Στον καπιταλισμό, για κάθε κοινωνικό πρόβλημα υπάρχει και το φάρμακο. Το οποίο πουλιέται φυσικά, δεν χορηγείται τζάμπα. Για παράδειγμα: η ανταγωνιστική αντίθεση πόλης-χωριού οδηγεί στην αποκοπή των ανθρώπων από τη φύση, στο στοίβαγμά τους στις τσιμεντένιες τερατουπόλεις. Η απληστία του κεφάλαιου για κέρδος οδηγεί στην πτώση της τιμής της εργατικής δύναμης, με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να αναγκάζονται να δουλεύουν από το πρωί μέχρι τη νύχτα και να εξαντλούνται σωματικά και πνευματικά. Το φάρμακο έχει βρεθεί. Αντί για τη διαλεκτική ενότητα ανθρώπου-φύσης, έχουμε το υποκατάστατο της φυσιολατρίας. Αντί για μια ομαλή κοινωνική ζωή (πόσο μακρινό ακούγεται το σύνθημα του Σικάγου:
8 ώρες δουλειά – 8 ώρες ψυχαγωγία – 8ώρες ύπνος) έχουμε αναζήτηση τεχνητών εκκρίσεων αδρεναλίνης, μέσω των λεγόμενων extreme sports, που διαφημισμένα καταλλήλως ως in δραστηριότητες, γίνονται ένα ακόμη καταφύγιο ψευδαισθήσεων ατομικής και κοινωνικής καταξίωσης, ένα ακόμη στοιχείο του πρόστυχου life style.
Πίσω απ’ αυτή την κοινωνική «σχιζοφρένεια» του σύγχρονου καπιταλισμού θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε τα βαθύτερα αίτια της τραγικής απώλειας οκτώ νέων ανθρώπων στα φουσκωμένα νερά του Λούσιου. Ολα τα υπόλοιπα που λέγονται και γράφονται από την περασμένη Κυριακή, σωστά είναι μεν, όμως δεν οδηγούν πουθενά. Για παράδειγμα: αν τεθούν κανόνες για τη λειτουργία των επιχειρήσεων που οργανώνουν τέτοιας μορφής τουρισμό, θα πάψουν αυτά τα γραφεία να λειτουργούν με επιχειρηματικά κριτήρια, τα οποία επιβάλλουν την αγνόηση των κινδύνων προκειμένου να μη χαθούν οι πελάτες; Τόσα χρόνια λειτουργούν αυτά τα γραφεία, μια φορά έγινε η στραβή και χάθηκαν τόσες ζωές. Ως κέρδη και ζημίες θα το μετρήσουν. Δεν θ’ αναβάλλουν τις εξορμήσεις εν ονόματι των κινδύνων, χάνοντας έτσι τα έσοδα από την πελατεία. Οπως ακριβώς γίνεται π.χ. στις συγκοινωνίες-μεταφορές με τα σαπάκια που ευθύνονται για τόσους θανάτους. Αυστηρό είναι εκεί το νομικό πλαίσιο, όμως τα σαπάκια εξακολουθούν να κυκλοφορούν.
Το πρόβλημα είναι στη ρίζα του κοινωνικό, δεν είναι πρόβλημα νόμων και κανονισμών. Ο χωριάτης που ζει κοντά στη φύση ξέρει να τη σέβεται. Δεν συμπεριφέρεται απέναντί της σαν κατακτητής. Δεν έχει ανάγκη να περάσει ένα ορμητικό ποτάμι για να αισθανθεί δυνατός. Ο αλλοτριωμένος άνθρωπος της πόλης, πνιγμένος στα άγχη και τη μιζέρια, αναζητά καταφύγιο σε σύντομες «αποδράσεις» που οδηγούν σε μια νέα σκλαβιά που τη βιώνει ψευδώς ως ελευθερία (τι άλλο από σκλαβιά είναι το life style και η ψεύτικη σχέση με τη φύση;). Είναι κι αυτό μια μορφή της ολοκληρωτικά φενακισμένης συνείδησης, που αναζητά ατομικές λύσεις σε κοινωνικά αδιέξοδα από τα οποία μόνο συλλογικά μπορεί κανείς να βγει.
Εφόσον, λοιπόν, οι γενεσιουργές αιτίες θα παραμείνουν αλώβητες, εφόσον διέξοδος θ’ αναζητείται σε κάθε είδους ψευδαισθήσεις, μοιραία θα γίνονται λάθη (βοηθούσης και της δίψας για κέρδος εκείνων που εμπορεύονται τις ψευδαισθήσεις) και κάποια απ’ αυτά θα οδηγούν σε τραγικά αποτελέσματα.
Απ’ όπου και να το πιάσεις, όπως και να το δεις τελικά, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγεις: για να μη χάνονται ανθρώπινες ζωές τζάμπα, για να εξανθρωπιστεί η κοινωνική ζωή, για να αποκατασταθεί η ενότητα του ανθρώπου με το (κατά τον Μαρξ) ανόργανο σώμα του, τη φύση, θα πρέπει να εξαφανιστεί από προσώπου Γης ο καπιταλισμός.
Π.Γ.