Δύο χιλιάδες έντεκα και τζάμπα φασαρία
Αναζητείται έξοδος απ’ την προϊστορία…
Χριστός αν έστι…
Πέρασε χα! (pass, χα!) το Πάσχα, πέρασε και το αφρισμένο ποτάμι του λαού κατά ένα μικρό ποσοστό από τους δρόμους της εθιμοτυπικής πορείας και κατά ένα συντριπτικό από τις εθνικές οδούς και επιστρέψαμε όλοι και όλες στις θέσεις μας. Οι περισσότερες εκ των οποίων είναι πλέον ορθίων, ενίοτε και κοιμωμένων (της ομιλούσης μη εξαιρουμένης).
«Αν σκέπτεστε σοβαρά ότι με τις κρεμάλες μπορείτε να σταματήσετε το κίνημα που εξωθεί εκατομμύρια γονατισμένων από την καταπίεση εργατών προς την εξέγερση, είστε μα την αλήθεια “πτωχοί τω πνεύματι”. Σε παρόμοια περίπτωση θα μας κρεμάσετε με το δίκιο σας. Επειτα, αυτό είναι το καλύτερο που έχετε να κάμετε. Κρεμάστε μας! Αλλά η κατάληξη ποια θα είναι; Εάν δεν την βλέπετε, εγώ σας την αναγγέλλω. Γύρω σας, κάτω σας, δίπλα σας, πάνω σας, από όλες τις μεριές σας θεριεύει μια φωτιά. Το έδαφος σαλεύει κάτω από τα πόδια σας. Βαδίζετε κυριολεκτικά επάνω σε μια υπόγεια φωτιά. Θέλετε να την αγνοείτε; Δεν θα την αποφύγετε» (ο August Spies στην απολογία του, λίγο πριν οδηγηθεί στην αγχόνη για τα επεισόδια στο Chicago του 1886, μαζί με τους Parsons, Fischer και Engel).
Μπορεί σήμερα οι κατά Περισσό ένστολοι εργαζόμενοι και αδέρφια μας προ let Αρειοι να σε πλακώνουν στις μπάτσες επειδή στραβοκοίταξες ή δεν είσαι… καθώς πρέπει ενδεδυμένος ή έκανες κάτι που δεν τους άρεσε (ή δεν έκανες), όμως δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Για την ακρίβεια, υπήρχαν εποχές που ήταν εντελώς αντίστροφα και δεν αναφερόμαστε στην αρχαιότητα που προέρχονταν από τις τελευταίες γραμμές των δούλων. Αναφερόμαστε σε μια εποχή μόλις πριν λίγες δεκαετίες, τότε που δεν έτρεχαν σωρηδόν οι απελπισμένοι και αποκλεισμένοι από το δικαίωμα στην εργασία νέοι να γίνουν γενίτσαροι και να περάσουν μια τέτοια «χοντρή» διαχωριστική γραμμή. Αυτά και άλλα πολλά μας έφερε στο μυαλό η ιστορική υπόμνηση της ημέρας: σαν σήμερα το 1925 έγινε αύξηση μισθών των αστυφυλάκων, «επειδή παρατηρείται απροθυμία κατάταξης νέων στο σώμα»…
Εγιναν κι άλλα σαν σήμερα. Οπως το 1999, τότε που ΝΑΤΟϊκό αεροσκάφος στόχευσε «κατά λάθος» (να τα προσέξουν αυτά τα λάθη οι αρμόδιοι γιατί μπορούμε να γεμίσουμε τη σημερινή στήλη με δαύτα) την πρεσβεία της Κίνας στο Βελιγράδι, αφήνοντας πίσω τρεις νεκρούς υπαλλήλους και είκοσι τραυματίες. ‘Η το 2000, που ο πρώην πράκτορας της KGB Βλαδίμηρος (καμίας χέσει με τον Λένιν ή τον Μαγιακόφσκι) ορκίστηκε πρόεδρος της Ρωσίας.
«Οι φτωχοί, πάντοτε εξαθλιωμένοι, πάντοτε υποδουλωμένοι και πάντοτε καταπιεσμένοι, δεν μπορούν ποτέ να βελτιώσουν την κατάστασή τους με ειρηνικά μέσα» (Jean-Paul Marat).
Ως άμα και το θάμα με τον Οσάμα, αλλά τι γίνεται τελικά ρε γαμ’ auto;
Βρε, βρε, τι κωλοτούμπα ήταν αυτή! Ξαφνικά ο πρωτοστάτης του κινήματος «δεν πληρώνω», το κράτος που δεν πληρώνει για παιδεία, υγεία, υποδομές, ανάπτυξη και κοντολογίς για τίποτε, άφησε μια χαραμάδα να μπει το κύριο αίτημα των «ανεύθυνων» και των «τζαμπατζήδων»… Που δεν ήταν άλλο από τη μείωση των ληστρικών αντιτίμων του κρατικού Προκρούστη για να τους αφήνει να περνάνε από δρόμους που με άλλα ληστρικά αντίτιμα κατασκευάστηκαν (εκτός βέβαια αν δεν θεωρούμε ληστρικά τα άλλα αντίτιμα, τρώγοντας τα φύλλα της πίτας των άμεσων φόρων και παραβλέποντας τη γέμιση των έμμεσων, αυτών ακριβώς που απευθύνονται στα πλατιά λαϊκά στρώματα). Μετά από τόνους λάσπης και χολής που εκτοξεύθηκαν από το πολιτικό προσωπικό των μεγαλοκαρχαριών και από μέρος του υπηρετικού προσωπικού του… πολιτικού προσωπικού (που εργάζεται κυρίως σε μέσα μαζικής εξημέρωσης), ξαφνικά «διέρρευσε» η είδηση: την παραμονή της χριστιανικής εορτής των δέκα παρθένων και της εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσης γυνής –δηλαδή τη Μεγάλη Δευτέρα– αναμένονταν ανακοινώσεις που μεταξύ άλλων θα περιελάμβαναν και μείωση του αντιτίμου των διοδίων. Ακόμα κι αν ήταν ένα καλοστημένο επικοινωνιακό τρικ, άλαλα τα χείλη των ασεβών!…
«Ω, ανήμπορο ποίημα, ανήμπορο, ανήμπορο, ατελέσφορο / επάνω από δυο στίχους σταυρωμένους σταυρώνω τα χέρια και σωπαίνω. / Βράχος, το μέγα κόκκινο δεύτερη πόρτα, πέμπτη πόρτα κ’ η δωδέκατη κλεισμένη / χτύπημα της γροθιάς στον τοίχο, χτύπημα της πέτρας στην πέτρα / –μ’ ακούς; Ακουσε με. Εγώ σ’ ακούω– / δυο σιωπές κάνουν μια φωνή κ’ ένα μεγάλο τεντωμένο χέρι» (Γιάννης Ρίτσος – «Ημερολόγιο μιας βδομάδας»).
Κοκκινοσκουφίτσα