Αυτοί που υπονόμευσαν και οδήγησαν στην ήττα των αγώνα των 300 απεργών πείνας μεταναστών, όταν προσπαθούν να αρθρώσουν κάποιον αντίλογο στην τεκμηριωμένη κριτική που τους ασκούμε, ειδικά στο θέμα ότι αρνήθηκαν τη συνέχιση του αγώνα ακόμα και για την κατοχύρωση των όσων συμφωνήθηκαν με την κυβέρνηση, επιστρατεύουν μια γενική αλήθεια, την οποία μετατρέπουν σε ιδεολόγημα. Καμιά κατάκτηση δεν είναι κατοχυρωμένη, λένε, αν δεν υπάρχει το αγωνιστικό μέτωπο που θα την υπερασπίζεται στο διηνεκές.
Δεξιοί οπορτουνιστές οι συγκεκριμένοι, άνθρωποι των πολιτικών συμβιβασμών, των μερικών αιτημάτων και του «εφικτού», θυμούνται ξαφνικά μια επαναστατική αλήθεια, κάνοντας ένα άλμα από τα δεξιά στ’ αριστερά. Ακολουθώντας την ιδεολογική καρικατούρα τους, δεν θα έπρεπε να γίνεται κανένας αγώνας για μερικά αιτήματα, γιατί τίποτα δεν μπορεί να κατοχυρωθεί. Αυτοί, όμως, συνήθως, προτείνουν το συμβιβασμό στην ελάχιστη βάση, στη μερικότερη από τις μερικές διεκδικήσεις και μάλιστα στήνουν πανηγύρι, χωρίς ποτέ να εξετάζουν αν η δυναμική ενός αγώνα θα μπορούσε να πάρει κάτι περισσότερο. Κι όταν τους κάνεις αυτή την ανάλυση, κατηγορώντας τους για διάθεση ξεπουληματικού συμβιβασμού, τότε θυμούνται πως καμιά κατάκτηση δεν είναι εσαεί εξασφαλισμένη, αν δεν υπάρχουν εκείνοι που θα την υπερασπιστούν.
Ξέρουν, όμως, πολλές περιπτώσεις που μια συμφωνία να παραβιάστηκε την επομένη της σύναψής της; Ναι, επιμέρους κατακτήσεις του εργατικού ή του νεολαιίστικου κινήματος αφαιρούνται και η σημερινή περίοδος αποτελεί το χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα μαζικής αφαίρεσης κατακτήσεων των προηγούμενων δεκαετιών. Πέρασε, όμως, δεκαετίες το κοινωνικό κίνημα μ’ αυτές τις επιμέρους κατακτήσεις, δεν τις έχασε την επόμενη μέρα. Ξέρετε γιατί; Γιατί ακόμα και η ξεπουλημένη στο κεφάλαιο συνδικαλιστική γραφειοκρατία τηρεί τα στοιχειώδη, όταν φτάνει σε μια συμφωνία. Συγκεκριμενοποιεί τη συμφωνία, την υπογράφει, δεσμεύει το απέναντι μέρος. Δεν κάνει συμφωνίες στον αέρα. Τουλάχιστον ως προς αυτό διατηρεί μια στοιχειώδη σοβαρότητα, που την υπαγορεύει ο θεσμικός της ρόλος.
Εν προκειμένω, δεν υπήρξε στοιχειώδης σοβαρότητα. Εγινε υποτίθεται μια συμφωνία με την κυβέρνηση, η οποία δεν καταγράφηκε πουθενά. Ετσι, λίγες ώρες αργότερα, η κυβέρνηση άρχισε να την αθετεί. Κι όταν προτάθηκε η σκλήρυνση της στάσης του μετώπου της απεργίας πείνας, που «κρατούσε» ακόμη την Υπατία, οι δήθεν αριστεροί αρνήθηκαν, με το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση θα τηρήσει στο ακέραιο τη συμφωνία. Ο πιο καραγκιόζης απ’ αυτούς, μάλιστα, διαβεβαίωνε ότι βρίσκεται όλη μέρα στα τηλέφωνα με τους υπουργούς για την υλοποίηση της συμφωνίας και «έκοβε το κεφάλι του»ότι «μέχρι τη Δευτέρα θα έχουν λυθεί όλα»!
Εκτοτε, ο συγκεκριμένος έχει κόψει αρκετές φορές το κεφάλι του, όμως είναι σαν… τη λερναία ύδρα. Το ερώτημα, όμως, είναι άλλο: γιατί έβαζαν σαν ορόσημο τη Δευτέρα; Γιατί τότε «έπρεπε» να διώξουν τους απεργούς πείνας και τους αλληλέγγυους από την Υπατία. Είχαν αναλάβει υποχρεώσεις έναντι της κυβέρνησης. Πέρασαν πολλές Δευτέρες και ακόμα και το απλούστατο μέτρο αυτής της συμφωνίας, η άδεια ταξιδιού, έχει δοθεί στους πρώην απεργούς πείνας κουτσουρεμένο και με κίνδυνο να μη μπορέσουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα, αν ταξιδέψουν στις πατρίδες τους. Το δε δικαίωμα εργασίας ακόμα να ‘ρθει, ενώ η Νταλάρα δηλώνει πως αυτό θα είναι υπό αυστηρούς όρους (δηλαδή, όχι απεριόριστο)!
Οπως επισημάνθηκε στο προηγούμενο φύλλο της «Κ», εναπόκειται στους ίδιους τους πρώην απεργούς πείνας να κινητοποιηθούν για την υλοποίηση της συμφωνίας. Στους άλλους θα μείνει η καταισχύνη.
Π.Γ.