Το μεγαλύτερο σφάλμα που μπορεί να κάνει κάποιος, προσεγγίζοντας τις τελευταίες πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία είναι να έχει ως βάση του το νόμο, τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και να προσπαθήσει να τοποθετηθεί, αν όχι υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς, τουλάχιστον στο ποια από τις δύο είναι πιο κοντά στη συνταγματική νομιμότητα της χώρας. Το δε μέγιστο όλων των σφαλμάτων είναι να προσπαθήσει να ανιχνεύσει κοινωνικά χαρακτηριστικά σ’ αυτή τη σύγκρουση.
Μπορούμε να πούμε με απόλυτη κατηγορηματικότητα πως ούτε καν το χάσμα μεταξύ Κεμαλιστών και Ισλαμιστών είναι τόσο βαθύ, ώστε να δικαιολογεί μια ρήξη σχετική με το μέλλον της Τουρκίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι ο στρατός, δηλαδή ο θεματοφύλακας του Κεμαλισμού, που ενίσχυσε τους Ισλαμιστές τη δεκαετία του ‘70, προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως αντίβαρο στην επιρροή της τουρκικής άκρας Αριστεράς (που έκανε ένοπλο αγώνα) και του Κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Κι αν δεν φτάνει η ιστορική αυτή υπόμνηση, θυμίζουμε το από πρώτη άποψη παράδοξο, οι μεν Ισλαμιστές να είναι αυτοί που έχουν χαράξει την πορεία της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ενωση (οι καθυστερήσεις σ’ αυτή την πορεία δεν έχουν να κάνουν με τη δική τους επιθυμία, αλλά με τις σκοπιμότητες των ιμπεριαλιστικών κρατών της ΕΕ), οι δε Κεμαλιστές είναι αυτοί που δεν καίγονται για την ένταξη.
Η σύγκρουση, βέβαια, είναι πραγματική, δεν είναι «μαϊμού». Πρόκειται, όμως, για σύγκρουση δυο εξίσου αντιδραστικών πολιτικών φατριών για το μοίρασμα της εξουσίας. Παραψήλωσαν ο Ερντογάν και η κλίκα του και ο στρατός (μια τεράστια οικονομική και πολιτική δύναμη, με ξεχωριστό ρόλο στο τουρκικό κράτος) θέλει να τους κοντύνει. Δεν θέλει να τους αφήσει να καταλάβουν όλα τα πόστα. Κι επειδή ένα πραξικόπημα δεν είναι στις άμεσες προτεραιότητες των στρατηγών (δεν το επιτρέπει η τουρκική πλουτοκρατία, που έχει αναπτύξει τους δεσμούς της με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο), οι στρατηγοί χρησιμοποιούν από τη μια την πολιτική επιρροή στο λαό του κεμαλικού ρεύματος (χαρακτηριστικές απ’ αυτή την άποψη οι μαζικές αντι-ισλαμιστικές διαδηλώσεις), μια μερίδα της τουρκικής διανόησης που θεωρεί πως το κεμαλικό δόγμα είναι προοδευτικότερο του ισλαμικού (κάτι ξεφτίλες τύπου Λιβανελί) και, φυσικά, το Σύνταγμα (που το έχουν φτιάξει αυτοί) και το συνταγματικό δικαστήριο που επίσης το ελέγχουν. Ο Ερντογάν, από την άλλη, δείχνει απόλυτα νομιμόφρων έναντι της συνταγματικής τάξης και ζητά πρόωρες εκλογές όντας σίγουρος ότι θα τις κερδίσει, χωρίς να δείχνει διατεθειμένος να τραβήξει τα πράγματα στα άκρα.
Η άγρια καταστολή των Πρωτομαγιάτικων διαδηλώσεων, με εντολή όχι του στρατού αλλά της κυβέρνησης Ερντογάν, ήρθε για να δείξει σε όλους τη σχέση που έχει η σύγκρουση ανάμεσα στους πόλους εξουσίας του συστήματος με το προλεταριάτο και τους λαούς της Τουρκίας: καμία απολύτως. Τμήματα των εργαζόμενων τάξεων σέρνονται πίσω από τις σημαίες είτε των Ισλαμιστών είτε των Κεμαλιστών, λειτουργώντας για μια ακόμη φορά ως δύναμη κρούσης εκείνων των δυνάμεων που διαχειρίζονται από κοινού το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης.