Στην πρώτη του ευρωπαϊκή παρουσία το Παγκράτι δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα σημαντικά αγωνιστικά προβλήματα που αντιμετώπισε και να πετύχει νίκη, όμως αυτό ουδόλως στενοχώρησε τους πιστούς οπαδούς της ομάδας που την ακολούθησαν μέχρι το μακρινό Μπάγια Μάρε, στα σύνορα Ρουμανίας με Ουκρανία, για να της συμπαρασταθούν. Χωρίς τους ξένους παίχτες και με δυο βασικούς Ελληνες να μη μπορούν να αγωνιστούν λόγω υψηλού πυρετού, οι έτσι και αλλιώς λιγοστές ελπίδες για πρόκριση μηδενίστηκαν και το μόνο παρήγορο ήταν η πολύ σοβαρή προσπάθεια που έκαναν οι 8 ετοιμοπόλεμοι παίχτες. Στην εξέδρα οι Rossoneri κατάφεραν να δώσουν ζωή σε ένα παγωμένο και με ελάχιστους φιλάθλους γήπεδο και να κερδίσουν τις εντυπώσεις και το χειροκρότημα των παρευρισκόμενων. Το αποτέλεσμα ήταν το τελευταίο που ενδιέφερε τους οπαδούς του Παγκρατίου, αφού η συμμετοχή και μόνο σε ευρωπαϊκή διοργάνωση εκπλήρωσε ένα όνειρο ζωής.
Εκτός από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο αγωνιστικό μέρος, όσοι συμμετείχαμε στην αποστολή είχαμε την ευκαιρία να πάρουμε σημαντικές πληροφορίες για την καθημερινότητα και τον τρόπο ζωής των Ρουμάνων. Αυτό που ζήσαμε μας γύρισε αρκετά χρόνια πίσω, στις εικόνες που βλέπαμε στις ταινίες για την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ’60. Η φτώχεια ήταν έντονη (σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το 30% του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας) και η πρώτη εικόνα ενισχύθηκε από τη συναναστροφή μας με τα παιδιά που είχαν αναλάβει να βοηθήσουν τις αποστολές των ομάδων. Ο βασικός μισθός ήταν 95 ευρώ και καλός μισθός θεωρούνταν τα 220 – 250 ευρώ, όταν οι τιμές των προϊόντων καθημερινής χρήσης ήταν περίπου το 1/3 από τις αντίστοιχες στην Ελλάδα. Η έξοδος σε καφετέρια ή σε κλαμπ (τα φοιτητικά στέκια θύμιζαν συνοικιακές ντισκοτέκ στην Ελλάδα του ’80) ήταν πολυτέλεια και μια από τις καλύτερες εξόδους θεωρούνταν το Mac Donald ή κάποιο τοπικό φαστ φουντ. Περιττό να πούμε ότι τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα στα γειτονικά χωριά (το Μπάγια Μάρε είναι μια πόλη με 170.000 κατοίκους, που παλιότερα είχε αρκετά ορυχεία, σήμερα όμως έχουν κλείσει τα περισσότερα), όπου είδαμε ακόμη και κάρα με άλογα να χρησιμοποιούνται για τις καθημερινές μεταφορές. Ο κόσμος ελπίζει ότι με την είσοδο της χώρας στην ΕΕ θα γίνουν επενδύσεις και θα ανοίξουν επιχειρήσεις, επειδή οι μισθοί είναι πολύ μικροί σε σύγκριση με άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, και θα αυξηθούν οι θέσεις εργασίας.
Σαν λαός οι κάτοικοι της περιοχής μας έδωσαν μια διαφορετική εντύπωση από αυτή που είχαμε για τους Ρουμάνους, αφού ήταν ιδιαίτερα φιλικοί, ευγενικοί και όσο το επέτρεπαν τα οικονομικά τους φιλόξενοι. Οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι διαφορετικοί από αυτούς στο Νότο, αφού στην περιοχή δεν υπάρχει τσιγγάνικο στοιχείο, και ότι έχουν περισσότερη συγγένεια με τους Ούγγρους. Οσον αφορά την κοινωνική διαστρωμάτωση, από αυτά που είδαμε τις μέρες που μείναμε στην πόλη, φαινόταν ότι δεν υπάρχει μεσαία τάξη και ότι η οικονομική ανισότητα ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή στη χώρα μας. Μια πολύ μικρή ελίτ ζούσε πολυτελέστατα (χαρακτηριστικό είναι ότι έξω από ένα εστιατόριο πολυτελείας στην ακριβή περιοχή της πόλης μετρήσαμε περισσότερα από 30 αυτοκίνητα πολυτελείας), ενώ η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου τα φέρνει δύσκολα βόλτα. Εν κατακλείδι, το ταξίδι με το Παγκράτι στην Ευρώπη μας έδωσε τη δυνατότητα να ζήσουμε εμπειρίες ζωής, τόσο όσον αφορά το αγωνιστικό κομμάτι όσο και σε επίπεδο γνωριμίας με την καθημερινότητα ενός γειτονικού λαού.