Η εισήγηση του Ελεγκτικού Συνέδριου ενάντια στη ρύθμιση για τη συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων στα ΒΑΕ γυναικών εργαζόμενων στους ΟΤΑ κατά 5 χρόνια νωρίτερα από τους άνδρες και οι συζητήσεις που αυτή η εισήγηση προκάλεσε, επεσκίασαν το γενικότερο ζήτημα της ρύθμισης που με τη μορφή τροπολογίας στο νομοσχέδιο για τα συνταξιοδοτικά των δικαστικών φέρνει η κυβέρνηση. Μιας ρύθμισης που υποτίθεται ότι αίρει μια υφιστάμενη αδικία στο συνταξιοδοτικό καθεστώς των μόνιμων εργαζόμενων των ΟΤΑ, εξισώνοντάς τους με τα ισχύοντα για τους συναδέλφους τους που εργάζονται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου στα ίδια επαγγέλματα, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για σκέτη κοροϊδία, στην οποία συμπράττει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΠΟΕ-ΟΤΑ. Η κυβέρνηση χρειάζεται αυτή την τροπολογία, για να θολώσει τα νερά ενόψει αντιασφαλιστικού νομοσχέδιου, ενώ η συνδικαλιστική γραφειοκρατία συμπράττει, για να δικαιολογήσει την απραξία της τόσα χρόνια και το αισχρό ξεπούλημα της μεγάλης απεργίας του κλάδου την άνοιξη του 2006.
Τι προβλέπει η περιβόητη τροπολογία που ετοίμασε η κυβέρνηση; Ο,τι ακριβώς προέβλεπε ο νόμος 2703 του 1999 (έχουν προστεθεί λίγα επαγγέλματα στη λίστα των ΒΑΕ, ενώ απουσιάζουν πολλά από τα επαγγέλματα-ειδικότητες που έχουν προτείνει οι εργαζόμενοι και η συνδικαλιστική τους εκπροσώπηση και που στον ιδιωτικό τομέα ανήκουν στα ΒΑΕ).
Νέα ρύθμιση με επαναφορά στην ουσία παλιού νόμου; Ετσι ακριβώς είναι. Και γιατί το πρόβλημα δεν λύθηκε με εκείνον τον παλιό νόμο του 1999 και εξακολουθεί να χρονίζει; Γιατί απλούστατα, ο νόμος εκείνος ήταν από αδιάφορος έως ασύμφορος για τους εργαζόμενους. Από τη μια τους καλούσε να πληρώσουν ένα γερό χαράτσι ως επασφάλιστρο για την ένταξή τους σε καθεστώς ανάλογο μ’ αυτό των ΒΑΕ και από την άλλη, όσοι έκαναν χρήση των διατάξεών του για σύνταξη στα 58-53 (άνδρες γυναίκες) θα έπρεπε να συμβιβαστούν με μεγάλες περικοπές στις συντάξιμες αποδοχές τους. Ετσι, οι εργαζόμενοι άφησαν να περάσουν οι προθεσμίες που έθετε εκείνος ο νόμος χωρίς να κάνουν αιτήσεις ένταξης. Προτίμησαν να δουλέψουν περισσότερα χρόνια, παρά να βγουν στη σύνταξη στα 58-53 παίρνοντας πολύ μικρότερη σύνταξη.
Ερχονται, λοιπόν, σήμερα κυβέρνηση και συνδικαλιστική γραφειοκρατία και προσφέρουν ως λαχταριστό φαγητό μια ξινισμένη σούπα την οποία ξαναζέσταναν και πασπάλισαν με περισσότερο πιπέρι. Οταν οι εργαζόμενοι των ΟΤΑ δουν τη νέα ρύθμιση και ενημερωθούν τι ακριβώς προβλέπει, είναι βέβαιο ότι θα την αφήσουν «ανεκμετάλλευτη», όπως άφησαν και τη διάταξη του 1999.
Πώς μπορεί να υπάρξει αποκατάσταση της αδικίας; Μόνο με την πραγματική αντιστοίχιση στους μόνιμους υπαλλήλους όλων όσων ισχύουν, με βάση τον κανονισμό ΒΑΕ του ΙΚΑ, για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου.
α) Με την ένταξη, καταρχάς, όλων των ειδικοτήτων που στον ιδιωτικό τομέα ανήκουν στα ΒΑΕ.
β) Με τη θέσπιση και στο δημόσιο των κανόνων συνταξιοδότησης που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα για τα ΒΑΕ (εννοείται πως οι αντεργατικές ρυθμίσεις που ανέβασαν το όριο στα 60 για τους εργαζόμενους μετά το 1993 και εξίσωσαν άνδρες-γυναίκες πρέπει να καταργηθούν).
γ) Με τη διαγραφή του όρου για πληρωμή επαχθούς επασφάλιστρου για τα χρόνια που οι εργαζόμενοι αυτοί δεν ανήκαν στα ΒΑΕ, χωρίς δική τους ευθύνη. Και μην πει κανείς ότι αυτό είναι… μαξιμαλιστικό αίτημα, διότι αυτή ήταν η κρατούσα άποψη (θεωρητικά και πρακτικά) στο ασφαλιστικό σύστημα, μέχρι τον περιβόητο νόμο Σιούφα. Οποιος εργαζόμενος εντασσόταν εκ των υστέρων στα ΒΑΕ δεν πλήρωνε εξαγορά επασφάλιστρου. Θεωρούνταν ότι η φθοροποιός επίδραση του επαγγέλματος στον ανθρώπινο οργανισμό επέρχεται όχι από τότε που το επάγγελμα χαρακτηρίστηκε βαρύ, αλλά από τότε που ο εργαζόμενος άρχισε να εργάζεται στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Το ΙΚΑ ακολουθούσε αυτή την ερμηνεία και το θέμα λύθηκε νομοθετικά με το νόμο 1880/1990. Ηρθε, όμως, ο αντιασφαλιστικός νόμος Σιούφα και κατάργησε αυτή τη διάταξη, επιβάλλοντας εξαγορά. Την ίδια αντιασφαλιστική λογική ακολουθεί σήμερα η κυβέρνηση και η ΠΟΕ-ΟΤΑ συναινεί, αδιαφορώντας για τα ποσά που καλούνται να πληρώσουν οι εργαζόμενοι.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία για όλ’ αυτά κάνει το κορόιδο. Εως τώρα δεν έχει κάνει καμιά ενημέρωση στους εργαζόμενους για τη «νέα» ρύθμιση, ενώ στην επιστολή που έστειλε στους υπουργούς στις 20 Φλεβάρη, αμέσως μόλις έγινε γνωστή η εισήγηση του Ελεγκτικού Συνέδριου, ασχολείται μόνο με τα όρια ηλικίας των γυναικών, χωρίς να λέει τίποτα για τη ρύθμιση, με την οποία προφανώς συμφωνεί.