Η ένσταση για την ακυρότητα των προανακριτικών και ανακριτικών «απολογιών» των φερόμενων ως μελών της 17Ν είχε υποβληθεί το Γενάρη. Συζητείται, όμως, τώρα, εννέα μήνες μετά. Αμέσως μετά την ολοκλήρωση των καταθέσεων όλων των μαρτύρων και αμέσως πριν την έναρξη των απολογιών των κατηγορούμενων.
Για ποιο λόγο; Οχι, βέβαια, γιατί το δικαστήριο ήθελε να συγκεντρώσει αποδεικτικό υλικό για τη συγκεκριμένη ένσταση. Ηταν δεδομένο ότι οι μάρτυρες κατηγορίας δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα επ’ αυτού. Από την άλλη, όλα τα αιτήματα για κλήτευση των πρωταγωνιστών αυτής της υπόθεσης (Διώτης, Σύρος και σία) απορρίφθηκαν. Επομένως, πραγματικός λόγος αναβολής δεν συνέτρεχε. Το μόνο που συνέτρεχε ήταν η διεκπεραιωτική σκοπιμότητα. Να κυλήσει ομαλά η δίκη, χωρίς την ένταση που αναπόφευκτα θα προκαλούσε η απόρριψη αυτής της ένστασης, και την ύστατη ώρα να γίνει μια τυπική-διεκπεραιωτική συζήτηση και η ένσταση να απορριφθεί μετ’ επαίνων.
Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι καταγγελίες των κατηγορούμενων, ότι οι ομολογίες τους αποσπάστηκαν με άσκηση σωματικών και ψυχολογικών βασανιστηρίων: Τι έχετε να μας πείτε γι’ αυτά που καταγγέλετε; Πώς τα τεκμηριώνετε; Ποιες οι αποδείξεις σας; Λες και θα μπορούσαν ποτέ οι κατηγορούμενοι να έχουν φωτογραφίες ή βιντεοκασέτες από την ανάκρισή τους στο άντρο της Αντιτρομοκρατικής. Οταν οι κατηγορούμενοι και οι συνήγοροί τους προσπαθούν να ντοκουμεντάρουν την ένστασή τους με αναφορές στο περιεχόμενο αυτών των ομολογιών, που παρουσιάζουν κραυγαλέες αντιφάσεις, ο πρόεδρος τους υπενθυμίζει ευγενικά ότι είναι εκτός θέματος, γιατί αυτές οι αντιφάσεις αφορούν την ουσία των κατηγοριών και όχι την ένσταση. Τους αφήνει, βέβαια, να παρουσιάσουν με άνεση τους ισχυρισμούς τους (αυτό είναι προφανές πλέον ότι εντάσσεται στην τακτική της διεκπεραίωσης), όμως έχει καταστεί σαφές ότι τζάμπα τα λένε. Η ένσταση θα απορριφθεί μετ’ επαίνων και οι παράνομες αυτές ομολογίες θα αποτελέσουν την πρώτη ύλη για τις καταδικαστικές αποφάσεις.
Ομως, η ουσία των κατηγοριών είναι αλληλένδετη με τις καταγγελθείσες προανακριτικές «απολογίες». Οταν για παράδειγμα ο Καρατσώλης «ομολογεί» ληστεία στην οποία αποδεδειγμένα δε θα μπορούσε να συμμετέχει, όταν ο Χριστόδουλος ομολογεί συμμετοχή σε ενέργειες που αποδεδειγμένα δε θα μπορούσε να συμμετέχει, πώς μπορείς να πεις ότι οι «ομολογίες» ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης, αβίαστες και αυθεντικές; Είναι δυνατόν να ομολόγησαν για να πέσουν στα μαλακά και ταυτόχρονα να ομολόγησαν πράξεις στις οποίες δεν ήταν, επιβαρύνοντας άνευ λόγου τον εαυτό τους;
Αυτό δε μπορεί να σταθεί ούτε στη λογική μικρού παιδιού. Θα σταθεί, όμως, στη λογική ενός δικαστήριου που απλώς διεκπεραιώνει την τελική φάση ενός μεγάλου πολιτικού και νομικού σκανδάλου. Εκείνοι που έφτιαξαν το σενάριο δεν έδωσαν τότε μεγάλη σημασία σε κάθε λεπτομέρεια. Και τους ξέφυγαν πολλά, τα οποία θάφτηκαν μέσα στο κλίμα τρομοϋστερίας της εποχής και την ηγεμονία που είχαν στον τομέα της προπαγάνδας. Τώρα που τα τερατουργήματα αποκαλύπτονται, τα φώτα της δημοσιότητας έχουν σβήσει, έτσι που οι τελικοί διεκπεραιωτές να μη βλέπουν πρόβλημα.
Π.Γ.