στο κίνημα, αλλά ισχυρίζονται ότι αυτά δεν είναι μονοσήμαντα. Ως αντίλογο παρουσιάζουν τις επιτυχημένες απεργίες. Αλλοι την 24ωρη της 15ης του Μάρτη, άλλοι την απεργία της ΠΝΟ. Παρουσιάζουν τις «επιτυχημένες» συγκεντρώσεις. Οι μεν της ΓΣΕΕ, οι δε του ΠΑΜΕ. Παρουσιάζουν τη μαζικότητα στις εκλογές των συνδικάτων, των σωματείων που κερδίζουν τις αρχαιρεσίες τους και διαχειρίζονται τις υποθέσεις των εργαζόμενων.
Εν κατακλείδι, το συμπέρασμα είναι κοινό. Για τα κρισιακά φαινόμενα -όχι για την κρίση- την πρώτη ευθύνη την έχουν οι εργαζόμενοι. Αυτοί δεν συμμετέχουν όπως πρέπει. Οι γραφειοκράτες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, ότι κάνουν ό,τι μπορούν, ό,τι περνά από το χέρι τους για το κίνημα. Γι’ αυτό όχι μόνο δεν είναι μέρος του προβλήματος, αλλά είναι αυτοί που θα λύσουν το πρόβλημα. Αυτοί που θα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα κρισιακά φαινόμενα. Αυτοί που θα ξανατραβήξουν τους εργαζόμενους στον κοινωνικό αγώνα. Το ψάρι βρομάει από την ουρά, λένε. Αλλά εμείς θα το γιατρέψουμε.
Εδώ αντικρίζουμε το προκεχωρημένο φυλάκιο της γραφειοκρατικής υποκρισίας. Αυτοί που έχουν την κύρια ευθύνη για την πλήρη κρατικοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος, για το πέρασμα από τον αγωνιστικό ρεφορμισμό στον «υπεύθυνο» συνδικαλισμό της «συνεργασίας των κοινωνικών εταίρων», των προτάσεων και των θεσμικών δράσεων εγκαλούν αυτό που οι ίδιοι δημιούργησαν. Αυτό που τους βολεύει. Κάποιοι εξ’ αυτών θέλουν ένα κίνημα με χαρακτηριστικά αγωνιστικού ρεφορμισμού. Θέλουν εργαζόμενους πιο μαχητικούς υποστηρικτές τους. Αυτό προσπαθούν να πετύχουν. Αλλά και η σημερινή κατάσταση, που οι εργαζόμενοι εναποθέτουν σ’ αυτούς τη διαχείριση των υποθέσεών τους δεν τους χαλάει καθόλου. Τους χαλάει εκεί που αναθέτουν σε άλλους. Αυτό το καταγγέλλουν ως επιλογή που έρχεται σε αντίθεση με τα εργατικά συμφέροντα, ως κρίση.
Η αναγνώριση της κρίσης δεν είναι στοιχείο ικανό για την αντιμετώπισή της. Πολύ περισσότερο που η κρίση δεν είναι σύμπτωμα μόνο του συνδικαλιστικού, του διεκδικητικού κινήματος. Η κρίση είναι πολιτική. Είναι κρίση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου διαχείρισης του καπιταλισμού. Είναι κρίση των ενσωματωμένων πολιτικών της Αριστεράς, όπως αυτές εκφράζονται από τις επιλογές των νομιμόφρονων κομμάτων της. Το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η αναζήτηση προτάσεων για έναν καλύτερο καπιταλισμό. Με εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Με κοινωνική ειρήνη. Με αποκατάσταση της σωστής λειτουργίας της αστικής αντιπροσωπευτικότητας. Του κοινοβουλευτισμού.
Δε μπορούμε, λοιπόν, να περιμένουμε κοινή πορεία αντιμετώπισης της τραγικής κατάστασης που βιώνει η εργατική τάξη, όσοι υποστηρίζουμε, θέλουμε, διεκδικούμε την ανατροπή του συστήματος εκμετάλλευσης με όσους επιδιώκουν την καλύτερη διαχείρισή του. Μπορεί να αναφερόμαστε στην ίδια κοινωνική τάξη, στην εργατική τάξη, δεν αναφερόμαστε στο ίδιο κίνημα.
Τα κρισιακά χαρακτηριστικά που ταλαιπωρούν αφάνταστα τη συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης είναι η ανάθεση, η παθητικότητα, το μικρότερο κακό, ο κοινοβουλευτισμός. Οι εργαζόμενοι στη μεγάλη τους πλειοψηφία -δυστυχώς- ψηφίζουν, ψηφίζουν παντού, στις εθνικές εκλογές, στις δημοτικές εκλογές, στα σωματεία (όταν ψηφίζουν) και περιμένουν από αυτούς που ψηφίσανε να κάνουν κάτι για την υπόθεσή τους. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία οποιασδήποτε απόχρωσης και κυρίως η πολιτική της εκπροσώπηση, τα κόμματά της, τα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας και της νομοταγούς Αριστεράς, καλλιέργησαν σε μεγάλο βαθμό αυτά τα χαρακτηριστικά της κρίσης. Τα καλλιέργησαν, τα καλλιεργούν και σήμερα, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο. Αλλος καλλιεργεί περισσότερο την παθητικότητα, άλλος την «ενεργό» ανάθεση.
Η πάλη που έρχεται σε αντίθεση με αυτή την κατάσταση, για ένα κίνημα που εκφράζει τα ταξικά συμφέροντα των καταπιεσμένων, για ένα κίνημα που θέλει να συντρίψει τον καπιταλισμό και ταυτόχρονα διεκδικεί ό,τι περισσότερο μπορεί να διεκδικήσει στα πλαίσιά του, δεν είναι μόνο υπόθεση συνδικαλιστικής παρέμβασης και μάλιστα παρέμβασης κυρίως μέσα από τις διαδικασίες (μάλλον μέσα από τις αρχαιρεσίες) του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού. Η πάλη αυτή έχει ανάγκη τη συνολική αντιπαράθεση με την αστική τάξη, με τους διαχειριστές του συστήματος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, όλων των αποχρώσεων. Εχει ανάγκη την πάλη για τη διατύπωση των αρχών της νέας κοινωνίας που θα ανατείλει από τα συντρίμμια της κοινωνίας της βαρβαρότητας.
Σ’ αυτό τον αγώνα σημαντική βοήθεια μπορεί να προσφέρει η συνδικαλιστική παρέμβαση. Που δε θα είναι όμως «απλά» συνδικαλιστική. Αυτό το λέμε όχι μόνο με την αποδεκτή έννοια του όρου, ότι δηλαδή πρέπει να κάνει γενικότερη προπαγάνδα και ζύμωση, αλλά και με την έννοια ότι πολλά θέματα, πολύ κρίσιμα, που εκ πρώτης όψεως φαίνονται ότι δεν αφορούν τον συνδικαλισμό ή ότι αν «προταχθούν» δυσχεραίνουν τη συνδικαλιστική παρέμβαση, όπως π.χ. τα θέματα της τρομοκρατίας, των δικών 17Ν και ΕΛΑ κ.ο.κ., αφορούν απόλυτα την εργατική τάξη. Οχι απλά το μέλλον της αλλά και το παρόν της.
Αυτή η παρέμβαση μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια, αν δώσει όλες της τις δυνάμεις στο να «μάθουν» οι εργαζόμενοι να πάρουν οι ίδιοι την υπόθεση στα χέρια τους. Στα δικά τους χέρια. Οχι στα χέρια αυτών -των όποιων- που θα λειτουργούν για λογαριασμό τους. Να παλέψει, δηλαδή, για την ανεξάρτητη ταξική οργάνωση και δράση.
Παντελής Νικολαΐδης