Τα συμπεράσματα του ΕΣΥΠ για την Ανώτατη Εκπαίδευση παρέδωσε στον ΓΑΠ ο πρόεδρός του Αλέξης Λυκουργιώτης, για να ολοκληρωθεί οσονούπω η σεμνή τελετή του διαλόγου-φάρσα και να έρθει στο φως το νομοσχέδιο που θα ισοπεδώνει το δημόσιο Πανεπιστήμιο. «Βρισκόμαστε στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία. Εξετάζουμε τα τελευταία κείμενα και πορίσματα της διαβούλευσης» δήλωσε η Αννα Διαμαντοπούλου, η οποία απέφυγε επιμελώς να προσδιορίσει το χρόνο κατάθεσης του νομοσχέδιου στη βουλή, παρόλο που ρωτήθηκε επ’ αυτού από δημοσιογράφο. Κατανοητό, αφού η υπουργός Παιδείας δεν έχει εξασφαλίσει ούτε τις πλάτες του πανεπιστημιακού κατεστημένου, που σύσσωμο απέρριψε το σχέδιο διαβούλευσης, τονίζοντας ότι δεν μπορεί να αποτελέσει βάση διαλόγου. Προσπάθησε, λοιπόν, να «κάνει παιχνίδι» με τους κολλητούς του ΕΣΥΠ, οι οποίοι συμμετείχαν στο «διάλογο», κάνοντας διορθωτικές προτάσεις.
Συγκεκριμένα:
♦ Ως προς το διοικητικό μοντέλο (που αποτελεί και κόκκινο πανί για τους πανεπιστημιακούς), στο ΕΣΥΠ επικράτησαν δυο τάσεις. Η πρώτη «δέχεται καταρχήν την ανάγκη αλλαγών προς την κατεύθυνση των προτάσεων του κειμένου διαβούλευσης, χωρίς αναγκαστικά να συμφωνεί σε όλα τα σημεία με αυτό». Αποδέχεται τη θεσμοθέτηση του Συμβουλίου «ως ανώτατου θεσμικού οργάνου, με εποπτικές-εγκριτικές αρμοδιότητες», με εσωτερικά και εξωτερικά μέλη, που θα αντλούν «νομιμοποίηση από την ακαδημαϊκή κοινότητα». Η δεύτερη τάση εμμένει στο υπάρχον διοικητικό μοντέλο με «τροποποιήσεις που το βελτιώνουν». Θεωρεί ότι το Συμβού-λιο θα «μπορούσε να θεσμοθετηθεί ως όργανο ελέγχου» «κυρίως με συμβουλευτικές αρμοδιότητες», που θα δρα «εξισορροπητικά προς τη μοναδική σήμερα εξουσία του Πρύτανη και της Συγκλήτου». Σε αυτό την πλειοψηφία θα έχουν μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, θα μπορούν όμως να συμμετέχουν και εξωτερικά μέλη επιλεγμένα από τα ακαδημαϊκά όργανα του Ιδρύματος. Η ίδια διαφοροποίηση μεταξύ των δύο τάσεων παρατηρείται και στον τρόπο εκλογής του Πρύτανη. Η πρώτη τάση προτείνει εμπλοκή του Συμβουλίου και ανοιχτή προκήρυξη, η δεύτερη επιθυμεί τη διατήρηση του υπάρχοντος μοντέλου «συνοδευόμενο από αλλαγές».
Θυμίζουμε ότι το «σχέδιο διαβού-λευσης» της Διαμαντοπούλου προβλέπει ότι το Συμβούλιο Διοίκησης είναι το υπερόργανο που διοικεί πλέον το Πανεπιστήμιο ως επιχείρηση, ενώ η Σύγκλητος παραγκωνίζεται ολότελα (της ανατίθενται αυστηρά τα ακαδημαϊκά θέματα, τα οποία, προφανώς, δε μένουν ανεπηρέαστα από το συνολικό στρατηγικό σχεδιασμό, που έχει στην αποκλειστική του αρμοδιότητα το Συμβούλιο). Επίσης, το Συμβούλιο απαρτίζεται από εσωτερικά και εξωτερικά μέλη και διορίζει τον Πρύτανη (ο Πρύτανης δεν εκλέγεται), ύστερα από διεθνή πρόσκληση ενδιαφέροντος (δηλαδή, μπορεί να είναι καθηγητής και άλλου Πανεπιστήμιου της Ελλάδας ή του εξωτερικού).
Από τα παραπάνω είναι φανερό, ότι όλες οι τάσεις αποτελούν παραλλαγές στο ίδιο θέμα. Η Διαμαντοπούλου, είναι πιθανόν, να επιχειρήσει κάποια στρογγυλέματα, που θα αφήνουν άθιχτη την ουσία. Παρόλ’ αυτά δεν έχει εξασφαλισμένη την επιτυχή έκβαση του εγχειρήματος. Γιατί δεν είναι τόσο εύκολο, οι διοικήσεις των Πανεπιστημίων, να πατήσουν την πεπονόφλουδα. Ξέρουν πως αν δεχτούν το Συμβούλιο Διοίκησης, έστω και με «συμβουλευτικές αρμοδιότητες», θα ανοίξουν πολύ σύντομα το δρόμο για τα περαιτέρω.
