Η πιο ώριμη και πιο πολιτική ταινία του Ρόμπερτ Ρέντφορντ βγαίνει αυτή τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Μέσα από τρεις παράλληλες ιστορίες που διαδραματίζονται στη διάρκεια μιας μέρας όχι μόνο δίνεται η αφορμή για το σχολιασμό της τρέχουσας επικαιρότητας στην Αμερική, αλλά επίσης καλούνται οι θεατές να προβληματιστούν για το τι σημαίνουν έννοιες όπως καθήκον, δέσμευση, επιλογή, ρίσκο.
Η ταινία εκτυλίσσεται κυρίως μέσα σε δύο γραφεία και ασφαλώς δεν πρόκειται για πολεμικό δράμα, παρ’ όλο που έχει πολεμικές σκηνές. Ο θεατής παρακολουθεί ταυτόχρονα την προσπάθεια ενός φέρελπι γερουσιαστή του Ρεπουμπλικανικού κόμματος να αναλύσει σε μια παλαίμαχη δημοσιογράφο την, δικής του έμπνευσης, νέα πολεμική τακτική των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, την ίδια στιγμή που μια αερομεταφερόμενη μονάδα του αμερικανικού στρατού πέφτει σε θανάσιμη ενέδρα των Ταλιμπάν σε μια απρόσιτη χιονισμένη βουνοκορφή της «αφιλόξενης» χώρας, υλοποιώντας ακριβώς αυτή τη νέα τακτική.
Παράλληλα, ένας προοδευτικός καθηγητής πανεπιστημίου προσπαθεί να πείσει ένα προικισμένο φοιτητή του για την αξία της ανάληψης ευθύνης, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων τα εξής λόγια: Η Ρώμη καίγεται και την ευθύνη δεν έχει μόνο όποιος έβαλε τη φωτιά αλλά και εκείνος που δεν τη σβήνει.
Η αξία της ταινίας του Ρέντφορντ δεν βρίσκεται ούτε στο ριζοσπαστισμό της ούτε σε κάποια πρωτότυπη κινηματογράφηση. Βρίσκεται στο ότι δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για την επερχόμενη ήττα των Αμερικανών σε Ιράκ και Αφγανιστάν, σχολιάζει την αλληλεξάρτηση πολιτικής και ΜΜΕ, ενώ εμμέσως πλην σαφώς καλεί σε ενεργό δράση για την ανατροπή της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ. Από την άποψη αυτή, πρόκειται για ένα ενδιαφέρον εγχείρημα που αξίζει να δείτε.