♦ Ως προς τη συμμετοχή των φοιτητών στη διοίκηση, τα μέλη του ΕΣΥΠ προτείνουν αυτή να είναι στη διακριτική ευχέρεια των Ιδρυμάτων (να αποτελεί δηλαδή παράμετρο του εσωτερικού κανονισμού).
♦ Ως προς τους τρόπους μετάδοσης της γνώσης (δομή των σπουδών), επισημαίνονται οι πολλές «αδυναμίες» του υπάρχοντος συστήματος, όπως η κυριαρχία της διάλεξης σε μεγάλα ακροατήρια, οι διακεκομμένες ώρες παρακολούθησης, η εξαμηνιαία εξέταση ως μοναδική μέθοδος αξιολόγησης των φοιτητών, η περιορισμένη χρήση πληροφορικών τεχνολογιών, η προσφυγή στη χρήση ενός βιβλίου κατά μάθημα, οι ελλείψεις σε υποδομές και διδάσκοντες, ο μεγάλος αριθμός φοιτητών ανά διδάσκοντα, κ.λπ. Και προτείνονται αλλαγές, όπως η διαίρεση των μεγάλων ακροατηρίων, η φροντιστηριακή-εργαστηριακή άσκηση των φοιτητών σε μικρές ομάδες, οι συχνές επισκέψεις σε χώρους εφαρμογής της επιστήμης και τα ρέστα. Ανέξοδα, οι κολαούζοι του ΕΣΥΠ κάνουν φιλολαϊκή προπαγάνδα, αποφεύγοντας επιμελώς να διατυπώσουν, έστω για τα μάτια, το αίτημα για αποκλειστική πλήρη κρατική χρηματοδότηση των δημόσιων Πανεπιστημίων. Κάνουν σαν να μην άκουσαν για τις δραστικότατες περαιτέρω περικοπές στη χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων (17%-19% επιπλέον των περσινών), που τα έχουν οδηγήσει σε οικονομική ασφυξία, κάνουν σα να μη γνωρίζουν τις προτάσεις Διαμαντοπού-λου για χρηματοδότηση υπό την αίρεση της αξιολόγησης με κριτήρια «απόδοσης» και «ανταποδοτικότητας», για το Πανεπιστήμιο που θα διαχειρίζεται προγράμματα διαφόρων χρονικών περιόδων (μονοε- τούς, διετούς διάρκειας, κ.α.), που θα αντιμετωπίζει τους φοιτητές ως πελάτες, θα λειτουργεί Ινστιτούτα, ώστε να εξασφαλίζει πόρους από τη «διά βίου κατάρτιση» απασχολήσιμων, θα αναθέτει την ίδρυση Εδρών σε χορηγούς, θα διατηρεί παραρτήματα σε άλλες χώρες και θα αναπτύσσει συνεργασίες στην αλλοδαπή (καλή ώρα όπως τα ντόπια μαγαζιά των κολεγίων), θα κυνηγά χρηματοδότηση από «τρίτους», θα προσανατολίζει αυστηρά τα προγράμματα σπουδών και την οποιαδήποτε έρευνα στις ανάγκες των καπιταλιστικών επιχειρήσεων κ.λπ.
♦ Ως προς την εισαγωγή των φοιτητών σε Σχολή αντί σε Τμήμα, το ΕΣΥΠ εκφράζει τη συγκατάθεσή του (η πρόταση «συγκέντρωσε ευρεία αποδοχή»). Αλλωστε, δεν κοστίζει τίποτε η συναίνεση, ενώ διατυπώνονται και κάποιες επιφυλάξεις, για να διατηρηθεί το προσωπείο του σοβαρού οργάνου. Ετσι, π.χ. υπογραμμίζεται η ανάγκη για διαφύλαξη του «αδιάβλητου» στη «διαδικασία επιλογής από το πρώτο στο δεύτερο έτος» και η ανάγκη για αποφυγή «επιβάρυνσης του υποψήφιου με διπλές εξετάσεις (και άρα διπλή φροντιστηριακή επιβάρυνση»).
♦ Ως προς τη «χωροταξία των ακαδημαϊκών μονάδων», δηλαδή τον πανεπιστημιακό «Καλλικράτη», στο ΕΣΥΠ διαπιστώθηκε «ευρεία σύγκλιση απόψεων». Δίνεται η συγκατάθεση στο υπουργείο Παιδείας, υπό την αίρεση ότι το τσουνάμι των καταργήσεων-συγχωνεύσεων Πανεπιστημίων και ΤΕΙ θα γίνει με «ακαδημαϊκά, αναπτυξιακά, οικονομικά» κριτήρια, μετά από συνεννόηση με τα Ιδρύματα. Αυτό πια κι αν αποτελεί γελοιότητα μετά τον ισχυρισμό της Διαμαντοπούλου ότι οι καταργήσεις-συγχωνεύσεις σχολείων γίνονται με «παιδαγωγικά κριτήρια».
Γιούλα Γκεσούλη